Ὁ Ὅσιος Νικόδημος γεννήθηκε στό Πρίλεπ τῆς νότιας Σερβίας το 1320 μ.Χ. ἀπό Ἕλληνα πατέρα καί Σερβίδα μητέρα, συγγενή τοῦ δεσπότη Λαζάρου.
Νέος ἀσκήθηκε στό Ἅγιον Ὄρος καί συνδέθηκε μέ τόν ἡσυχαστή Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο († 11 Ὀκτωβρίου), τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ († 14 Νοεμβρίου), τόν ἁγιογράφο Πανσέληνο καί τόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνό.
Ἔμαθε ζωγραφική καί καλλιγραφία. Ἔζησε στίς Μονές Ρωσικοῦ καί Χιλανδαρίου, τῆς ὁποίας καί ἔγινε ἡγούμενος. Ὡς ἡγούμενος εἶχε περίπου ἐκατό μοναχούς, Ἕλληνες, Σέρβους, Ρουμάνους καί Βουλγάρους, τῶν ὁποίων τίς ψυχές ἔτρεφε μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τά πατερικά κείμενα. Πολλούς μαθητές εἶχε σέ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος, μέ τούς ὁποίους ἀργότερα ἀλληλογραφοῦσε. Ἐξελέγη Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γιά ἕνα διάστημα ἔζησε σέ σπήλαιο, κοντά στό Χιλανδάρι. Ἡ ὑπομονή του στούς πειρασμούς, ἡ ἱερᾶ ἡσυχία, ἡ καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἡ κάθαρση καί ἡ ἀπάθεια πού ἀπέκτησε τόν ἀξίωσαν τοῦ προορατικοῦ καί θαυματουργικοῦ χαρίσματος.Ἀργότερα ἵδρυσε στήν Κράϊνα τῆς Βουλγαρίας δύο μοναστήρια κατά τό πρώτυπο τῶν ἁγιορείτικων καί βοήθησε ἔτσι στήν ἐξάπλωση τοῦ ἁγιορείτικου ἀσκητισμοῦ στήν Βουλγαρία. Ἔζησε λίγο καιρό κοντά στόν Ἅγιο Βασιλέα τῶν Σέρβων Λάζαρο καί ἀπό ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στήν Ρουμανία τό 1364 μ.Χ.
Συνέχισε στίς παραδουνάβιες χώρες, μέ τήν βοήθεια τῶν ἡγεμόνων Βλαΐκου καί Ράδου, μέ τήν ἵδρυση τῶν Μονῶν Βοντίτσα (1374) καί Τισμάνα (1377), τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡγούμενος. Οἱ μονές λειτουργοῦσαν μέ τό ἁγιορείτικο τυπικό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Κατά παράδοση ἵδρυσε καί τίς μονές Βράτνα καί Μοναστηρίτσα στά νότια τοῦ Δούναβη, Πρίσλοπ στά βόρεια τῶν Καρπαθίων, Γκούρα, Μοτρούλουϊ καί Ἴλοβατς. Μαθητές του ἵδρυσαν, στά τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος, τή μονή Νεάμτς καί ἄλλες.
Τό 1404, ἔγραψε εὐαγγελιστάριο στά Σλαβωνικά καί ἀλληλογραφοῦσε ἐπί θεολογικῶν θεμάτων μέ τόν Ἅγιο Εὐθύμιο τόν Πατριάρχη Τυρνόβου († 20 Ἰανουαρίου).
Στά τελευταῖα του ἔτη, ἀποτραβήχθηκε σέ ἕνα σπήλαιο μέ ἀκατάπαυστο ἔργο του τήν προσευχή, τήν ἀγρυπνία καί τή νηστεία. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στή μονή του νά λειτουργήσει, νά θεραπεύσει τούς ἀσθενεῖς, νά διδάξει τούς μοναχούς καί νά παρηγορήσει τόν λαό. Ἀπό ὅλη τήν Ρουμανία ἔρχονταν ἀσθενείς στόν θαυματουργό Ἅγιο. Μερικοί θεραπεύονταν μόλις ἔφθαναν στήν Τισμάνα, ἄλλοι ἀγγίζοντας τά ράσα του καί ἄλλοι λαμβάνοντας τήν εὐλογία του. Μεταξύ τῶν ἱαθέντων συγκαταλέγεται καί ἡ ἐπιληπτική κόρη τοῦ ἡγεμόνος Σιγισμούνδου.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος κοιμήθηκε στίς 26 Δεκεμβρίου τοῦ 1406 καί τά λείψανά του τοποθετήθηκαν στή Μονή Τισμάνα.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὑπῆρξε κεντρική μορφή γιά τήν μετάδοση τοῦ ἡσυχασμοῦ στήν Ρουμανία καί ἄξιος πνευματικός ἐργάτης τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν βαλκανικῶν λαῶν. Μέ τήν παιδεία του ἔγινε ὁ ἄνθρωπος πού συνέδεσε τίς μονές τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης στά τέλη τοῦ Μεσαίωνα.
Ὁ Σλαβικός κόσμος τόν ὀνομάζει Γραικό καί ὁ Ρουμανικός λαός τόν τιμᾶ ἰδιαίτερα ὡς διδάσκαλό του καί ἑορτάζει τήν μνήμη του μέ ἐξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, θεολόγος καί πνευματικός πατέρας ὅλων. Τό μοναστήρι τῆς Τισμάνα τό κατέστησε περίφημο κέντρο καλλιγραφίας, ἀντιγραφῆς ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων καί μεταφράσεων, μέ φωτισμένους μοναχούς καί σύντομα ἔγινε ξακουστό σέ ὅλα τά Βαλκάνια. Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ὅσιος διατηροῦσε ἀλληλογραφία μέ μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Ρουμανίας.
Μέρος τῶν τιμίων καί θαυματουργῶν λειψάνων του, σώζεται στήν Μονή Τισμάνα.
Ὁ Ὅσιος Νικόδημος τῆς Τισμάνα, τιμᾶται ἐπίσης καί στίς 13 Ἰουλίου.