Σε συνέχεια των μηνιαίων συνεντεύξεων που παραχωρεί ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄ στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr, έχουμε την τιμή σήμερα, να παρουσιάσουμε συνέντευξή του με θέμα την Ιερωσύνη.
Ο Μητροπολίτης κάνει λόγο για το Ιερό Μυστήριο της Ιερωσύνης, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, τους βαθμούς της, τα κριτήρια και τα προσόντα που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι κληρικοί και το έργο που καλούνται να επιτελέσουν.
Τέλος, αναφέρεται στα κακώς κείμενα κληρικών που σκανδαλίζουν ορισμένες φορές το ποίμνιο, αλλά και τονίζει την τιμή και το σεβασμό που πρέπει να αποδίδουμε στον κληρικό.
Σεβασμιώτατε θέλω αρχικά, να θέσω μία γενική ερώτηση. Τί είναι η ιερωσύνη;
Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν εὐκαιρία αὐτή πού μοῦ δίδετε νά μιλήσουμε γιά τό σπουδαῖο αὐτό θέμα, τήν Ἱερωσύνη. Ναί, ἡ Ἱερωσύνη εἶναι τό ἱερότατο Μυστήριο κατά τό ὁποῖο τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀρχιερέως ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί κατά τήν διάρκεια τῆς τελέσεως τῆς Θ. Εὐχαριστίας καθιστᾶ τόν ὑποψήφιο κληρικό ἱκανό νά ἐπιτελεῖ τά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί νά ποιμαίνει τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι θεοΐδρυτο Μυστήριο. Εἶναι δωρεά καί χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά τό πιστεύουμε αὐτό. Εἶναι ἕνα θαῦμα. Δέν ἐξηγεῖται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ὁ Θεός καλεῖ καί ἐπεμβαίνει καί χαριτώνει μέ τό Πανάγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό καί κρύπτει βαθύτατο περιεχόμενο. Ὑψίστη εἶναι ἡ ἀποστολή της. Μεγάλη ἡ τιμή καί θεία ἡ πρόσκληση. Ὁ Θεός ἔρχεται καί ἐμπιστεύεται ἕνα λειτούργημα, πού ἀφορᾶ στόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Κατά συνέπειαν, ἡ ἄσκηση τῆς ἱερωσύνης ἀπαιτεῖ ὑψηλή ἐκλάμπουσα ἀρετή. Ὁ ἱερεύς δέν πρέπει νά ἀμελεῖ τήν πνευματική του ζωή ἐν Χριστῷ. Ὡς λέγει μάλιστα ὁ Ἀπ. Παῦλος πρός τόν Τιμόθεο, τόν μαθητή του «μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διά προφητείας». Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός «ἐνεφύσησε Πνεῦμα Ἅγιον» καί ἔτσι ὀφείλει ὁ ἱερεύς νά εἶναι στή ζωή του, «φῶς» καί «ἅλας» κατά τήν βιβλική ἔννοια τῶν ὅρων. Νά εἶναι ἀνεπίληπτος, κρείσσων τῶν παθῶν, πάσῃ ἀρετῇ κεκοσμημένος καί ν’ ἀπολαύει τοῦ κοινοῦ σεβασμοῦ, νά ἐνθυμεῖται δέ, ὅτι θέλει κάποτε δώσει λόγο περί τῶν ψυχῶν τῶν ἐνοριτῶν του καί ἐπί πλέον, ὅτι ὄχι μόνο θέλει κατακριθεῖ γιά τά ἴδια αὐτοῦ ἁμαρτήματα, ἀλλά καί δι’ ἐκείνων, πού δέν φρόντισε νά ὁδηγηθοῦν σέ μετάνοια.
Πολύ ὡραία λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅτι ὁ ἱερεύς ὀφείλει νά εἶναι τοσούτων καθαρός καί ἐνάρετος, ὥστε «ἐάν ἐτάσσετο ἐν τῷ οὐρανῷ», νά κατέχει κάποιο χῶρο, αὐτός, νά εἶναι, μεταξύ τῶν οὐρανίων δυνάμεων τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Εἶναι σπουδαῖο ἐκεῖνο πού λέγεται, ὅτι «ὁ παπᾶς δέν μπαίνει μόνος του στόν Παράδεισο ἤ στήν Κόλαση. Συνοδεύεται πάντα ἀπό τίς ψυχές πού ποιμαίνει». Ὁ παπᾶς εἶναι πατέρας ὅλων, ἀδελφός καί φίλος. Καθοδηγεῖ τούς μελλόνυμφους, ἐπισκέπτεται τούς ἀσθενεῖς, εἰσέρχεται στόν οἶκο πένθους, σέβεται καί τιμᾶ τόν κάθε πιστό, παρηγορεῖ, ἐνισχύει, ἐνδυναμώνει, δείχνει τόν Σωτῆρα Χριστό. Ὁ ἱερέας, ὁ παπᾶς, δέν ξέρει ἄλλο δρόμο, δέν πρέπει νά ξέρει, παρά μοναχά τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μοναδικός σκοπός καί ἐπιδίωξή του νά εἶναι, ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε». Γι’ αὐτό καί πρέπει νά εἶναι «ἐπιστολή Χριστοῦ, γινωσκομένη καί ἀναγιγνωσκομένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος».
Λοιπόν, ἡ χειροτονία εἶναι ἕνα θαῦμα, μιά θεοφάνεια. Εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μετάδοση τῆς πνευματικῆς δύναμης τοῦ ἐπιτελεῖν τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί ἁγιάζειν καί εἰρηνεύειν τόν λαόν Του. Μέ τήν χειροτονία παρέχεται ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί καθιστᾶ τόν ἱερέα «σκεῦος ἐκλογῆς», λειτουργό τοῦ Ὑψίστου καί οἰκονόμο τῶν Μυστηρίων Του. Εἶναι ἡ Θεία Χάρις πού ἔρχεται, πού πάντα θεραπεύει τά ἀσθενῆ καί ἀναπληρώνει τά ἐλλείποντα.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για την Ιερωσύνη; Πώς αποφαίνονται γι’ αυτή; Πώς την βίωσαν;
Ναί, ὅταν μιλοῦν γιά τό χάρισμα αὐτό τῆς Ἱερωσύνης οἱ θεοφόροι καί ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καταπληκτικοί στίς φράσεις τους, στούς λόγους καί στήν ἔκφραση τῶν βιωμάτων τους. Λέγει στό βαθυστόχαστο λόγο του γιά τόν ἐπιστήθιο φίλο του, συγκεκριμένα στόν Ἐπιτάφιο λόγο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἦταν «ὅλος ἱερωμένος Θεῷ» καί ἔπειτα ξέρουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Βασίλειος παραγγέλλει σέ κάθε ἱερέα «σπούδασον, ὦ ἱερεῦ, σεαυτόν παραστῆσαι ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας… καί βλέπε τίνι παρέστηκας, πῶς ἱερουργεῖς καί τίσι μεταδίδως». Αὐτό εἶναι γραμμένο στήν πρώτη σελίδα κάθε ΙΕΡΑΤΙΚΟΥ, τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου πού ἔχει ὁ ἱερεύς πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα.
Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος ἰδιαίτερα μίλησε γιά τήν Ἱερωσύνη καί μάλιστα ἔγραψε ἕξι λόγους, ἕνα ἔργο μεγάλης θεολογικῆς καί φιλολογικῆς ἀξίας, σέ μορφή διαλογική, πού ὅλοι οἱ κληρικοί πρέπει νά γνωρίζουν. Ὁ ἄλλος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει πολύ χαρακτηριστικά: «Ὅτι ἐκεῖνος πού πρόκειται νά γίνει ἱερεύς πρέπει νά γίνει αὐτός πρῶτος καθαρός γιά νά καθαρίσει τούς ἄλλους. Πρέπει νά γίνει αὐτός πρῶτα σοφός κατά Θεόν γιά νά διδάξει τούς ἄλλους. Πρέπει νά ἔχει γίνει αὐτός πρῶτα φῶς, γιά νά φωτίσει. Πρέπει νά ἔχει ὁ ἴδιος πρῶτα ἐγγίσει τόν Θεόν γιά νά φέρει σ’ Αὐτόν καί τούς ἄλλους. Πρέπει νά εἶναι ὁ ἴδιος ἅγιος, γιά νά ἁγιάσει καί τούς ἄλλους». Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπογραμμίζει ὅτι «ἡ χρίση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσφέρει τήν ἱερωσύνη». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων πολύ ὡραία λέγει ὅτι «Ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι πού προσφέρουν τίς αἰσθητές ὑπηρεσίες τῶν Μυστηρίων, ὅμως τό Ἅγιο Πνεῦμα προσφέρει τά μή αἰσθητά, δηλαδή τήν Θεία Χάρι». Ὑπέροχο εἶναι καί αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι: «Ὁ ἄρτος πάλι εἶναι ψωμί, ἀλλά ὅταν τόν ἐξαγιάζει τό μυστήριο, λέγεται καί εἶναι σῶμα Χριστοῦ. Ἔτσι καί τό μυστικό λάδι, ἔτσι καί τό κρασί ἐνῶ ἔχουν μικρή ἀξία πρίν ἀπό τήν εὐλογία, ἀποχτᾶ καθένα ἀπό αὐτά μετά τόν ἁγιασμό τους ἰδιαίτερη ἐνέργεια.
Ἡ ἴδια δύναμη τοῦ Λόγου κάνει καί τόν ἱερέα σεβαστό καί τιμημένο, πού ἀποχωρίζεται ἀπό τήν κοινή σχέση του μέ τούς πολλούς μέ τήν καινή εὐλογία πού ἔλαβε. Χτές, δηλαδή, καί προχτές ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς καί ξαφνικά παρουσιάζεται ὁδηγός τῶν λαῶν, προκαθήμενος, διδάσκαλος τῆς πίστης, μυσταγωγός ἀοράτων μυστηρίων. Κι αὐτά τά κάνει χωρίς νά μεταβληθεῖ καθόλου τό σῶμα του ἤ ἡ μορφή του, ἀλλά κατά τό φαινόμενο εἶναι ἐκεῖνος πού ἦταν, ἔχει ὅμως μεταμορφωθεῖ ἡ ἀόρατη ψυχή του μέ μιά ἀόρατη δύναμη καί χάρη πρός τό καλύτερο».
Αὐτή ἡ εἰδική Χάρις πού παρέχεται στόν ἱερέα ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα, τόν διακρίνει ἀπό τόν λαϊκό, γιατί ὅπως λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, χωρίς τόν Ἐπίσκοπο τόν πρεσβύτερο, τόν διάκονο, «χωρίς τούτων ἐκκλησία οὐ καλεῖται». Ἔτσι ἔχει ὁριστεῖ. Ἡ ἱερωσύνη ἀνήκει στή δομή τῆς Ἐκκλησίας. Καί πάλιν ὁ Χρυσσορήμων θά συνοψίζει ὅτι «οἱ ἱερεῖς ἔλαβον τέτοια ἐξουσία πού ὁ Θεός οὔτε στούς ἀγγέλους οὔτε στούς ἀρχαγγέλους ἔδωσε» καί θά συμπληρώσει ὅτι «ἡ ἱερωσύνη τελεῖται μέν ἐπί τῆς γῆς, τάξιν δέ ἐπουρανίων ἔχει ταγμάτων».
