Σκέψεις για το παρασκήνιο και τις συνέπειες της απόφασης της Εκκλησίας Κύπρου
Του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Τσέρνιχιφ κ. Ευστρατίου,
Εκπροσώπου της Μητροπόλεως Κιέβου
της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το τι συμβαίνει στην Κύπρο σήμερα, πρέπει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας μερικά βασικά πράγματα. Το οποίο και προτίθεμαι να κάνω για τους αναγνώστες μου.
1. Η Εκκλησία της Κύπρου είναι η τελευταία από τις υπάρχουσες Τοπικές Εκκλησίες, η αυτοκεφαλία της οποίας, όπως και των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, ανακηρύχθηκε από Οικουμενική Σύνοδο (την Γ΄ εν Εφέσω του έτους 431 μ.Χ.). Όλες οι άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες έλαβαν επιβεβαίωση του καθεστώτος τους έκτοτε με Τόμους του Οικουμενικού Πατριάρχη, επειδή κατά τη στιγμή της ίδρυσής τους δεν πραγματοποιήθηκαν Οικουμενικές Σύνοδοι. Επομένως, η Εκκλησία της Κύπρου, ανεπίσημα, έχει μια εξέχουσα θέση, αφού ανήκει στις «αρχαίες» και όχι στις «νέες» αυτοκεφαλίες. Και παρόλο που δεν έχει μεγάλη εδαφική δικαιοδοσία και αριθμό κληρικών και πιστών, λόγω ακριβώς της ιστορίας της και του σύγχρονου υψηλού επιπέδου ανάπτυξής της έχει βαρύνουσα θέση μεταξύ των Ελληνορθοδόξων Εκκλησιών, και γενικώτερα στον Ορθόδοξο κόσμο.
2. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β΄ είναι ένας ιδιαίτερα γνωστός και αξιοσέβαστος ιεράρχης, θεολόγος και λόγιος της Εκκλησίας. Το κύρος του βασίζεται όχι μόνο στο γεγονός ότι είναι Προκαθήμενος. Ορισμένες από τις ομιλίες και τις ενέργειές του σε βασικά ζητήματα της ζωής στον σύγχρονο Ορθόδοξο κόσμο το επιβεβαιώνουν. Οι θέσεις του είναι πάντοτε καλά τεκμηριωμένες, συνεπείς και προσεκτικές. Επομένως, η από μέρους του μνημόνευση του Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Επιφανίου δεν είναι ένα γεγονός τυχαίο ή υπαγορευμένο από την επιρροή συναισθημάτων, συνθηκών και προσώπων. Είναι ο καρπός μιας μακράς διαδικασίας προβληματισμού και διαβούλευσης.
3. Μετά την ανακήρυξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο των αποφάσεων σχετικά με το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα και τη χορήγηση του Τόμου Αυτοκεφαλίας, που είχε ως συνέπεια τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας από μέρους της Μόσχας, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κήρυξε κατ’ αρχάς «ουδετερότητα» και για πολύ καιρό ανέλαβε μια αποστολή διαμεσολάβησης με στόχο την επίτευξη κατανόησης ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο της Μόσχας. Για το σκοπό αυτό, και με τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος πραγματοποίησε μια σειρά συναντήσεων για διαβούλευση με τους Προκαθημένους των Τοπικών Εκκλησιών. Όμως, όλοι γνωρίζουν ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας δεν συμφώνησε σε κανένα διάλογο και συνέχισε να ενεργεί μόνο με τη γλώσσα των απειλών και των τελεσιγράφων.
