Τόν Νοέμβριο τοῦ περασμένου ἔτους 2019, ἡ Ἱερά Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου-Σκήτη Βερροίας προέβη στήν ἔκδοση τοῦ πρωτότυπου Βίου καί τῆς Πολιτείας ἑνός ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, στίς Γραφικές Τέχνες ≪Μέλισσα≫. Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ὁ Γαλησιώτης μέχρι στιγμῆς ἦταν γνωστός ἀπό μία διασκευή τοῦ Βίου του τοῦ 14ου αἰῶνος.
Ὁ Βίος πού παρουσιάζουμε εἶναι αὐτός πού συνέγραψε ὁ μαθητής τοῦ Ὁσίου Γρηγόριος, πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ Κελλαρίτη, τοῦ οἰκονόμου, θά λέγαμε, καί διαχειριστῆ τῆς Μονῆς. Αὐτός εἶναι καί ὁ ἀκραιφνής Βίος, ἀφοῦ γράφτηκε τόν Ἑνδέκατο αἰώνα, μετά ἀκριβῶς τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, ἀπό μαθητή πού ἔζησε μαζί μέ τόν Ὅσιο.
Τό πρωτότυπο Κείμενο τοῦ Βίου ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη ἐκδοτική πράξη. Ὀγκωδέστατος ὁ Βίος, ἐπεκτείνεται σέ 255 Κεφάλαια. Ἕνας δεύτερος τόμος ἀπαιτεῖται ὁπωσδήποτε γιά τόν ἐπί μέρους σχολιασμό τοῦ Βίου. Συνηθίζεται αὐτό, καί μάλιστα στίς ἡμέρες μας, ὥστε τά ποικίλα στοιχεῖα πού παρέχει τό κείμενο, νά καταστοῦν προσιτά καί κατανοητά ἀπό τόν σύγχρονο ἀναγνώστη.
Καί τό τρίτο τεῦχος αὐτῆς τῆς μελετώμενης ἐκδόσεως εἶναι τό μετά χεῖρας βιβλίο. Σ’ αὐτό περιέχεται ἡ προσπάθεια νά ἀποδοθεῖ στήν ὁμιλούμενη σήμερα μορφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Λαζάρου, ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Κελλαρίτη. Συμπεριλάβαμε καί λίγα εἰσαγωγικά στοιχεῖα στήν Εἰσαγωγή μας, τά Κεφάλαια Εἰσαγωγικά, βοηθητικά γιά τόν μέσο ἀναγνώστη.
Ἡ πλήρης Βιβλιογραφία θά ἀπαιτοῦσε ἰδιαίτερη ἔκδοση. Περιοριζόμαστε στά πλέον ἀπαραίτητα.
Στούς Συναξαριστάς, συναντῶνται οἱ ἑξῆς μνῆμες τοῦ ὁσίου Λαζάρου τοῦ ἐν τῷ Γαλησίῳ ἀσκήσαντος: Νοεμβρίου 7, ἀλλά καί Νοεμβρίου 10, σέ μερικά χειρόγραφα, ἡ Κοίμησις τοῦ Ὁσίου. Ἰουλίου 17/18 ἡ Ἀνακομιδή τῶν τιμίων αὐτοῦ λειψάνων. Ὀκτωβρίου 25 «ἡ ἀπό Κωνσταντινουπόλεως ἀνακομιδή τῆς τιμίας αὐτοῦ κεφαλῆς».
«Αὐτόν τόν μεγάλο ὅσιο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ὅσιο Λάζαρο τόν Γαλησιώτη, θέλει νά παρουσιάσει μέ τήν ἔκδοση τοῦ Βίου του ὁ πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας, ἀρχιμανδρίτης π. Πορφύριος Προδρομίτης, καί νά τόν συστήσει στούς εὐσεβεῖς ἀναγνῶστες πρός πνευματική τους ὠφέλεια.
Συγχαίροντάς τον γιά τό νέο αὐτό εὐλαβές ἐργόχειρο τῆς ἀγάπης του γιά τούς ἁγίους, εὔχομαι ταπεινῶς οἱ θεοπειθεῖς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Λαζάρου τοῦ Γαλησιώτου νά ἐνισχύουν καί νά στηρίζουν καί τόν πονήσαντα καί ὅσους ἐπικαλοῦνται τόν ὅσιο», γράφει στον Πρόλογό του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας Παντελεήμων.
Κλείνοντας τήν Εἰσαγωγή μας, θά θέλαμε νά ἀναφέρουμε τό ὅτι ἡ παροῦσα Μετάφραση ἄρχισε τό 1988 καί περατώθηκε τό 1990. Διαβάστηκε ὡς Ἀνάγνωσμα στήν Τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μετανοίας μας, τῆς Ἁγιορειτικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, σέ συνέχειες. Τότε ≪σχηματίστηκε≫ καί ἡ Εἰσαγωγή. Ἀπό τότε πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια. Γιά τόν λόγο αὐτόν, ζητοῦμε τήν κατανόηση τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώστη, γιά τό ὕφος τοῦ λόγου, τήν γλῶσσα, καί κυρίως γιά τίς ἐλλείψεις μας στήν βιβλιογραφία. Πέρασαν πολλά χρόνια. Κάποτε ἔπρεπε νά ἐκδοθεῖ. Μακάρι νά βρεθοῦν ἐρευνητές πού θά συμπληρώσουν τά ἐλλείποντα. Μακάρι νά ἐκδοθεῖ καί τό κείμενο τοῦ Βίου στό πρωτότυπο.
Εὐχαριστοῦμε, ἐν πρώτοις, τόν ὅσιο Λάζαρο, γιά τήν συναντίληψη στό πολύμοχθο αὐτό ἐγχείρημα. Ἀλλά εὐχαριστοῦμε καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κύριο κ. Παντελεήμονα, πού προλογίζει τήν παροῦσα ἔκδοση.