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πόσο δυνατά μιλοῦσαν οἱ μεγάλοι θεοφόροι Πατέρες γιά τήν ὕπαρξη, τήν θέση καί τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
Κάνατε μία νύξη για τους βαθμούς της ιερωσύνης. Ποιοι είναι αυτοί;
Μάλιστα, ὑπάρχουν βαθμοί. Κατ’ ἀρχήν, βέβαια, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἕνα. Ὅμως διακρίνεται σέ διάφορους βαθμούς. Ἤδη σ’ αὐτή τήν Κ. Διαθήκη μνημονεύονται οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης. Εἶναι κατά τό Κανονικό Δίκαιο, ὁ κατώτερος καί ὁ ἀνώτερος κλῆρος. Στόν κατώτερο κλῆρο ἀνήκουν ὁ ὑποδιάκονος, ὁ ἀναγνώστης, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος κἄ. Στόν ἀνώτερο κλῆρο, ἀνήκουν ὁ διάκονος, ὁ πρεσβύτερος καί ὁ Ἐπίσκοπος. Ἡ ἐγκατάσταση τῶν ὑποψηφίων γιά τόν κατώτερο κλῆρο γίνεται ἐκτός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος μέ τήν χειροθεσία, ἡ ὁποία δέν εἶναι Μυστήριο. Ἱερό Μυστήριο εἶναι ἡ ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα χειροτονία. Μέ τήν ἐπίθεση (τείνει χεῖρα) τοῦ χειρός τοῦ Ἐπισκόπου στή κεφαλή τοῦ ὑποψηφίου κληρικοῦ καί τήν ἀνάγνωση τῆς σχετικῆς Εὐχῆς κατέρχεται καί μεταδίδεται ἡ Θεία Χάρις καί τόν προχειρίζει σ’ ἕναν ἀπό τούς τρεῖς βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης. Πιό συγκεκριμένα τό ἔργο τους ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τους εἶναι: Τοῦ Ἐπισκόπου ἔργο ἴδιον εἶναι, νά χειροτονεῖ καί νά μεταδίδει τούς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, νά εὐλογεῖ τό Μυστήριον τοῦ ἁγίου Μύρου, ὁ Πατριάρχης, νά ἐγκαινιάζει ναούς, νά καθιερώνει ἀντιμήνσια καί νά διδάσκει τό Εὐαγγέλιον. Λέγεται δέ Ἐπίσκοπος, ἀπό τοῦ ἐπισκοπεῖν, ὡς ἐκ μετεώρου, ὡς ἐκ μιᾶς πνευματικῆς ἐπάλξεως, τά τοῦ λαοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς κεφαλή τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ὁ προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί ἀποτελεῖ τό «ὁρατό κέντρο» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ὁ ἐγγυητής τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει ὁ θεοφόρος ἅγιος Ἰγνάτιος: «Ὅπου ἄν φανῇ ὁ Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος˙ ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ ὁ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία». Εἶναι «ἡ εἰκών καί ὁ τύπος τοῦ Θεοῦ Πατρός». Χωρίς τόν Ἐπίσκοπο δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, οὔτε τά ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὑπάρχει καί πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα τό Ἀντιμήνσιον μέ τήν ὑπογραφή καί σφραγῖδα τοῦ Ἀρχιερέως. Καί οἱ πρεσβύτεροι πρέπει, ὅ,τι πράττουν νά τό κάμνουν μέ τήν ἔγκριση καί τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου καί νά εἶναι συναρμοσμένοι μέ αὐτόν «ὡς χορδαί κιθάρας». Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος τό ὑπογραμμίζει σαφέστατα: «Μηδείς χωρίς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν ἐκκλησίαν». Ἀλλά καί τοῦτο: «Ὁ τιμῶν Ἐπίσκοπον ὑπό Θεοῦ τετίμηται».
Τοῦ Πρεσβυτέρου, ἀνήκει ἡ ὑπηρεσία τῶν ἄλλων Μυστηρίων, τά ὁποῖα βέβαια ἐνεργεῖ καί ὁ Ἀρχιερεύς. Λέγεται Πρεσβύτερος ὄχι βέβαια γιά τό γηραλέο τῆς ἡλικίας ἀλλά γιά τό πολιόν τῆς φρονήσεως καί τό ἀκηλίδωτο τοῦ βίου.
Τοῦ Διακόνου ἔργο εἶναι ἡ διακονία ὅπου κάμνει, ὅταν συλλειτουργεῖ μέ Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς ἀλλά καί ἡ γενικότερη ὑπηρεσία. Στό Διάκονο δέ, ἀνήκει ἡ θυμίαση καί ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλά θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό ὑπούργημα τῆς Ἱερωσύνης ἀσκεῖται μέν προσωπικά καί ὑπεύθυνα ἀπό ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ὅμως, εἶναι ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα, δηλαδή ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό ἀπ’ αὐτή δίδεται, δηλαδή παραχωρεῖται ἀπό τόν Κύριο, στόν ἄνθρωπο – κληρικό.
Γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να γίνει ιερέας οποιοσδήποτε. Χρειάζεται κάποια εξέταση. Δεν μιλώ για κάποιο πτυχίο, αλλά για ορισμένα προαπαιτούμενα. Μιλήστε μας γι’ αυτά.
Πράγματι, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι σοβαρό τό ὑπούργημα τοῦ ἱερέως καί ἔχει νά κάμνει μέ τό Θεό, τήν τέλεση τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς, ὑπάρχουν ὡρισμένες προϋποθέσεις γιά νά εἰσέλθει κάποιος στόν ἱερό κλῆρο, ὅπως καί νά μήν ὑπάρχουν κωλύματα ἱερωσύνης. Θά ἀναφέρω τά βασικά: Πρέπει νά εἶναι ἄνδρας. Νά ἔχει τήν ἡλικία τήν ὁποῖα ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἔχει ὀρθή χριστιανική πίστη, νά εἶναι σταθερός σ’ αὐτή καί νά ζεῖ βαθιά τή χριστιανική πνευματική ζωή. Νά μήν ἔχει κωλύματα, δηλαδή ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἀπαγορεύουν τήν προσέλευση στό Μυστήριο τῆς Χειροτονίας. Νά εἶναι ἀρτιμελής καί ψυχικῶς καί διανοητικῶς ὑγιής. Νά μήν ἀσκεῖ ἀτιμωτικά ἐπαγγέλματα καί νά ἔχει ἄμεμπτο κατά πάντα βίο καί θεῖο ζῆλο. Νά μήν ἔχει τιμωρηθεῖ ἀπό τά ποινικά δικαστήρια. Καί ἐάν πρόκειται γιά ἔγγαμο κληρικό: Νά ἔχει συνάψει ἕνα μόνο γάμο καί νά ἔχει τήν «ἔξωθεν καλή μαρτυρία».
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια χρειάζεται νά ἔχει ἀδιάβλητο βίο, νἆναι καθαρή ψυχή καί βέβαια παρά τοῦ προσερχομένου στήν ἱερωσύνη ἀπαιτεῖται ἡ πρός τόν Χριστόν ἀγάπη, πλεονάζουσα καί ἰσχυρά καί ἀκόμη σφοδροτάτη ἐπιθυμία διακονίας τοῦ πλησίον.
