ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΑΝΤΙΔΩΡΟ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΟΙΔΙΜΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΚΥΡΟ ΘΕΟΚΛΗΤΟ (Β΄) ΤΟΝ ΦΙΛΙΠΠΑΙΟ...
Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου
ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ
Στίς 25 καί 26 μηνός Φεβρουαρίου ἀπό τό 1965 ἕως καί τό 1995 ἡ Ἱερά Μητρόπολη Μαντινείας καί Κυνουρίας εἶχε πανηγύρι!
Γιόρταζε ὁ “Ἄγγελός” της, ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης της γιά τά ἔτη αὐτά κυρός ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ὁ Φιλιππαῖος, ὁ Γέροντάς μου. Ἕνας Ἐπίσκοπος πού ἡ Ἀρχοντιά του, ἡ παιδική του καλωσύνη, ἡ γλυκύτητα τοῦ χαρακτῆρος καί ἡ φιλανθρωπία μένουν ὡς καταστάλαγμα τῆς θεοφιλοῦς τριακονταετοῦς Ἀρχιερατείας του στήν Τριπολιτσά! Μᾶς ἔμαθε τί σημαίνει νά φορᾶς τό ράσο, μᾶς δίδαξε τί σημαίνει συγγνώμη, μᾶς ἄφησε σάν παρακαταθήκη του τήν ταπείνωσή του καί μᾶς πότισε μέ τό ροδόσταμο τῆς πατρικῆς καρδιᾶς του πού τήν ἄφησε, μᾶλλον δέ τήν κατέθεσε στή Μάνδρα τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καλτεζῶν γιά νά τήν κρατᾶνε ὡς τζιβαέρι πολύτιμο τά Πνευματικά του Παιδιά καί ἰδίως ἡ ἀσημότητά μου καί ὅλοι ὅσοι ντυθήκαμε τήν Ἱερωσύνη ἀπό τά χέρια του στόν αἰῶνα!Γιόρταζε λοιπόν! Θεώρησε καλό ὁ γράφων νά τοῦ ἀφιερώση, μᾶλλον δέ νά τοῦ προσφέρη στή γιορτή του ἀνήμερα - πού εἶναι καί δική του γιορτή γιατί ἔτσι Ἐκεῖνος ὁ Μεγάλος τό ἐπέλεξε- σάν ἀντίδωρο τό σκίρτημα τῆς καρδιᾶς του πού ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς Κοίμησής του σπάραζε καί ἐξέφραζε τά μύχια τῆς ψυχῆς του. Δηλαδή, τόν Ἐπικήδειο λόγο πού ἐξεφώνησε ὁ τότε Πρωτοσυγκελλεύων Ἱεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀρχιμ. Θεόκλητος Ἀθανασόπουλος μπροστά ἀπό τό Σκήνωμά Του στόν μεγαλοπρεπῆ καί ἱστορικό Μητροπολιτικό Ἱερό Ναό Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
παρά τοῦ Πρωτοσυγκελλεύοντος - Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας
Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. κ. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου
Σεβασμιώτατε Ἅγιε Τοποτηρητά, τῆς Θεοσώστου ταύτης Μητροπόλεως,
σεπτή τῶν Ἱεραρχῶν χορεία,
σεβαστοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,
Λαέ τοῦ Θεοῦ χαριτωμένε.
Ἐκκλησίας τῆς Τριπόλεως.
Σεπτέ μου πατέρα, δέν θά τολμοῦσα νά ’λεγα οὔτε μιά κουβέντα μπροστά στήν ἁγία σορό σου, ἄν δύο πράγματα δέν μέ ὠθοῦσαν σέ τοῦτο.
Κοίταξε γύρω σου, Δεσπότη μου, καί δές ποιοί σέ συντροφεύουν. Οἰ Μοναστικές σου Ἀδελφότητες, οἱ Κληρικοί σου, τά Παιδιά σου κι ὁ Λαός σου. Τί σοῦ ’χουν φέρει σάν δῶρο, τό διακρίνεις ἄραγε;
Κλέψανε λίγη αὔρα ἀπ’ τήν Ἑλώνα, οἱ μοναχές καί στά πόδια σου τήν ἀποθέσανε. Πήρανε τή μοσχοβολιά τῆς Μαλεβῆς οἱ καλογριές σου, κι ἦλθαν λίαν πρωΐ νά σέ ἀλείψουνε, στολίζοντας μέ λουλούδια τό σεπτό Σκήνωμά σου. Ρούφηξαν τή δροσιά τοῦ Μυρτώου οἱ Τσάκωνες καί τοῦ Ἄστρους τόν μπάτη οἱ νέοι βλαστοί σου κι ἦρθαν νά σ’ ἀναστήσουνε μέ τῆς καρδιᾶς τους τή δροσιά. Πήραμε λίγες σταγόνες οἱ Ἱερομόναχοί σου ἀπ’ τά τίμια λείψανα τῶν Νεομαρτύρων Πολιούχων μας, κι ἤρθαμε νά ράνουμε τήν τιμία κάρα σου.
