Στο μέσο λοιπόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας προβάλλει τον Σταυρό, για να δώσει δύναμη στους χριστιανούς να συνεχίσουν τον πνευματικό τους αγώνα, που θα τους οδηγήσει στην χαρά της Ανάστασης. Τα λόγια του Κυρίου που ακούσαμε στο Ιερό Ευαγγέλιο, δεν μας υπόσχονται καλοπέραση ούτε έναν ανώδυνο τρόπο ζωής. Ίσως ακούγονται σκληρά στα αφτιά μας. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα την χάσει. Όποιος όμως χάσει την ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του Ευαγγελίου, αυτός θα την σώσει».
Η αιώνια ζωή είναι ο στόχος του κάθε ανθρώπου που έζησε και ζει πάνω στη γη. Οι άνθρωποι που δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό, αγωνίζονται συνειδητά ή ασυνείδητα, με διάφορους τρόπους να αποφύγουν τον θάνατο. Η συσσώρευση υλικών αγαθών, η επιδίωξη της διασημότητας, η ενασχόληση με φιλοσοφικές θεωρίες, η προσκόλληση σε μυστικιστικές πρακτικές, απώτερο σκοπό έχουν την επίτευξη κάποιας μορφής αθανασίας. Όμως, οι προσπάθειες αυτές κανένα αποτέλεσμα δεν έχουν, αφού δεν οδηγούν τον άνθρωπο στον μοναδικό νικητή του θανάτου, τον Χριστό. Η αιώνια ζωή παρέχεται μόνο από τον φιλάνθρωπο Θεό, που έγινε άνθρωπος και την χαρίζει σε όποιον τον ακολουθεί.
Ο Θεός «θάνατον οὐκ ἐποίησεν», μας λέγει η Αγία Γραφή, «φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» (Σοφ. Σολ. 1,13 και 2,24). Βέβαια όμως, εκτός από το διάβολο, ευθύνεται και ο άνθρωπος για τον ερχομό του θανάτου, γιατί προτίμησε να εμπιστευθεί τον εαυτό του και όχι τον Δημιουργό του που είναι η πηγή της ζωής. Ο Κύριος για το λόγο αυτό μας επισημαίνει. «Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει την (αιώνια) ζωή του; Ή τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος σαν
αντάλλαγμα για την (αιώνια) ζωή του;». Φυσικά και στις δύο ερωτήσεις η απάντηση είναι: «τίποτα». Με τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί η αιωνιότητα, η οποία ξεπερνάει όλες τις δυνατότητες κατανόησης του ανθρώπινου μυαλού.
Αυτός που θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό θα υποφέρει, είτε ζει σε περίοδο διωγμών είτε ειρήνης. Ο δρόμος της αμαρτίας είναι εύκολος, σε αντίθεση με τον δρόμο της αγιότητας. Αυτό το περιγράφει σαφέστατα ο Χριστός, «είναι πλατιά η πύλη και ευρύχωρος ο δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή και είναι πολλοί εκείνοι που μπαίνουν από αυτή. Είναι στενή η πύλη και στενόχωρος ο δρόμος, που οδηγεί στη ζωή και είναι λίγοι εκείνοι που τον βρίσκουν» (Μτ. 7,13-14).
Σε καιρό ειρήνης το να χάσει κανείς τη ζωή του για χάρη του Χριστού, σημαίνει να αποβάλλει το θέλημά του. Το να μη γίνεται το θέλημά μας ισοδυναμεί με μαρτύριο. Όλες οι διαμάχες δημιουργούνται, επειδή προσπαθούμε να επιβάλουμε τη θέλησή μας στους άλλους. Η εκούσια αποβολή του θελήματός μας είναι οδυνηρή, αλλά αυτή είναι που εγκωμιάζεται από τον Κύριο στον πρώτο μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 5,3).
Όταν όμως διώκεται η χριστιανική πίστη από κρατικούς φορείς, τα λόγια του Χριστού «όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα την χάσει», αποκτούν κυριολεκτική έννοια. Τα εκατομμύρια των μαρτύρων έχασαν την επίγεια ζωή τους, συχνά με φρικτό τρόπο, κερδίζοντας την αιώνια ζωή μέσα στη δόξα του Θεού. Αυτοί άκουσαν τα λόγια του Χριστού, «όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά τη μοιχαλίδα κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν κι ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους».
Η αιώνια ζωή δεν είναι μια αφηρημένη υπόσχεση για την μετά θάνατο κατάσταση. Για τους χριστιανούς, είναι μια βιωματική εμπειρία από αυτήν εδώ τη ζωή. Τα λόγια του Χριστού: «Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού», επαληθεύτηκαν στη ζωή πολλών αγίων μας, που είδαν με τα αισθητά μάτια τους το άκτιστο φως. Αλλά και όλοι εμείς, όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων ψάλλουμε: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». Αμήν.