Μιλήστε πιο συγκεκριμένα για μερικά απ’ αυτά τα προαπαιτούμενα, όπως να είναι μόνον άνδρας δηλαδή, γιατί αποκλείεται η χειροτονία γυναικών και τί ακριβώς ακόμη είναι απαιτούμενο για την τέλεση της χειροτονίας;
Γιά ὅλα αὐτά μιλοῦν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων. Ἀλλά καί ἔχουμε καί εἰδικές Συνοδικές Ἐγκυκλίους. Εἰδικότερα: Γιά τήν χειροτονία γυναικῶν, αὐτό ἀποκλείεται διότι ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, πού στηρίζεται καί φωτίζεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, ἀπέκλεισε τή συμμετοχή τῶν γυναικῶν στήν ἱερωσύνη. Αὐτή εἶναι ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦτο διότι πρῶτον ὁ Χριστός, στόν Ὁποῖον κάθε ἐκκλησιαστική ἐξουσία, διακονία καί ἀποστολή ἔχει τήν ἀρχή της, δέν ἐπέλεξε καμμία γυναῖκα στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Δεύτερον, ἡ πρώτη πού θά εἰσερχόταν στήν ἱερωσύνη θἆταν ἡ Παναγία. Ὅμως, ἄν καί ἀξιώθηκε νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν ἔγινε «ἱέρεια», οὔτε ποτέ ἄσκησε ἱερατικό λειτούργημα. Τρίτον, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λάβει τή διδακτική, ἱερατική καί ποιμαντική ἐξουσία ἀπό τόν Χριστό, γενόμενοι μετέπειτα ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέποτε χειροτόνησαν γυναῖκες, μιμούμενοι βεβαίως τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου. Τέταρτον, στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ λειτουργός ἱερεύς «ταυτίζεται» μέ τόν Τελετουργό τῶν Μυστηρίων καί Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι ὁ ἱερεύς παρίσταται «εἰς τύπον Χριστοῦ», ὁ Ὁποῖος κατά τήν ἀνθρώπινη ὑπόστασή Του ἦταν ἄνδρας.
Μή λησμονοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός ἀπευθυνόμενος στόν διάβολο κατά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων διαβεβαιοῖ «Αὐτός σου τηρήσει τήν κεφαλήν καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». Ἐδῶ ἑδράζεται ἡ βάση τῆς ἱερωσύνης – χειροτονίας ὡς μετοχῆς στήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὑπάρχει μία συμβολική ἀντιστοιχία μεταξύ Λειτουργοῦ καί τοῦ Χριστοῦ. Τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης δόθηκε μόνο στόν ἄνδρα καί κατά τόν Ἀπ. Παῦλον «ἐν ᾧ καί ἐκπληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν τοῦ τά πάντα ἐνεργοῦντος κατά τήν βουλήν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» ἀλλά καί ὁ θεῖος Ἀπόστολος σαφῶς ἀπαγόρευσε στίς γυναῖκες νά λαλοῦν στίς λατρευτικές συνάξεις τῶν πιστῶν.
Ἡ θέση αὐτή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τοῦ νά ἀποκλείει τήν προσέλευση τῆς γυναίκας στόν ἱερό κλῆρο, δέν ἔχει βέβαια καμμία ἀπολύτως σχέση μέ προκαταλήψεις ἀπέναντι στό γυναικεῖο φῦλο, οὔτε ἔχει κίνητρα ὑποτιμήσεως ἤ περιφρονήσεως τῆς γυναίκας. Ἡ θέση τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀξία της, τήν δέουσα τιμή, τήν ἰσοτιμία μέ τόν ἄνδρα, ἔχει τόν ἀπόλυτο σεβασμό. Ἔτσι ὁ ρόλος της εἶναι διαφορετικός καί μάλιστα, ὅταν ἡ γυναίκα ὑπουργεῖ τήν ἱερότητα τῆς μητρότητας καί καθίσταται συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ.
Γιά τήν τέλεση δέ, εἰδικά τοῦ Μυστηρίου τῆς χειροτονίας πρέπει νά ποῦμε ἐπί πλέον, ὅτι ἐκτός ἀπό τήν πνευματική προετοιμασία τοῦ ὑποψηφίου, συγκεκριμένα γιά τήν ἐγκυρότητα, τήν κανονικότητα τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου ἀπαραιτήτως πρέπει νά συντρέχουν καί τά ἑξῆς: Ἡ τέλεση τῆς Χειροτονίας νά γίνει δημόσια ἐντός τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καί κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Χρειάζεται ἡ ἐλεύθερη βούληση καί συγκατάθεση τοῦ ὑποψηφίου κληρικοῦ. Δέν πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἄλλη χειροτονία στόν ἴδιο βαθμό τῆς ἱερωσύνης. Δέν πρέπει νά γίνεται χειροτονία «ὑπέρ ἀθρόον», δηλαδή διάκονος καί πρεσβύτερος σέ μία ἡμέρα. Καί τέλος, δέν ἐπιτρέπεται τέλεση χειροτονίας μέ δόση καί λήψη χρημάτων. Αὐτό εἶναι ἁμάρτημα καί ὀνομάζεται «σιμωνία».
Ποιο είναι το έργο του ιερέα;
Ἀπαντῶ ξεκάθαρα. Νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτό εἶναι. Δηλαδή, κύριο ἔργο τοῦ ἱερέως εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Δέν ὑπάρχει ὑψηλότερο καί πνευματικότερο ἔργο ἀπ’ αὐτό. Ὅλα τά ἄλλα ἀκολουθοῦν. Καί οἱ ἁγιασμοί καί οἱ εὐχές καί τό κήρυγμα καί ἡ φιλανθρωπία, ἀκόμη ἡ ὅλη ποιμαντική, ἡ παρηγορία τῶν ἀνθρώπων καί οἱ λοιπές δραστηριότητες, ἀπό τήν Θεία Λειτουργία καί τήν Ἁγία Τράπεζα ξεκινοῦν. Πρῶτα ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ γίνεται ἡ ἀναφορά ὅλων. Ὅπως εὔστοχα λέγει ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς στό Παν/μιο τῆς Θεσ/κης Βασίλειος Τσίγκος «τά διάφορα ἐκκλησιαστικά λειτουργήματα ἤ ἄλλως διακονήματα καί ὄχι ἀξιώματα δέν μποροῦν νά αὐτονομηθοῦν ἤ νά διαφοροποιηθοῦν ἀπό τήν εὐχαριστιακή σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Τό πᾶν εἶναι αὐτή ἡ μοναδικότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔτσι ὁ ἱερεύς μέ τήν λειτουργική ὑπηρεσία καί διακονία φανερώνει στόν κόσμο τήν «καινή κτίση», τήν καινούργια ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο καί ἐπειδή ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τό μέγα μυστήριο μέ τό ὁποῖο ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ προσφέρεται στούς πιστούς, εἶναι συνάμα καί τό ἀληθινό κέντρο τῆς ἱερατικῆς διακονίας του.