Εὐχαριστίες ὀφείλουμε στούς ἁγιορεῖτες Ἁγίους Καθηγουμένους Ἀρχιμανδρίτη κύριο Ἐφραίμ Βατοπαιδηνό καί Ἀρχιμανδρίτη κύριο Μεθόδιο Χιλιανδαρηνό, πού εὐλόγησαν τήν φωτογράφησι καί δημοσίευσι τοιχογραφιῶν τοῦ Ὁσίου ἀπό τίς ἱερές μονές των.
Οἱ θερμότερες εὐχαριστίες μας ἀνήκουν στήν ἱερά Ἀδελφότητα τῆς ≪Ἁγίας Λυδίας≫, ἡ ὁποία κυριολεκτικά ≪ἔχτισε≫ τήν μετά χεῖρας ἔκδοση.
Ἀφήνουμε τελευταῖα τήν ἀναφορά στόν σεπτό Γέροντά μας Ἀρχιμανδρίτη Αἰμιλιανό Σιμωνοπετρίτη, ὁ ὁποῖος καί μᾶς εἶχε ἀναθέσει ὡς ≪παραδιακόνημα≫ τίς μεταφράσεις Βίων Ἁγίων, ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο, πού βρίσκεται σέ παλαιές καί δυσεύρετες ἐκδόσεις. Ἡ Ἁγία πατρική του εὐχή νά μᾶς στηρίζει καί νά εὐλογεῖ τά τέκνα του. Στόν Γέροντα εἶναι ἀφιερωμένη καί ἡ ὅλη ἔκδοση.
Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ἄς φωτίζει τόν δρόμο μας.
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Βερροίας, 1η Σεπτεμβρίου 2019.
Ὁ παρών Βίος μᾶς μεταφέρει σέ ἕναν αἰῶνα μεγάλης ἀκμῆς τοῦ μοναχισμοῦ, καίτοι τά κοσμικά καί πολιτειακά πράγματα δέν ἦσαν στήν καλύτερη ἐποχή των. Ὅ,τι μᾶς παρουσιάζει εἶναι ἡ δρᾶση μιᾶς ἀδελφότητος δημιουργηθείσης καί κινουμένης περί τό πρόσωπο ἑνός γέροντος. Ὁ Ὅσιος Λάζαρος ἀνέβηκε στό Γαλήσιον ὄρος καί, δημιουργῶντας μία σειρά μοναστηριῶν μέ ἀλληλοεξάρτησι μεταξύ των, συνεκέντρωσε γύρω του, ἕνας αὐτός, περί τούς πεντακοσίους μοναχούς.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Λαζάρου τοῦ Γαλησιώτου, ὅπως τόν κατέγραψε ὁ μαθητής του Γρηγόριος, πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ κελλαρίτου, στό μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος, μᾶς δίνει μία πληρέστατη μορφή τῆς ζωῆς ἑνός στυλίτου καί ὄχι μόνο.
Τό κείμενο, μέ τήν φρεσκάδα τῆς ἀμέσου διηγήσεως, γραμμένο ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ χρόνο παροντικό, μέ τήν γλαφυρότητα κάποιου πού ἔζησε ὁ ἴδιος αὐτά πού διηγεῖται, μεταφέρει τόν ἀναγνώστη στό περιβάλλον γύρω ἀπό μία γεροντική μορφή, ἀπό τά μισά τοῦ 10ου ἕως τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ.
Σχεδόν ὅλη ἡ ἀδελφότης τῶν μοναστηρίων τοῦ ὁσίου παρελαύνει μέσα στίς γραμμές τοῦ κειμένου, καί παρουσιάζει ὁ καθένας μία ἄλλη πτυχή τῆς τόσο ζεστῆς καθημερινότητος μιᾶς μοναστικῆς πολιτείας.
Ἡ μορφή τοῦ βίου πού παρουσιάζουμε εἶναι μέχρι τώρα ἄγνωστη στήν ἑλληνική βιβλιογραφία, καί αὐτό αὐξάνει τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Λαζάρου τοῦ Γαλησιώτου, ὅπως τόν κατέγραψε ὁ μαθητής του Γρηγόριος, πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ κελλαρίτου, στό μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος, μᾶς δίνει μία πληρέστατη μορφή τῆς ζωῆς ἑνός στυλίτου καί ὄχι μόνο.
Τό κείμενο, μέ τήν φρεσκάδα τῆς ἀμέσου διηγήσεως, γραμμένο ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ χρόνο παροντικό, μέ τήν γλαφυρότητα κάποιου πού ἔζησε ὁ ἴδιος αὐτά πού διηγεῖται, μεταφέρει τόν ἀναγνώστη στό περιβάλλον γύρω ἀπό μία γεροντική μορφή, ἀπό τά μισά τοῦ 10ου ἕως τίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰ.
Βάσει τῆς θεολογίας τῶν ὑμνογράφων, ὅπως διακρίνεται μέσα στά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας κάθε στυλίτη, αὐτός εἶναι ὁ λύχνος ὁ ὁποῖος ἀνεβαίνοντας ἐπί τοῦ στύλου, τίθεται ἀκριβῶς ἐπί τῆς λυχνίας, καί μέ τήν ἄσκησή του κατατήκει καὶ λιώνει τό σῶμα ὥστενά καταστῆ φῶς15 πρός ὅσους προσέρχονται πρός αὐτόν.
Ἀκόμη στόν στυλίτη ἐπαληθεύει τό Παύλειο «θέατρον ἐγενήθημεν καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις»16, ἐφόσον ὅλες του οἱ ἐνέργειες καί οἱ πράξεις, ἀκόμη καί οἱ πλέον ἰδιωτικές καί προσωπικές, γίνονται πασίδηλες.
