Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ ἐπώνυμο Βυζάντιος. Ἀφοῦ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὰ ὅρια τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Διὰ τῆς συντόνου ἀσκήσεως, τῆς ἄκρας ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε θερμὸς μύστης, ἔφθασε σὲ ὕψος τελειότητας καὶ δεχόταν τροφὴ ἀπὸ Ἄγγελο. Ὁ Ὅσιος, ποὺ ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴ νηπτικὴ φιλοσοφία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1310.
Συνεορτάζει μετὰ τῶν λοιπῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων τὴν Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, ἀναφερόμενος στὸ β’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς κοινῆς αὐτῶν Ἀκολουθίας.