Εἰδικότερα, ὁ Χριστός ἔδωσε τριπλή ἐξουσία στόν ἱερέα, ἤτοι νά ἐπιτελεῖ τά Ἱερά Μυστήρια, νά λύει τίς ἁμαρτίες τῶν μετανοούντων ἤ νά δεσμεύει αὐτές πρός σωφρονισμό μέ τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση καί ἀκόμη νά διδάσκει τόν λαό τοῦ Θεοῦ, νά κηρύττει τόν θεῖο λόγο, νά συμβουλεύει, νά παρηγορεῖ, νά ἐνισχύει, νά καταπαύει ταραχές καί ἔριδες, νά προφυλάσσει ἀπό τίς αἱρέσεις καί σχίσματα τούς πιστούς, νά συγχωρεῖ, νά στερεώνει στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ποτέ ὁ ἱερεύς δέν πρέπει νά καταριέται ἀλλά πάντοτε νά εὐλογεῖ κατά τόν βιβλικό λόγο «εὐλογεῖτε καί μή καταρᾶσθε», καί ποτέ δέν θά μεταφέρει κακότητα, ἀλλά καλωσύνη καί ἀγάπη. Πάντοτε θά εἶναι ἐλεήμων καί στοργικός πατέρας. Ἀκόμη ἔργο του εἶναι νά ἁγιάζει τίς τρεῖς κυριότερες, θἄλεγα, ἐποχές τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἤτοι: Τήν γέννηση, τόν γάμο καί τόν θάνατο. Μέλημά του ὁ σύνδεσμος μέ τόν Χριστό. Ἀναφορά τῶν πάντων στό Χριστό. Ἔτσι ἀκριβῶς τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι πράγματι, μεγαλόδωρο.
Μ’ όλα αυτά που είπατε πρέπει ο ιερέας να είναι εφοδιασμένος με πολλά προσόντα. Ποια η γνώμη σας;
Ναί, προσόντα. Τά κυριώτερα εἶναι ἡ ἀκράδαντη πίστη στό Χριστό καί ἡ ἀφιέρωσή του στήν Ἐκκλησία Του. Χρειάζεται καί ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία, ἡ θεολογική κατάρτιση, ὁ καλός ἰσορροπημένος χαρακτῆρας, ἡ εὐγένεια ἀλλά καί νά εἶναι καί πάσης ἀρετῆς «τύπος καί ὑπογραμμός». Αὐτό εἶναι τό κυριότερο. Πρῶτος αὐτός ν’ ἀγωνίζεται τόν «καλόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως».
Ὁ κληρικός πρέπει νά γνωρίζει, ὅτι αἴρει ἑκούσια στούς ὤμους του τόν σταυρό τοῦ ἱερατικοῦ χρέους, τῆς εὐθύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς αὐταπαρνήσεως, ἀλλά καί τῆς ὅλης παρακαταθήκης τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὀφείλει νά πληροῦται ἐσωτερικά, καθημερινά μέ ἱερατικό ἦθος καί αὐτό εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς φράσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου οὐκ ἐστέ». Κάθε ἐνέργεια τοῦ κληρικοῦ πρέπει νά ἐκπέμπει ἐκκλησιολογία. Νά εἶναι μία βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κληρικός εἶναι παντοῦ κληρικός. Καί στό ναό καί στό σπίτι καί στό δρόμο. Ἡ καρδιά του εἶναι προέκταση τῶν βιωμάτων πού ζεῖ ἐν Χριστῷ, γι’ αὐτό καί εἶναι φορέας τῆς θείας χάριτος στό λαό. Περιφέρει μέ τό μαῦρο ράσο τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί κηρύττει ἀνάσταση ζωῆς, τήν μνήμη Θεοῦ. Νά βαδίζει στό δρόμο καί οἱ ἄνθρωποι γύρω του νά λένε: «Νά, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» καί νά αἰσθάνονται πώς σέρνεται δίπλα τους, τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἱερέα πρέπει νά τόν διακρίνει ἡ ἱεροπρέπεια, πού περιλαμβάνει τήν σεμνότητα καί τήν εὐγένεια. Νά ἔχει καθαρότητα βίου, γλυκύτητα λόγων, καλωσύνη, ἐπιείκεια. Δέν ἐπιτρέπεται νά κρατᾶ κακία καί μοχθηρότητα. Πάντοτε συγχωρητικός, μακρόθυμος. Νά ἔχει μία ἱερή ἀρχοντιά. Νἆναι στοργικός πνευματικός πατέρας. Διδάχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Νἆναι ἔτσι ἡ ζωή του, ὥστε νά αἰσθάνεσαι ὅτι βλέποντάς τον, εἶναι σάν νά κατεβαίνει μία ἁγιογραφία καί περπατᾶ κοντά σου. Ἔτσι θἆναι παρρησία μπροστά στό θυσιαστήριο καί ὅταν ἐγγίζει τά ἱερά σκεύη καί ἱερουργεῖ τά ἅγια, νά ἐπιτελεῖ, ὑπουργεῖ καί διακονεῖ «ἀκατακρίτως» καί «ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως». Σύνθημά του θἆναι συνεχῶς τό «γρηγορεῖτε» καί τό «νῆφε ἐν πᾶσι», οὕτως ὥστε νά μή θέτει κανόνα ἐμπόδιο στό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στούς συνανθρώπους του.