Συχνά πάλι ὁ στύλος θεωρεῖται ὡς ὁ σταυρός καί, τόσο ἡ ἀνάβασι τοῦ στυλίτη ὅσο καί ἡ κατάβασι τοῦ νεκροῦ πλέον σώματός του, εἶναι μία ἐθελούσια μίμηση ἐπακριβής τῆς σταυρώσεως καί τῆς ἀποκαθηλώσεως τοῦ Κυρίου.
Βασικό στοιχεῖο στήν ἄσκηση τοῦ στυλίτη εἶναι ἡ ≪στάσις≫, ὡς ≪στάσις προσευχῆς≫19. Ἡ συνεχής ὀρθοστασία κατά τό νυχθήμερο εἶναι κατ’ ἀρχάς μία προέκταση τοῦ στύλου, καί ἀνυψώνει ἀκόμη περισσότερο τόν στυλίτη, φέρνοντάς τον πιό κοντά στόν ἄϋλο Θεό20. Ἀλλά ἡ ὀρθοστασία, ὡς κατ’ ἐξοχήν σχῆμα γιά τήν προσευχή, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, δηλώνει τό ἀμετεώριστο τῆς προσευχῆς τοῦ στυλίτη. Εἶναι ἡ ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη στάση τοῦ νοός, ἐνώπιος ἐνωπίῳ, πού δηλώνεται μέ τήν στάση τοῦ φθαρτοῦ σώματος.
Δεύτερο σημεῖο στήν ἄσκηση τοῦ στυλίτη εἶναι ἡ ἀσιτία. Μία προοδευτική νηστεία, πού καταλήγει σέ ἀσιτία. Ὁ ἀγωνιζόμενος φτάνει στό ἀκραῖο σημεῖο – ὅριο νά τρέφεται μόνον μέ τήν θεία Κοινωνία. «Ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος», ὁ ἐν σώματι ἄγγελος, ὁ στυλίτης.
Ἔτσι ὁ τέλειος ἀγωνιστής καθίσταται πάμφωτος στήλη, ὁ στύλος ἐν ἐρήμῳ πού ὅλος φῶς ὁδηγεῖ τόν λαό του, μοναχούς καί λαϊκούς, ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν καί τόν ἔταξαν μεσίτη τους πρός τόν Κύριο.
Εἶναι ὁ στυλίτης ἕνας ἐν σώματι ἄγγελος, ἕνας νοερός ὀφθαλμός, ὁ ὁποῖος καθαρίστηκε τελείως ἀπό πάθη ψυχῆς καί σώματος, καί παραμένοντας ἐπάνω στόν στύλο βρίσκεται πιό κοντά στούς ἀσωμάτους ἀγγέλους μέ τούς ὁποίους ἐξομοιώνεται, γιά νά πετάξη πιό εὔκολα πρός τόν θρόνο τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὥρα τοῦ τέλους του – τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πού εἶναι γι’ αὐτόν ἡ μοναδική ἐπιθυμία καί τελεία ἔφεση.
Οἱ κίνδυνοι, τέλος, στούς ὁποίους ἐκτίθεται ἕνας στυλίτης, ἀσκούμενος ἐπάνω στόν στύλο, σέ ὕψος συχνά δεκάδων μέτρων, εἶναι ἀμέτρητοι καί ἀπίστευτοι. Κατ’ ἀρχάς, οἱ φυσικές δυσκολίες τοῦ σώματος πού μένει ὄρθιο καί ἀκίνητο. Τά ἄκρα κοκκινίζουν, μελανιάζουν καί, τέλος, σαπίζουν καί γεμίζουν σκουλήκια. Ἡ φυσική νύστα θολώνει τόν νοῦ. Ἀλλά ὁ ἀθλητής ὑπομένει γενναίως. Οἰ ἀντιξοότητες τῆς φύσεως, οἱ καιρικές μεταβολές, εἶναι καί αὐτές ἀφάνταστες. Εἶναι ἐκτεθειμένο τό σῶμα, ἐφόσον τίς περισσότερες φορές οἱ στύλοι δέν ἔχουν στέγη, στό κρύο καί τήν ζέστη, τόν ἥλιο καί τόν καύσωνα, τήν βροχή καί τό χιόνι, νύκτα καί ἡμέρα, γιά πολλές δεκαετίες, συχνά χωρίς τήν παραμικρή μετακίνηση.
Καί τέλος, πόλεμος ἀνύστακτος μέ τούς δαίμονες, ἐναντίον τοῦ νοός καί τοῦ σώματος τοῦ ἀσκητῆ. Ἀλλά αὐτός ὑπομένει, ἐπιμένει καί νικᾶ, ἐκνευρίζοντας κάθε προσβολή καί ἐπίθεση ἐναντίον του. Καί ἔτσι οἱ ἄγγελοι παραλαμβάνουν μία ψυχή ἐξαγνισμένη, καθαρή καί τελεία καί ὡς ὅμοια μέ αὐτούς τήν προσφέρουν καί τήν παραδίδουν στόν δίκαιο κριτή.
Συνοπτικός Βίος τοῦ Ὁσίου Λαζάρου
Ὁ Γρηγόριος Κελλαρίτης, ὅπως δηλώνει μέ τόν τίτλο τῆς συγγραφῆς του, παρουσιάζει τόν βίο, τήν πολιτεία καί τήν ἄσκησι τοῦ ὁσίου Λαζάρου, τοῦ γέροντός του. Εἶναι προφανής ἡ ἔννοια τῆς λέξεως ≪ἄσκησις≫, ὁ τρόπος δηλαδή τῆς κατά Χριστόν τελειώσεως, αὐτό πού δηλώνεται μέ τό τρίπτυχο ≪νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή≫.