Τά λυγερόκορμα καμπαναριά τῶν Ἐκκλησιῶν σου δακρυσμένα, σάν ἐμβρόντητος δραματικός χορός, συνολικά περνοῦν ἀπό μπροστά σου, καληκέλαδοι ἀηδόνες, ν’ ἀφήσουνε τό τάμα τους. Ἦλθαν ἐδῶ μαζί μέ τούς κληρικούς σου οἱ ἅγιες τράπεζές σου, πού μύρωσες, πού καθιέρωσες, πού ἁγίασες νά χύσουν τήν ἀλόη καί τά σμύρνα πού τίς πλήρωσες, θυμίαμα ἁγνό στήν ταφή σου.
Ἤρθανε ἐδῶ τά παιδιά τῶν κατηχητικῶν σχολείων σου γιά νά ἀφήσουνε τή λύρα τῆς ψυχῆς τους νά συνθέση τή ραψωδία τῆς εὐγνωμοσύνης, στολισμένης μέ τοῦ ἁγνοῦ καρδιακοῦ ἀγροῦ τους τά κρίνα.
Ἦρθα κι ἐγώ Δεσπότη μου, μικρό παιδί κι ἀμούστακο πρίν εἴκοσι θαρρῶ χρόνια νά χτυπήσω τήν πόρτα τοῦ θρόνου σου, μέ φοβισμένο βλέμμα, μέ γόνατα τρεμάμενα καί σ’ ἄγγιξα, σ’ ἀγγίζω ἄρχοντά μου, νά μοῦ ζεστάνης- τί λέγω;- μοῦ ζέστανες τήν καρδιά, μέ ἀνέβασες, μέ ἔκανες στόμα σου.
Τῆς δικαιοσύνης Ἥλιε νοητέ καί μυρσίνη Σύ δοξαστική μή μέ ἐγκαταλείψης ποτέ, μή λησμονᾶς τήν ὀρφάνια μου, μή λησμονᾶς τή φτώχεια τοῦ προσώπου μου, σύ Δεσπότη μου!
Γιατί σ’ τά λέω ὅλα τοῦτα;
Εἶναι, ὁ δεύτερος λόγος πού τόλμησα γιά λίγο νά κλέψω τίς πρό τάφου στιγμές σου.
Ἀρχοντιά καί συγκατάβαση, μεγαλεῖο καί ταπείνωση, ὀμορφιά ψυχῆς καί εὐγένεια, ἁπλότης καί ἀριστοκρατία, νά ἡ ζύμη τοῦ προσφόρου σου, ἤ καλύτερα τῆς προσφορᾶς σου σ’ ὅλους μας!
Δεσπότη μου, μή σέ κουράζω, ὅρκο δίνω, δίνουμε καλύτερα ὅλα τά πνευματικά παιδιά σου: ποτέ στό βελοῦδο τῆς ψυχῆς μας πού στόλισες δέν θ’ ἀφήσουμε τόν μπάτη τῆς λησμονιᾶς νά σβήση τή γραφή σου. Ποτέ, Γεροντά μου, δέν θά πάρουμε τή ζωή μας λάθος, τῆς ἀχαριστίας τά βέλη ἀκονίζοντας καί τίς σειρῆνες τίς ὁμηρικές τοῦ συμφέροντος ποθώντας.
Τό ὄνομά σου μεγάλο, ἡ θωριά σου κυκλώπειος, ὁ θάνατός σου στιγμή ἀνάνηψης γιά ὅλους, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό χῶμα τῆς λεβεντογέννας Ἀρκαδικῆς γῆς πού θά σέ σκεπάση.
“ΚΥΡΟΥ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ,
ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΟΥ,
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!”