Τμῆμα τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου πού φυλάσσεται στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στήν Κόνιτσα
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ Χασὰν ἐγνώρισε τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ ἐνταχθῇ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως στὸ Ἀγρίνιο κυριαρχοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀλλαξοπιστήσῃ ὁ Χασάν. Γιατὶ ὄχι μόνον ὁ ἴδιος θὰ ἐκινδύνευε τὰ ἔσχατα, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀργὴ τῶν φανατικῶν μωαμεθανῶν κατακτητῶν θὰ ἔπεφτε σίγουρα στὰ κεφάλια τῶν χριστιανῶν. Ἔτσι, οἱ προύχοντες τοῦ Ἀγρινίου, σκεπτόμενοι φρόνιμα καὶ συνετά, ἔστειλαν τὸν νεαρὸ Χασὰν στὴν Ἰθάκη (μιᾶς καὶ τὰ Ἑπτάνησα βρισκόντουσαν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῆς Βενετίας), ὅπου βαπτίσθηκε καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης. Ὅταν, κατόπιν, ἐπέστρεψε στὸ Ἀγρίνιο, νυμφεύθηκε μιὰ εὐσεβῆ χριστιανὴ κόρη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριὸ Μαχαλᾶς (σημερινὲς Φυτεῖες), ὅπου ἀσκοῦσε τὸ ἔργο τοῦ ἀγροφύλακα, ἀγωνιζόμενος νὰ ζῇ σὰν πιστὸ τέκνο τῆς Ἐκκλησίας।
Ὅμως, ὁ ἐχθρὸς διάβολος περίμενε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ ἐπιτεθῇ στὸν δοῦλο τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννη. Κι’ αὐτὴ δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ. Καὶ νὰ πῶς : Ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη,ποὺ ἦταν σέχης στὴν Κόνιτσα (σέχης = θρησκευτικὸς ἀρχηγὸς τῶν «δερβίσηδων», δηλαδὴ τῶν μουσουλμάνων ἐκείνων, ποὺ ἀκολουθοῦσαν μιὰ μορφὴ - ἄς τὸ ποῦμε ἔτσι- μοναχισμοῦ) καὶ ποὺ ἔψαχνε συνέχεια νὰ τὸν βρῇ, ἀνεκάλυψε στὸ τέλος ὅτι τὸ παιδί του ζοῦσε στὸ Ἀγρίνιο καὶ ὅτι, μάλιστα, εἶχε γίνει χριστιανός. Ἔσπευσε, λοιπόν, ἐκεῖ. Κι’ ἀφοῦ τὸν βρῆκε, προσπάθησε μὲ ταξίματα καὶ καλοπιάσματα νὰ τὸν ξαναφέρῃ στὸν μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἀποδείχθηκε γενναῖος καὶ ἀνυποχώρητος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ καὶ τὰ μαρτύρια ὑπέμεινε καρτερικὰ καὶ τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο δέχθηκε μὲ χαρά, ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικὰ σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἀκολουθίας του: «Τῆς ἀληθείας τὸ φῶς, ἐπιλάμψαν τῇ ψυχῇ σου, ἡμεροφαῆ σε ἀστέρα ἔδειξεν, Ἰωάννη μακάριε · λύχνος γὰρ τοῖς ποσί σου, κατὰ Δαβίδ ὁ θεῖος νόμος γέγονε, καὶ τὴν ὁδόν τοῦ μαρτυρίου, ἀπροσκόπτως διέβης, πάντα τοῦ ἐχθροῦ, ὑποσκελίσας τὰ σκάνδαλα· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης κοινωνὸς ἐγένου, τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς δρεπόμενος». (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων).
Ἀργότερα, τά ἱερά λείψανά του ἀνεκομίσθησαν καί μεταφέρθησαν στήν Ἱερά Μονή Προυσσοῦ Εὐρυτανίας. Ἀνευρέθησαν τόν Ἰανουάριο τοῦ 1974, ἕνα δέ τμῆμα ἀπό αὐτά μεταφέρθηκε, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1978, στήν Κόνιτσα.
Ἔτσι, λοιπὸν, ἕνα μοσχομύριστο κρίνο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, προστέθηκε στὸν χορὸ τῶν Νεομαρτύρων στὶς 23 Σεπτεμβρίου 1814 καὶ ἀποτελεῖ τιμὴ καὶ καύχημα γιὰ τὴν γενέτειρά του. Γι’ αὐτὸ, δικαιολογημένα ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ψάλλει: «Σὲ ἡ Κόνιτσα, ὑμνολογοῦσα Ἅγιε, ἡ σὲ βλαστήσασα, ἀπὸ ψυχῆς σοι βοᾷ· δεινῶν περιστάσεων, φύλαττε ἄτρωτον τὴν πατρίδα σου, προστρέχουσαν τῇ σκέπῃ σου, Ἰωάννη Νεομάρτυς» (ἀπὸ τὴν ζ΄ ᾠδὴ τοῦ Κανόνος).
Ἀπολυτίκιον
Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐκ Κονίτσης
(Ἦχος Α’)
Τῆς Κονίτσης τὸν γόνον, Βραχωρίου (= Ἀγρινίου) τὸ καύχημα, καὶ Χριστοῦ ὁπλίτην τὸν νέον Ἰωάννην τιμήσωμεν· ἐκ ῥίζης γὰρ δυσώδους προελθῶν, ἐνήθλησε λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ κινδύνων ἐξαιτεῖται ἀπαλλαγήν, τοῖς πρὸς αὐτὸν κραυγάζουσι· Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν παθῶν ἐκλύτρωσιν.