Μέ τήν λέξι ≪πολιτεία≫ δηλώνεται κυρίως ἡ συναναστροφή τοῦ ὁσίου μέ τούς ἀνθρώπους καθώς καί οἱ ἁγιοπνευματικές του δυνάμεις, πού ἀπέκτησε διά τῆς ἀσκήσεως. Ὡς βίος τέλος εἶναι οἱ διάφορες φάσεις τῆς ἡλικίας τοῦ περιγραφομένου ἀνδρός. Ἔτσι μέ τίς τρεῖς τῆς ἐπικεφαλίδος λέξεις, δίνεται σύνολη ἡ μορφή τοῦ ὁσίου.
Ἀπό τά 255 κεφάλαια τοῦ Βίου πού ἐξεδόθησαν στά Acta Sanctorum Novembris, ἐνῶ εἶναι ἐμφανῆ μερικά χάσματα στό πρωτότυπο κείμενο, σχεδόν 80 μόνον ἀναφέρονται στόν ≪Βίον≫ τοῦ ὁσίου. Γενικῶς οἱ συναξαρισταί δέν δείχνουν μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά νά καταγράψουν τήν φυσική ζωή τοῦ εἰκονογραφουμένου ἀπό αὐτούς προσώπου. Τό βάρος τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων πέφτει συνήθως στήν ≪πολιτεία καί τήν ἄσκησι≫ τῶν ἁγίων.
Λόγω τῆς μικρῆς σχετικά ἀναφορᾶς στόν Βίο, ἀλλά κυρίως ἐπειδή τά στοιχεῖα δέν εἶναι συγκεντρωμένα ἀλλά διάσπαρτα σέ κεφάλαια πού συχνά πολύ ἀπέχουν μεταξύ τους, εἶναι προφανῶς ἀπαραίτητη μία σύνταξί των, ἀπό τήν γέννησι ὥς τό τέλος τοῦ ὁσίου.
Σέ ἕνα χωριό τῆς Μαγνησίας, κοντά στόν Μαίανδρο ποταμό γεννήθηκε τό 968 ὁ Λέων, πέμπτο κατά σειράν τέκνο τοῦ Νικήτα καί τῆς Εἰρήνης. Ἐκτός τοῦ Ἰγνατίου, τοῦ μικροτέρου πιθανῶς, πού ἀργότερα ἔγινε ἡγούμενος τοῦ Γαλησίου, δέν ἀναφέρεται τίποτε γιά τά ἄλλα ἀδέλφια τοῦ ὁσίου. Οἱ μετρίας οἰκονομικῆς καταστάσεως γονεῖς, ≪ἐκ τῶν ἰδίων χειρῶν ποριζόμενοι τήν τροφήν≫, φρόντισαν νά δώσουν ἀνάλογη παιδεία στόν υἱό τους, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν γέννησί του παρουσίασε ὑπερφυσικά χαρίσματα. Φῶς οὐράνιο, πού γέμισε ὅλο τό σπίτι, ἔλαμψε μόλις γεννήθηκε, ἐνῶ ὁ ἴδιος, νεογέννητο βρέφος, βρέθηκε στραμμένος πρός ἀνατολάς μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στῆθος σέ στάσι προσευχῆς.
Ὁ ἐκ μητρός θεῖος του Ἠλίας μοναχός, προεστώς τῆς μονῆς τῶν Καλαθῶν, τῆς περιοχῆς τῆς πατρίδος των, παροτρύνει τούς γονεῖς νά προσέξουν ἰδιαιτέρως τόν μικρό Λέοντα, γι’ αὐτό καί ἀπό ἕξι σχεδόν ἐτῶν τοῦ προσφέρουν ὅλη τήν μόρφωσι τῆς ἐποχῆς, φοιτῶντας σέ νοταρίους διαδοχικά στά μοναστήρια τῆς περιοχῆς, τῶν Ὀρόβων, τοῦ Στροβηλίου καί τῶν Καλαθῶν τοῦ θείου του. Πολύ ἐλεήμων ὁ Λέων, ἀγαπάει τά ἐκκλησιαστικά βιβλία καί εἰσάγεται στό πνεῦμα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Δεκαεπτά ἐτῶν φοράει μόνος του μοναχικά ἐνδύματα, ἀλλά βρίσκει πολλές δυσκολίες. Ὕστερα ἀπό ἕξι μῆνες φεύγει κρυφά ἀπό τούς οἰκείους του ὡς προσκυνητής γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Στόν δρόμο κοντά σέ ἕναν στυλίτη ἐνδύεται πάλι τά μοναχικά χωρίς κουρά, καί συνεχίζει τόν δρόμο του. Ἡ πορεία του εἶναι πλήρης ἀγαθοεργιῶν καί ἐναρέτου διαγωγῆς.
Πρός τούς Ἁγίους Τόπους ἀκολουθεῖ τά μεγάλα προσκυνηματικά κέντρα τοῦ καιροῦ του, μέ πρῶτο του σταθμό τόν ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ στίς Χώναις. Κοντά στήν Ἀττάλεια σταματάει λόγῳ περιπετειῶν σέ ἕνα μοναστήρι τῆς ἐπισκοπῆς Φιλητοῦ, ὅπου ὑποτάσσεται στόν ἐνάρετο προεστό, καί γίνεται μικρόσχημος μοναχός μέ τό ὄνομα Λάζαρος.
Μετά τήν κοίμησι τοῦ γέροντός του ἐγκλείεται σέ σπήλαιο, ὅπου σύν τῷ χρόνῳ δημιουργεῖ μικρό μοναστήρι καί ἑξαμελῆ ἀδελφότητα, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐγχωρίου ἐπισκόπου. Εἶναι μόνον εἴκοσι ἐτῶν.