Ὁ ἱερεύς ὀφείλει ἐπί πλέον νά γνωρίζει τήν Ἁγία Γραφή. Τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἔπειτα ὀφείλει νά γνωρίζει τήν Δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συνάμα πρέπει νά μελετᾶ καί νά διδάσκεται ἀπό πνευματικά βιβλία ἀπό βίους ἁγίων καί μάλιστα νά ἐντρυφᾶ στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Νά εἶναι ἀκόμη γνώστης τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐκ τοῦ «Πηδαλίου». Νά εἶναι δέ, ἕτοιμος «ἀεί πρός ἀπολογίαν παντί τῷ αἰτοῦντι αὐτόν λόγον περί τῆς ἐν αὐτῷ ἐλπίδος».
Ἀκόμη πρέπει νά γνωρίζει τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα στήν ὁποῖα ἔχουν ἀποδοθεῖ ὅλοι οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας. Καί τέλος, νά γιγνώσκει ἄριστα τήν Τελετουργική τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων.
Θἄλεγα, ὅτι ὁ ἱερεύς πρέπει νά αἰσθάνεται τό ἔργο του, τήν ἀποστολή του, γιά νά φέρω ἕνα παράδειγμα ὅτι, ὅταν θυμιᾶ, τοῦ θυμιάματος τό νέφος νά τό νοιώθει, ὡς ἕνα κάλυμμα τῆς αἰωνιότητας, ἐκεῖ ὅπου, ἄν εἶναι σωστός ἱερέας, θ’ ἀξιωθεῖ μία ἡμέρα νά λειτουργεῖ καί στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο.
Ἔπειτα ὁ ἱερεύς ὀφείλει πιστός καί εὐλαβής νά παραμένει στήν ἀπαραμείωτη ἀκρίβεια τῶν τεταγμένων τελετῶν – μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἐλευθερότητες δέν συνάδουν μέ τό ὅλο περιεχόμενο ἀλλά καί τόν ἐκκλησιαστικό τύπο τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Οἱ διάφορες σοφιστεῖες ἤ «σχέδια» στά ἱερά πράγματα καί τελούμενα συνιστοῦν ἔκδηλες παρεκτροπές. Ὀφείλει ὁ ἱερεύς νά κραττεῖ τίς ἱερές παραδόσεις καί μέ κάθε σοβαρότητα ὡς πρός τά τελούμενα.
Ἀσφαλῶς καί ὑπάρχουν στήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου αὐτοῦ καί παγίδες, ὅπως ἡ ἀλαζονεία, ἡ κοσμική συμπεριφορά, ἡ ζηλοτυπία, ἡ προχειρότητα τῆς διακονίας, τό ἐμπόριο τῶν ἁγίων, ἡ ραθυμία, ἡ μεμψιμοιρία, ἡ καταλαλιά, ἡ εὐτραπελία, ἡ ὀλιγοπιστία, τό ἀνευλαβές. Ὅλα αὐτά βέβαια εἶναι ἐπιβολές τοῦ πονηροῦ καί ὀφείλει ὁ ἱερεύς νά τίς διώχνει μακρυά του.
Υπάρχουν όμως ιερείς που μας σκανδαλίζουν με την συμπεριφορά τους και μας στενοχωρούν. Τί έχετε να πείτε γι’ αυτό το φαινόμενο;
Πράγματι, κατά καιρούς ἐμφανίζονται κληρικοί πού λερώνουν, πνευματικῶς ὁμιλῶ, μέ τήν συμπεριφορά τους καί ἐντός τοῦ ναοῦ καί ἐκτός, στόν καθ’ ἡμέραν βίο τους, τό τίμιο ράσο πού φοροῦν. Κυριολεκτικά ξεχνοῦν τήν ἱερή ἀποστολή τους. Καί πρωτίστως, θλίβουν τόν ἴδιο τό Θεό, θἄλεγα. Θά ἤθελα γιά τό θέμα αὐτό νά θίξω τά ἑξῆς σημεῖα πού πρέπει νά προσέξουμε: Πρῶτον, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖα σέ αὐτές τίς περιπτώσεις νά λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησιαστική Δικαιοσύνη. Ὑπάρχει ὁ νόμος ὑπ’ ἀριθμ. 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» πού περιλαμβάνει τίς ποινές ἀπό τήν ἐπίπληξη καί τήν ἀργία μέχρι τήν καθαίρεση καί τήν ἐπαναφορά στή τάξη τῶν λαϊκῶν.
Δεύτερον, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί ἀπό ἀναξίους ἱερεῖς εἶναι κανονική καί ἔγκυρη. Μεταδίδεται ἡ Χάρις. Ἀπό τόν Χριστόν ἔρχεται ἡ Χάρις. Ὡς λέγει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος: «Πάντες μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντως δέ Αὐτός ἐνεργεῖ, εἰ καί αὐτοί εἶεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν». Ὁ ἁμαρτάνων ὅμως ἱερεύς θά τιμωρηθεῖ.
Τρίτον, νά προσέξουμε καθ’ ὅτι δέν πρέπει νά εἴμεθα ἱεροκατήγοροι. Ἡ ἱεροκατηγορία εἶναι ἁμαρτία. Ὁ Θεός θά τούς κρίνει τούς ἱερεῖς πού ἁμαρτάνουν καί σκανδαλίζουν. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός «Ἐγώ, ἀδελφοί μου, δέν ἔχω καμμίαν κατηγορίαν νά κάμω τῶν παπάδων, διότι εἶναι παπᾶδες καί ἔχουν τόν Χριστόν ὅπου τούς παιδεύει καί ὅ,τι σφάλμα κάμουν οἱ παπᾶδες, ἔχει ὁ Χριστός μας ράβδον σιδηρᾶν δι’ αὐτούς». Ὑπάρχουν καί τά λόγια τῆς Εὐχῆς στή Θ. Λειτουργία πού κάμνουν τήν διάκριση καί μιλοῦν γιά ἁμαρτήματα τῶν ἱερέων καί ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ. Ὁ ἱερεύς θά κριθεῖ αὐστηροτέρα. Ἰσχύει τό «ᾧ γάρ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ἀπαιτηθήσεται».
Τέταρτον, αὐτούς τούς ἱερεῖς πού εἶναι ἀπρόσεκτοι καί ἀτιμάζουν τήν ἱερωσύνη τους νά τούς ἔχουμε περισσότερο στήν προσευχή μας, ὁ Θεός νά τούς ἐλεήσει καί νά διορθωθοῦν.