Επιπλέον, μέσω της Συνάντησης του Αμμάν τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει «αντιπολίτευση» στον Οικουμενικό Πατριάρχη με το ενδεχόμενο μιας «εναλλακτικής Πανορθόδοξης συνάντησης» ενάντια στα προφανή κανονικά προνόμια του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Η Μόσχα δημιούργησε επίσης προβλήματα στις Τοπικές Εκκλησίες, επηρεάζοντας τις απόψεις ορισμένων ιεραρχών, μεταξύ άλλων και μέσω «γενναιόδωρων χορηγιών». Τόσο στην Εκκλησία της Ελλάδας όσο και στο Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας, πολλοί επίσκοποι παραπονέθηκαν ανοιχτά για την έντονη πίεση που δέχθηκαν από τη Ρωσική Εκκλησία. Το ίδιο συνέβη στην Κύπρο, όπου η πολιτική και οικονομική επιρροή της Ρωσίας είναι πολύ σημαντική. Ορισμένοι ιεράρχες διαμαρτύρονταν έντονα κάθε φορά που η Σύνοδος πρότεινε απόφαση για το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα. Όμως όλοι καταλάβαιναν, και κατανοούν ακόμη, ειδικά στην Κύπρο, τη φύση και τα κίνητρα τέτοιων αντιδράσεων.
Ως εκ τούτου, οι επιθετικές ενέργειες της Μόσχας κατά το τελευταίο ενάμισι έτος ενίσχυσαν την άποψη ότι δεν είναι πλέον δυνατός ο εποικοδομητικός διάλογος μαζί της και ότι η «ουδετερότητα» και η αναβλητικότητα δημιουργούν μόνο την εντύπωση της «αδυναμίας» στη Ρωσική Εκκλησία και την ενθαρρύνουν να συνεχίσει τις πιέσεις και τους εκβιασμούς.
Έτσι, ως υπεύθυνος Προκαθήμενος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αντιμετώπιζε στην πραγματικότητα το δίλημμα είτε να ενεργήσει για το συμφέρον και την ενότητα της Ορθοδοξίας ή, άθελά του, να βοηθήσει τη Μόσχα στους καταστροφικούς σκοπούς της. Ο Μακαριώτατος έκανε την επιλογή του: «Ενεργώ για το καλό ολόκληρης της Εκκλησίας, όχι για να ικανοποιήσω μερικούς ανθρώπους», είπε ο Αρχιεπίσκοπος, εξηγώντας τι είχε συμβεί. Τα λόγια του αυτά παρατίθενται από τα ελληνικά ΜΜΕ.
4. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια η Ρωσία έχει προβεί άμεσα και έμμεσα σε πολλές ενέργειες που έχουν προκαλέσει βαθιά αγανάκτηση στον ελληνικό εκκλησιαστικό και πολιτικό κόσμο. Στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, η ρωσική δραστηριότητα εντατικοποιήθηκε, εμφανίστηκε μια «ενορία», η οποία, αν και δεν ανήκει στη Ρωσική Εκκλησία, συνδέεται με τη Ρωσία και δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί χωρίς τη φανερή ή συγκεκαλυμμένη συγκατάθεση των ρωσικών αρχών. Το ζήτημα του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου είναι πολύ ευαίσθητο, και μια τέτοια ρωσική «δραστηριότητα» θεωρείται από πολλούς ως «φτύσιμο στο πρόσωπο».
Ήταν επίσης αδύνατο να παρατηρείται χωρίς ανησυχία η διαδικασία της ουσιαστικής «εξαγοράς» ορισμένων ιερών τόπων στην Κύπρο από Ρώσους ολιγάρχες, ή του σκόπιμου «εκρωσισμού» της εκκλησιαστικής ζωής και της διαρκούς παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας μέσω ιεραρχών που δέχονται «γενναιόδωρες χορηγίες» από τη Μόσχα. Οι Έλληνες θυμούνται πολύ καλά πώς στους χρόνους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας τη δύναμη, τα χρήματα και τους ανθρώπινους πόρους, η Ρωσική Εκκλησία «κατέκτησε» την Ορθόδοξη Ανατολή, συμπεριλαμβανομένων του Αγίου Όρους και των Αγίων Τόπων. Λίγοι θέλουν να επαναληφθούν εκείνοι οι χρόνοι όταν οι οικοδεσπότες έγιναν «φιλοξενούμενοι» στο ίδιο τους το σπίτι.
5. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, στην πραγματικότητα, στις αρχές Μαρτίου του τρέχοντος έτους, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανακοίνωσε τη σταθερή του πρόθεση να αναγνωρίσει τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Προφανώς, μόνο η πανδημία και οι σχετικές με αυτήν εσωτερικές προκλήσεις για όλες τις Εκκλησίες οδήγησαν στην αναβολή της επισημοποίησης μιας απόφασης που είχε ήδη ληφθεί από εκείνη την ώρα.
Πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι ένας από τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, στις 30 Νοεμβρίου 2019, κατά τη διάρκεια της Πατριαρχικής Λειτουργίας στο Φανάρι, συλλειτούργησε με Ιεράρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και είχε ευχαριστιακή κοινωνία μαζί του. Προφανώς, αυτό δεν ήταν ούτε «τυχαίο» ούτε «αυθόρμητο».
6. Η θέση της Ρωσίας σχετικά με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί καθώς και η ουσιαστική υποστήριξή της στην Τουρκία στις εδαφικές διαφορές της με την Ελλάδα και την Κύπρο υπονόμευσαν δραματικά την επιρροή της Μόσχας στο ελληνικό περιβάλλον. Αν για πολύ καιρό ο Πούτιν θεωρήθηκε από πολλούς ως «υπερασπιστής της Ορθοδοξίας», έχει πλέον καταστεί σαφές ότι αυτός και το Κρεμλίνο εκμεταλλεύονται μόνο τα ζητήματα της πίστης, αποκηρύσσοντας την «Ορθόδοξη αλληλεγγύη» όποτε βλέπουν πολιτικό κέρδος. Αυτό, επίσης, επηρέασε αναμφίβολα την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου να απομακρυνθεί από την «ουδετερότητα» και να δηλώσει σαφώς μια θέση υπέρ της διατήρησης της ενότητας της Ορθοδοξίας, η οποία θα πρέπει να προστατευτεί από τις ηγεμονικές επιθέσεις της Μόσχας.
7. Εάν τον Ιανουάριο του 2019 το μέλλον της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας φαινόταν ασαφές και αβέβαιο σε πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές και οι προπαγανδιστικές δηλώσεις της Μόσχας για ταχεία «κατάρρευση της νέας αυτοκεφαλίας» φάνταζαν αρκετά πιθανές, τώρα ο Ορθόδοξος κόσμος είναι όλο και περισσότερο πεπεισμένος ότι αυτό δεν συμβαίνει. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας έχει εδραιωθεί και ενισχυθεί, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι ένα «σχέδιο» συνδεδεμένο με πολιτικούς ή πρόσωπα, αλλά είναι πραγματικά η Τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, που υπάρχει και θα υπάρχει. Και αυτή η επιτυχής ανάπτυξη -που στάθηκε ικανή να υπερβεί μια σειρά από προκλήσεις, καθεμιά από τις οποίες αν και θα μπορούσε ενδεχομένως να καταστρέψει την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας αντιθέτως χρησίμευσε για να την ενώσει και ενδυναμώσει ακόμη περισσότερο- έγινε προφανώς το καθοριστικό επιχείρημα για τη λήψη της απόφασης από την Εκκλησία της Κύπρου να αναγνωρίσει τον Τόμο Αυτοκεφαλίας με όλες τις κανονικές συνέπειές του.
Ο αγώνας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της πληροφόρησης (σ.μ. ενν. απέναντι στην ανελέητη υβριδική προπαγάνδα της Μόσχας), θα συνεχιστεί, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι επίσημα πλέον οι 5 από τις 15 Τοπικές Εκκλησίες των Διπτύχων, δηλαδή το 1/3 του αριθμού τους, έχουν μια ενιαία θετική τοποθέτηση απέναντι στον Τόμο. Και όλες οι ενδείξεις είναι ότι αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί. Αυτό θα συμβαίνει έως ότου το Πατριαρχείο της Μόσχας μείνει μόνο του στην άρνηση της πραγματικότητας της ύπαρξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας ως Τοπικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Και κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, ο Πατριάρχης της Μόσχας θα μνημονεύσει στα Δίπτυχα το όνομα του Προκαθημένου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.