Ὁ κόσμος καί ἡ σύγχυσι πού ἄρχισε γύρω ἀπό τό ὄνομά του καί τό μοναστήρι τοῦ θυμίζουν τόν προορισμό του, μέ ἕναν μόνο ὀλιγοχρόνιο σταθμό στήν Ἀντιόχεια.
Στό τέρμα τῆς πορείας του τά Ἱεροσόλυμα μέ τά πολλά καί μεγάλα προσκυνήματα. Στόν πανίερο ναό τῆς Ἀναστάσεως σχετίζεται μέ τόν ἀρχιδιάκονο, τῇ συνεργείᾳ τοῦ ὁποίου συγκαταριθμεῖται στούς μοναχούς τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα. Ὁ πόθος τῆς γνωστῆς κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνήθειας νά ἀσκητεύουν οἱ μοναχοί στήν ἔρημο, τόν βγάζει, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, ἀπό τό μοναστήρι, γι’ αὐτό καί διωγμένος καταφεύγει στήν Λαύρα τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Πάλι μέσῳ τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ἐπανέρχεται στόν ἅγιο Σάββα καί ὁ ἡγούμενος, ἀναγνωρίζοντας τήν πνευματική του πρόοδο, τόν κείρει μεγαλόσχημο γιά νά τόν στείλει στόν Πατριάρχη ἐν συνεχείᾳ, ὁ ὁποῖος τόν χειροτονεῖ διάκονο καί ἱερέα.
Ἀσκούμενος κάποτε σέ ἔρημο μέρος, ἀκούει φωνή πού τόν καλεῖ νά ἐπιστρέψη στήν πατρίδα του, ἐνῶ τήν ἴδια ἐποχή οἱ Ἀγαρηνοί ἐπαναστατοῦν καί καταστρέφουν τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτό ἀνάγκασε πολλούς μοναχούς νά φύγουν ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους. «Τότε δή καί οὗτοι ἀπάραντες ἐκ τῶν ἐκεῖσε, οἱ τοῦ κόσμου φωστῆρες καί τῶν θείων ἀποστόλων μιμηταί, ἐπί τά τῆς Ρωμανίας κλίματα ἄλλος ἀλλαχοῦ διεσπάρησαν. Καί γίνεται καί ἐπ’ αὐτοῖς, ὥσπερ πάλαι ἐπί τῶν ἀποστόλων ἡ τοῦ Στεφάνου ἀναίρεσις, αἰτία τῆς εἰς τόν σύμπαντα κόσμον διασπορᾶς» (κεφ. 19), σημειώνει ὁ συναξαριστής.
Ἔτσι ὁ Λάζαρος, μέ τόν φίλον του μοναχό Παῦλο, φεύγουν μέ σκοπό τό ἄλλο μεγάλο προσκύνημα, τήν Ρώμη ὅπου οἱ τάφοι τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Φτάνουν στήν Τιβεριάδα, προσκυνοῦν στό Θαβώρ, συνεχίζουν γιά τήν Δαμασκό καί ἀπό ἐκεῖ γιά τήν Τρίπολι. Στήν συνέχεια μέ τά πόδια ἔρχονται στήν Λαοδίκεια ὅπου καί χωρίζουν, ὁ Παῦλος γίνεται στυλίτης καί ὁ Λάζαρος συνεχίζει γιά τήν Ἀντιόχεια. Προσκύνησε στόν Στύλο τοῦ ἁγίου Συμεών στό Θαυμαστό ὄρος καί μέσῳ Κιλικίας φθάνει στήν Καππαδοκία γιά νά προσκυνήση τόν ναό τοῦ ἁγίου Βασιλείου στήν Καισάρεια. Εὐχάϊα μέ τόν ἅγιο Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη καί Εὐχάϊτα μέ τόν Τήρωνα καί Χώναις εἶναι οἱ τελευταῖοι σταθμοί, μέχρι νά καταλήξη στήν Ἔφεσο στόν ναό τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Μέ τήν μητέρα του συναντήθηκε στό μοναστήρι τῶν Ὀρόβων, ἀλλά δέν πῆγε στό πατρικό του σπίτι. Ἔμεινε γιά λίγο στό μοναστήρι τῆς Θεοτόκου τοῦ Ἀππίονος, στήν περιοχή, καί, ἀναζητῶντας τόπο ἀναπαύσεως, βρίσκει τό μοναστηράκι τῆς Ἁγίας Μαρίνης στό Ὄρος Κουμαρών. Ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ ἡ ἀνάβασι πρός τό Γαλήσιον, ὑποβάλλοντας διαδοχικά καί σκληρότερη ἄσκησι, ἀποφασίζοντας τόν στυλίτη βίο.
Ἑπτά χρόνια στήν Ἁγία Μαρίνα ζεῖ ὡς στυλίτης καί σιδηροφόρος. Ἡ ὄχλησι τοῦ κόσμου, συνδυασμένη μέ κάποια ἐσωτερικά προβλήματα τῆς ἀδελφότητος, στήν οὐσία ὅμως ἡ συνεχής αὔξησι τῆς ἀσκήσεως, τόν ὁδηγοῦν στό κατάλληλο ἀντικρινό ὄρος, τό Γαλήσιον. Μέχρι τότε στό Γαλήσιον εἶχαν ἀσκητέψει δύο ὅσιοι, ὁ Παφνούτιος ὁ Ἀθηναῖος καί ἕνας ὁσίως τελειωθείς βοσκός. Μέ τήν εὐλογία ἑνός στυλίτη τῆς περιοχῆς ἀρχίζει ἡ ἀνάβασι στό ὄρος. Πρῶτος σταθμός ἑξάμηνο διάστημα στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου, μέ σκοπό τήν καλύτερη διάγνωσι τοῦ ὄρους. Ὁ μητροπολίτης Ἐφέσου τόν ἀναγκάζει νά γυρίση στήν Ἁγία Μαρίνα, γιά λίγο ὅμως. Αὐτός κρυφά κτίζει τόν πρῶτο στύλο, τοῦ Σωτῆρος, ὅπου θά ζήση γιά δώδεκα χρόνια.