Εἶναι φοβερό, ὁ κακός παπᾶς, ἐκεῖνος πού δέν προσέχει καί ἀτιμάζει τήν ἱερωσύνη. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἐπίσκοπος φέρει μεγάλη εὐθύνη ποιόν χειροτονεῖ, σέ ποιόν θέτει τήν χεῖρα του στή κεφαλή του γιά νά τόν ὁδηγήσει στά Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει: «Χεῖρας ταχέως μηδενί ἐπιτίθει, μηδέ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις». Σωστά ἔλεγε πολιός Ἱεράρχης: «Καλύτερα νά ἔχω κενά στά χωριά, παρά νά ἔχω κενά στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων λόγῳ ἀναξίων ἱερέων». Καί ἄλλος σπουδαῖος Ἀρχιερεύς συμβουλεύει: «Καλύτερα χωριό χωρίς παπᾶ, παρά χωριό μέ κακό παπᾶ».
Νά ἐπαναλάβω ὅτι, ὁ ἱερεύς, κτησάμενος τήν χάριν τῆς ἱερωσύνης πρέπει νά εἶναι «πάντων διάκονος» καί κῆρυξ ἐπί γῆς τῶν ἄνω. Ἡ ἅλυση δέ τῆς ἱερωσύνης φθάνει μέχρι τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ ἱερωσύνη εἶναι ὡραία! Νά μιλήσω, θέλω, ὂχι γιά τόν κακό ἀλλά γιά τόν εὐλαβῆ, ἐνάρετο καί καλό ἱερέα. Ναί, ὁ καλός ἱερέας νοιώθει μεγάλη χαρά γιά τό ἔργο πού κάμνει. Νοιώθει πολλά πράγματα πού δέν μπορεῖ νά τά ἐκφράσει. Τά βιώνει εἰλικρινά μέσα του. Ἡ ἱερωσύνη κρύβει μία πνευματική ὀμορφιά. Εἶναι αὐτό κάτι τό πνευματικό. Ὄχι γήϊνο. Ὁ Ἱ. Αὐγουστῖνος ὑπέροχα ἀπευθυνόμενος στόν ἱερέα τοῦ λέγει: «Ἄν στό ἀντίκρυσμα τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ οὐράνιου θόλου περιέρχεσαι σέ ἔκταση, σκέψου πώς σύ ἀξιώνεσαι ν’ ἀνεβαίνεις πολύ πιό ψηλά. Ἄν θεωρεῖς μέ ἔκπληξη τή στιλπνότητα τοῦ ἥλιου, συλλογίσου πώς σύ ἀκτινοβολεῖς μεγαλύτερη ὀμορφιά. Ἄν θαυμάζεις τά προνόμια τῶν ἀγγέλων, γνώριζε ὅτι εἶσαι κι ἀπ’ αὐτές πλουσιώτερος. Δέν μένει παρά ἕνας ἀπό τόν ὁποῖο εἶσαι κατώτερος. Καί αὐτός εἶναι ὁ Θεός».
Ἔτσι στόν θεοΐδρυτο αὐτό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός εὐδοκεῖ. Ὁ Χριστός προσκαλεῖ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα τελεῖ. Ὅταν, λοιπόν, χειροτονεῖ ὁ Ἐπίσκοπος καθίσταται ὄργανον τῆς θείας χάριτος. «Ἡ χείρ τοῦ Ἀρχιερέως ἐπίκειται τοῦ ἀνδρός, τό δέ πᾶν ὁ Θεός ἐργάζεται». Τό Πανάγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς ἱερεῖς στήν Ἐκκλησία. Καί ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ μέ τούς ἱερεῖς της. Τίποτα δέν γίνεται στήν Ἐκκλησία καί κανένα μυστήριο δέν ἐπιτελεῖται χωρίς τούς ἱερεῖς.
Ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ὅτι γιά τόν κληρικό ἡ τιμή εἶναι μεγάλη. Ὁ ἱερεύς καθίσταται συνεχιστής τοῦ ἔργου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔρχεται καί γίνεται διάκονος καί ὑπηρέτης τῶν ἀνθρώπων χάριν τῆς ὠφελείας καί σωτηρίας τῆς ψυχῆς των. Γι’ αὐτό πρέπει νά προσέχει πολύ, γιατί ἐνίοτε ἰσχύει τό «δι’ ἡμᾶς τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι». Εἶναι φοβερά τά λόγια πού διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν ἀμπελῶνα μου, ἐμόλυναν τήν μερίδα μου…» καί «ἀλλοίμονον, οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες καί ἀπολλύοντες τά πρόβατα τῆς νομῆς μου». Ἀλλά καί πόσο ἐκπληκτικό εἶναι καί τό ὅραμα τοῦ Μεγ. Ἀντωνίου μέ τούς ἀναξίους κληρικούς καί μάλιστα ἐκείνους πού ἔχουν ἐκφύγει ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί βρίσκωνται στήν αἵρεση, ὅταν λέγει ὁ ὅσιος πολύ χαρακτηριστικά, ὅτι τούς εἶδε πέριξ τῆς Ἁγίας Τραπέζης νά τήν κλωτσοῦν ὡς μουλάρια, «ἑστῶτας ἡμιόνους κύκλῳ πανταχόθεν καί λακτίζοντας» καί ν’ ἁρπάζουν τά ἱερά σκεύη καί νά μολύνουν τό ἅγιο θυσιαστήριο. Ἰσχύει συνεπῶς ὁ προφητικός λόγος: «Ἐπικατάρατος γάρ ὁ ποιῶν τά ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς». Μέ τά θεῖα καί ἱερά δέν παίζουμε. Οἱ πάντες πρέπει νά τό γνωρίζουν αὐτό. Κληρικοί καί λαϊκοί.