Πάλι ἐσωτερικές διχοστασίες τῆς ἀδελφότητος τόν ≪ἀναγκάζουν≫ νά ἑτοιμάση τόν μέγα στύλο, τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου θά ζήση τά ὑπόλοιπα χρόνια του.
Στό τέλος τῆς ζωῆς του, ὀκτώ μόνον ἡμέρες πρό τοῦ τέλους του, συντάσσει τήν Διατύπωσίν του, ἕνα ἔγγραφο πού περιεῖχε τήν αὐτοβιογραφία, τό Τυπικό καί τήν Διαθήκη του, πράξι ἀπαραίτητη γιά νά μποροῦσε νά συνεχιστῆ ὁμαλά ἡ ζωή στό Γαλήσιον. Λίγες ὧρες πρίν κοιμηθῆ, τήν ὑπογράφει γιά νά εἶναι ἔγκυρη. Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος Μονομάχος καί ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος ἐπικύρωσαν τό ἔγγραφο.
Καί τήν Κυριακή, ἑπτά Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1054, ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Λάζαρος, ἀφήνοντας ὡς διάδοχο ἡγούμενο τόν ἀδελφό του Ἰγνάτιο.
Ἄν γενικῶς ὁ βίος τῶν μοναχῶν καλεῖται καί εἶναι ἡ ἐπίγειος ἀγγελική πολιτεία, πολλῷ μᾶλλον αὐτό ἐπαληθεύει στούς μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς περιπολεύοντες στυλίτες. Δέν εἶναι μόνον οἱ ὑπερουράνιες ἀρετές τοῦ στυλίτου, εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ αἰθεροβάμων στύλος πού ἀνυψώνει τόν ἀσκητή καί τόν καθιστᾶ τηλεβόα σάλπιγγα τῶν δικαιωμάτων τοῦ Θεοῦ γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων, διά τῆς μοναδικῆς πολιτείας.
Ὁ ὅσιος Λάζαρος οὔτε περιφανοῦς ἐξαιρετικά καταγωγῆς ἦταν οὔτε ἰδιαίτερες σχέσεις μέ τήν Βασιλεύουσα διέθετε. Ἀντιθέτως προσπαθοῦσε νά διακόψη κάθε καπηλευτική προφητεία πρός τούς τότε ἰσχυρούς, πού δυνατόν νά δημιουργοῦνταν στό Γαλήσιον. Ἦταν ἀληθής προφήτης. Παρελάμβανε δηλαδή τό βούλημα ἀπό τόν ἐν ὑψηλοῖς κατοικοῦντα Θεό καί τό μετέφερε αὐτούσιο στούς ἀνθρώπους, καί δέν ἐπεκάλυπτε τίς ἀνθρώπινες ἀρέσκειες καί διαθέσεις μέ δῆθεν θεία ἀποκάλυψι. Καί ὅπως ἐν Κυρίῳ καυχᾶται, λέει ὅτι παρέλαβε τό ὄρος «ἄσημον καί κατάξηρον καί, ἀφανές πρίν τοῖς πᾶσι, κατάδηλον καί γνώριμον τοῦτο ἐποίησε» (κεφ. 62).
Πράγματι πρίν τόν ὅσιο Λάζαρο, τό Γαλήσιον ὄρος ἦταν τελείως ἄγνωστο. Μόνον δύο ἤ τρεῖς ἀσκητές φιλοξένησε ὡς τόπος καταδίκης καί θανάτου πικροῦ παρά ὡς ζείδωρο νάμα πηγῆς χριστοφιλοῦς ἀδελφότητος. Τό Γαλήσιον, ὅπως περιγράφεται στά ἁγιολογικά κείμενα – βίος ὁσίου Λαζάρου, ὁσίου Μελετίου, ἁγ. Ἀθανασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως – καί σέ χρυσόβουλο τοῦ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, ἦταν τελείως ἄγονο καί κατάξηρο, γι’ αὐτό ἀφ’ ἑνός δέν κατοικήθηκε συστηματικά καί ἀφ’ ἑτέρου ἐπελέγη ἀπό τόν ὅσιο Λάζαρο ὡς καταλληλότατο γιά τήν ἵδρυσι μοναστηρίων καί τήν ἄσκησι τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Χρονολογικός Βί0ς τοῦ Ὁσίου Λαζάρου
968 Γέννησις τοῦ Ὁσίου.
970 Βασική ἐκπαίδευσις, τριετής, ἀπό Γεώργιον Νοτάριον
στήν Μονή τοῦ Ὀρόβου.
974 ᾽Εκπαίδευσις ἀπό Λεόντιον πρεσβύτερον, Γραμματι-
στήν.
980 Μέ τόν θεῖον του Ἠλία μοναχόν στήν Μονή τῶν Κα-
λαθῶν.
982 Μαθητεία στόν Νικόλαο Νοτάριο, στήν Μονή Στρο-
βηλίου.
985/6 Ἀναχώρησις ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Στροβηλίου.
17/8 ἐτῶν ρασοφορία ἀπό στυλίτη τῆς περιοχῆς.
Ἀναχώρησις πρός Ἔφεσον-Χῶνες.
986 Ἀττάλεια. Μικροσχημία – ἀλλαγή ὀνόματος ἀπό Λέων
σέ Λάζαρος.
990-999/4 Ἵδρυσις εὐκτηρίου στήν ἐπισκοπή Φιλητοῦ. 6+1
Μοναχοί.
993/4 Ἀναχώρησις διά Ἁγίους Τόπους.
Ἱεροσόλυμα – Μονή ἁγ. Σάββα – Μονή ἁγ. Εὐθυμίου.