Βλέπετε να υπάρχουν σήμερα ιερατικές κλήσεις;
Βέβαια καί ὑπάρχουν ἱερατικές κλήσεις. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι, ὁ Θεός, ποτέ δέν ἀφήνει τήν Ἐκκλησία Του ἀμάρτυρον. Πάντοτε ἐμφανίζονται νέοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐλευθέρως ἔρχονται στήν Ἱερωσύνη. Δίδουν ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό τους στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγαποῦν τό θυσιαστήριο καί σκύβουν τό κεφάλι γιά νά δεχθοῦν τήν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Εἶναι οἱ νέοι αὐτοί οἱ ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, πού ὁ Θεός τούς χαριτώνει καί τούς δίδει τό δῶρο τῆς ἱερωσύνης. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ἐχέγγυα εἶναι ἡ πίστη, ἡ εὐλάβεια, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς, τό πνεῦμα τῆς αὐτοθυσίας, ὁ ζῆλος τῆς διακονίας καί τῆς ἱεραποστολῆς, ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
Ἀλλά ὀφείλουμε νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἔχουμε καί σοβαρό ἔλλειμμα ἱερέων. Πολλά χωριά, ἰδιαίτερα στήν ἐπαρχία, δέν ἔχουν ἱερέα. Αὐτό τό ζήτημα πρέπει ὁπωσδήποτε νά μᾶς ἀπασχολήσει. Δέν εἶναι μοναχά θέμα εἰδικά τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας, τῆς πατρίδος μας γενικότερα. Τί θά γίνει; Δέν θἄχουμε ἱερεῖς στήν Ἑλλάδα μας; Ὤ, μή γένοιτο. Μάλιστα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἐπιφορτισμένη νά προσφέρει κληρικούς γιά τίς Μητροπόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ καί στήν Ἱεραποστολή. Μή τό ξεχνᾶμε αὐτό. Δέν θά συνεχίσουμε, λοιπόν, καί τήν ἀποστολή αὐτή; Καί βέβαια θά συνεχίσουμε. Γνωρίζουμε βέβαια, ὅτι εἶναι βαρύ τό φορτίο τῆς ἱερατικῆς διακονίας καί τά ὑλιστικά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου ἐπηρεάζουν πολλούς νέους. Νά προσθέσουμε, ὅμως, καί τούς πειρασμούς καί τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου πού δέν ἀφήνουν τόν νέο, θἄλεγα, νἆναι «νεκρός τῇ ἁμαρτίᾳ». Δύσκολο νά γίνεις παπᾶς.
Ἔπειτα νά ἀναφέρουμε καί μία ἀκόμη δυσκολία γιά τούς νέους ἐκείνους πού θέλουν ν’ ἀκολουθήσουν τόν ἔγγαμο κλῆρο καί αὐτή ἡ δυσκολία βρίσκεται στό ζήτημα τῆς εὕρεσης πρεσβυτέρας. Εἶναι ἕνα ζήτημα αὐτό, ἀλλά μέ τή προσευχή, ἡ πείρα ἔχει δείξει ὅ,τι τελικά ὁ Θεός ἀνοίγει τόν δρόμο. Ἀλλά καί οἱ γονεῖς στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε, ὅτι δέν πρέπει νά θέτουν ἐμπόδια, ὅταν διαπιστώνουν τήν κλήση ἑνός παιδιοῦ τους καί τήν καλή του βούληση νά ὑπηρετήσει τό Θεό. Νά ξέρουν, εὐλογία αὐτό εἶναι στόν οἶκο τους. Λοιπόν, ὁ Θεός μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τήν μεγάλη μακροθυμία Του δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί στό μεῖζον αὐτό θέμα. Ἄς ἐλπίζουμε στό Θεό καί ἄς προσευχόμεθα.
Στην τελευταία ερώτηση, θα θέλαμε και πάλι να τονίσετε αυτό, που είπατε ότι ο ιερέας αξίζει τιμής και σεβασμού απ’ όλους μας. Έτσι είναι;
Θά ἀπαντήσω μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πού συμβούλευε τούς ἀκροατές του: «Οἱ κοσμικοί νά τιμᾶτε τούς ἱερεῖς σας˙ ἄν τύχη ἕνας ἱερεύς καί ἕνας βασιλεύς, τόν ἱερέα νά προτιμήσης˙ καί ἄν τύχη ἕνας ἱερεύς καί ἕνας ἄγγελος, τόν ἱερέα νά προτιμήσης, διότι ὁ ἱερεύς εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους». Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τό μέγεθος τῆς ἱερωσύνης. Εἶναι θεία κλήση. Εἶναι, νά τό ἐπαναλάβουμε, θεία ἡ πρόσκληση. Κάλεσμα ἱερότατο τοῦ Θεοῦ. Ὡς τό κάλεσμα τοῦ παιδός Σαμουήλ, τοῦ νεαροῦ Ἱερεμία, τῶν ἁλιέων Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου. Ἰσχύει, ἐν προκειμένῳ, τό: «Οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τήν τιμήν, ἀλλά καλούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ. Καί «οὐχ ὑμεῖς μέ ἐξελέξασθε, ἀλλ’ ἐγώ ἐξεταξάμην ὑμᾶς καί ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε καί ὁ καρπός ὑμῶν μένῃ». Ὁ ὑποψήφιος ἱερεύς εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀκούει μία φωνή μέσα του. Αὐτή ἡ φωνή δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ. Πάντως εἶναι οὐράνια φωνή, ἁπαλή, ὡς ἡ πρωϊνή αὔρα, ἤρεμη, τοῦ Παναγίου Πνεύματος πού εἶναι ἕνας ἀπροσπέλαστος κόσμος μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὀνομάζει τήν ἱερωσύνη «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν». Νά τό τονίσουμε: Ἡ ἱερωσύνη δέν εἶναι ἐπάγγελμα, ὅπως ὅλα τά ἄλλα. Μά οὔτε μοναχά καί ἁπλά ἕνα λειτούργημα. Εἶναι κάτι ἀνώτερο. Εἶναι ἱερή ἀποστολή.
Τελικά, ὁ ἱερεύς εἶναι ἡ ζῶσα παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Εἶναι ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ ἱερεύς, μία συμμετοχή στό Μυστήριο τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ. Εἶναι ἕνα ἀνοικτό Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωή τοῦ ἱερέως εἶναι μία ἐξαγγελία τῆς καινούργια ζωῆς. Μέ τό ράσο του θυμίζει τό Θεό στούς ἀνθρώπους, τήν Ἐκκλησία, τά ἱερά της Μυστήρια. Εἶναι μία «σιωπῶσα παραίνεσις», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί μία «ζωντανή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ» κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀφοῦ στέκεται καί ἐκπληρώνει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μπροστά στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Εἶναι ὁ μάρτυρας τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Συνεπῶς, νά ἀποδίδουμε τιμή, σεβασμό καί εὐλάβεια.