Μεγαλοσχημία.
Χειροτονία διακόνου, ἱερέως.
1005/6 Ἐπιστροφή πρός τήν πατρίδα.
Ἵδρυσις Μονῆς ἁγίας Μαρίνης-Στύλος ἁγ. Μαρίνης.
1013/14 Στύλος τοῦ Σωτῆρος – ἵδρυσις ὁμωνύμου Μονῆς.
1026 Ἄνοδος εἰς τόν Στύλον τῆς Θεοτόκου-ἵδρυσις Μονῆς.
1042 Στύλος Ἀναστάσεως – Μονή τῆς Ἀναστάσεως.
1045 Ἵδρυσις Μονῆς τῶν Βεσσῶν.
7 Νοεμβρίου 1054 Μακαρία Κοίμησις τοῦ ὁσίου Λαζάρου.
Τόν βίο τοῦ Ὁσίου Λαζάρου, στήν πληρέστερη μορφή, μᾶς τόν παρέδωσε ὁ μαθητής καί μοναχός του Γρηγόριος, πού εἶχε τό διακόνημα τοῦ Κελλαρίτου. Ὁ βιογράφος αἰσθάνεται τόν Γέροντά του ζωντανό, πνευματοφόρο, ἅγιο. Δέν ἔχει σκοπό νά καταγράψη τήν ἐποχή του, μέ τά διάφορα πολιτιστικά, οἰκονομικά καί πολιτειακά δεδομένα οὔτε νά μεταφέρει τόν κοσμικό ἀέρα στό ἀπόκοσμο Γαλήσιο, δέν γράφει ἱστορία. Καταγράφει ὅμως τήν πορεία τοῦ πατρός του, στηλογραφεῖ γιά τούς ἐπερχομένους τήν μορφή του, ἐνισχύοντας τόν ἐνθουσιασμό τοῦ ἀκροατῆ ἤ τοῦ ἀναγνώστη, παραδειγματίζοντάς τον στήν ὀρθόδοξη πίστι. Ἔτσι ὁ βίος ἀποδεικνύεται «πάμφωτος εἰκών ἐπί τῆς ὁποίας δέν πίπτει καμία σκιά καί ἀδιατάρακτος ἐξαπλοῦται ἡ ἀνταύγεια τοῦ φωτός».
Δέν μποροῦμε νά ὁμιλήσουμε γιά ἕνα κείμενο ἄρτιο φιλολογικά, γραμμένο ἀπό κάποιον μέ ἰδιαίτερες συγγραφικές ἱκανότητες. Ὁ λόγος εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἐπαναλήψεις, συντακτικά ἀνακόλουθα, ἤ γραμματικές δυσκολίες. Ἀλλά μήπως ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου δέν διακρίνεται γιά τήν ἁπλότητα καί τίς ἐπαναλήψεις τῶν ἰδίων λέξεων; Δέν ἐνδιαφέρεται ὁ Γρηγόριος γιά καλλιέπεια καί ὀξυδερκῆ γραμματικά σχήματα. Καταγράφει τήν ζωντάνια τῆς καθημερινότητος πέριξ τοῦ ἱεροῦ στύλου, τοῦ τηλαυγοῦς ἄμβωνος τοῦ θείου λόγου. Γιά τόν λόγο αὐτόν καί στήν μετάφρασι οἱ συχνά πολυπληθεῖς μετοχές ἀποδίδονται κατά παράταξιν, γιά νά τονιστῆ αὐτή ἡ ζωντανή ἔκφρασι τοῦ συγγραφέως.
Τό συναξάρι αὐτό, συναγωγή τῶν καθημερινῶν πράξεων, θαυμάτων καί λόγων τοῦ Γέροντος, ἀπαύγασμα τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρός τόν ὅσιο, μπορεῖ νά θεωρηθῆ ἀπό τά πληρέστερα τοῦ εἴδους του, στήν κατηγορία τῶν βίων τῆς Μικρασιατικῆς περιοχῆς, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τῶν ἄλλων τεσσάρων κατηγοριῶν, κατά τόν Κρουμπάχερ.
Περίπου ἑκατό μοναχοί, ἐπώνυμοι Γαλησιῶται, καί περί τίς δέκα μοναχές τῆς ἀδελφότητος τοῦ ὁσίου, ξεχωριστά ἀπό τό πλῆθος τῶν λαϊκῶν καί κοσμικῶν, ἐπιφανῶν ἤ ἀσήμων, καταθέτουν ὁ καθένας τήν προσωπική του μαρτυρία γιά τήν πολιτεία τοῦ πατρός. Καί μέ πόση φροντίδα ὁ βιογράφος συγκεντρώνει, σταχυολογεῖ, διασταυρώνει, διακρίνει, καταγράφει καί μνημονεύει, ἀπαθανατίζοντας τά περιστατικά, προσέχοντας πολύ νά μή παρεισφρύση μῶμος ἤ ψεγάδι στήν πάγκαλο εἰκόνα τοῦ εἰκονογραφουμένου προσώπου. Ἀπό ὅταν ἦτο λαϊκός (κεφ. 75) ὀξύνει τήν πέννα του καί καταγράφει συνεχῶς τίς διηγήσεις. Παραθέτει ὅμως μόνον ὅσα στοιχεῖα καταθέτουν ζῶντες μάρτυρες, ὥστε ἀνά πᾶσαν στιγμή νά ἐλέγχωνται τά δεδομένα (80).
Γιά τήν νεαρή ἡλικία τοῦ ὁσίου, ἡ πιό σίγουρη πηγή εἶναι ὁ πρεσβύτερος καί μοναχός Λεόντιος, ≪δάσκαλος τοῦ δημοτικοῦ≫ τοῦ ὁσίου, τοῦ ὁποίου ἡ σύζυγος ὑπῆρξε μαία στήν γέννησί του (2). Ἄλλοι περαστικοί διηγοῦνται τό δικό τους περιστατικό (74) καί ἄλλοι καταθέτουν γραπτῶς (84) τίς προσωπικές τους θαυματουργίες, ἰάσεις, προγνώσεις, προφητεῖες (80, 65, 93, 217). Βέβαια τήν πρώτη του μοναστική ἀδελφότητα τήν ἱδρύει ὁ ὅσιος εἴκοσι περίπου ἐτῶν, στήν περιοχή τῆς ἐπισκοπῆς Φιλητοῦ, καί ἔζησε κοντά τους ἑπτά ἔτη, πρίν τούς Ἁγίους Τόπους. Δέν φαίνεται ὅμως ἄν συνέχισε νά ἔχη καί ἀπό τό Γαλήσιον τήν πνευματική ἐπικοινωνία μαζί τους.
Τόν στυλίτη βίο τόν ἐγνώρισε ἀπό τήν νεαρή του ἡλικία (6). Καί σιδηροφόρος ἔζησε στόν στύλο τῆς ἁγίας Μαρίνης (31). Τρία διαδοχικῶς μοναστήρια ἐδημιούργησε στό Γαλήσιον, ἕνα ἀκόμη γυναικεῖο, καί ἕνα λίγο πιό μακριά στίς Βέσσες. Αὐτά, ὅπως ἐμφαίνεται στόν βίο, διευθύνονταν ἀπό τόν ≪κεντρικό ἡγούμενο≫, ὁ ὁποῖος ὥριζε τόν οἰκονόμο. Παράλληλα ὑπῆρχαν μετόχια τῶν Μονῶν κοντά ἤ πιό μακρυά ἀπό τό ὄρος, τά προάστεια (247), ὅπου συνήθως βρίσκονταν.
Ἀλλά γιά νά καταστῆ τό Γαλήσιον γνώριμο καί κατάδηλο, ὁ Λάζαρος ξενιτεύθηκε σέ ἡλικία δεκαεπτά ἐτῶν καί, μέ διαδοχικούς σταθμούς σέ μικρές ἤ μεγαλύτερες μοναστικές κοινότητες καί προσκυνήματα, ἔφθασε στήν Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα καί τίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, ἀπό ὅπου καί ἐπέστρεψε, ≪ὅπως ἡ περιστερά στήν κιβωτό τοῦ Νῶε≫, στήν πατρίδα του καί δημιούργησε τά Μοναστήρια στό Γαλήσιο. Αὐτή ἡ προσκυνηματική πορεία στήν πραγματικότητα πρέπει νά θεωρηθῆ ὡς μία ἐκπαίδευση ἤ προπαίδευση τοῦ Λαζάρου, γιά νά ἐπιδοθῆ στήν σελασφόρα στυλιτική ζωή στό κατάξερο Γαλήσιο.
Ἀφιερώματα φιλοσίων πλουσίων. Ὅλα ἐν ὅσῳ ζοῦσε ὁ ὅσιος διευθύνονταν «κατ’ εὐχήν καί παραγγελίαν» τοῦ ἰδίου.
Τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί ἄλλοι μοναχοί τῆς μεγάλης ἐκείνης μοναχικῆς ἀδελφότητος, πού ἀριθμοῦσε περί τά τριακόσια μέλη (79), εἶχαν καί ἄλλα συγγενικά πρόσωπα κοντά τους ὡςμοναχούς ἤ μοναχές. Ὁ ἴδιος ὁ πατήρ εἶχε, ≪ἐκ νεαρᾶς εἰσέτι ἡλικίας≫ τόν δραπετεύσαντα ἀπό τήν μητέρα του Ἰγνάτιο, ἀλλά καί ἡ μήτηρ ἀκολούθησε τά ἁρπαγέντα ὑπό τοῦ Κυρίου πρόβατα, ἡ μοναχή Εὐπραξία. Ὅλοι σχεδόν οἱ μεγάλοι στυλῖται εἶχαν καί τίς μητέρες τους μοναχές κοντά στούς στύλους. Μάλιστα συχνά αὐτές ἀνελάμβαναν, μέ τίς κατευθύνσεις τοῦ μεγάλου Γέροντος, τήν δημιουργουμένη, παράλληλα πρός τήν ἀνδρική, γυναικεία ἀδελφότητα. Ὁ μοναχός Λαυρέντιος ὁ Ἁλμυρηνός (73-74) εἶχε καί τήν μητέρα του μοναχή, εὐεργετημένοι καί οἱ δύο θαυματουργικῶς ἀπό τόν ὅσιο. Ὁ μοναχός Ἰγνάτιος ἦταν ἀνεψιός τοῦ μοναχοῦ Ματθαίου (45), ἐνῶ ὁ Ἰωάννης Ἀρδαγαστηνός τοῦ ὁμωνύμου μοναχοῦ θείου του. Ὁ δέ μοναχός Γρηγόριος, πατήρ τοῦ μοναχοῦ Κυρίλλου (49), ἦτο καί ἱερεύς. Καί ὁ Συμεών (201) εἶχε τήν κόρη του μοναχή. Περί τούς ἔξι ἐπωνύμους ἀναφερόμενους ἱερεῖς ἐπιτελοῦσαν τήν θεία Λειτουργία στό ἱερόν Γαλήσιον, ἐνῶ ἀναφέρονται περίπου εἴκοσι διαφορετικά διακονήματα τῶν ἀδελφῶν.
Τό ὅτι ὁ ὅσιος κατεῖχε καλά τήν γενική παιδεία τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ ἔγινε νοτάριος (30), τόν βοήθησε, μέ τήν φώτισι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἐπαναφέρει ὁλόκληρες περιοχές αἱρετικῶν στήν ὀρθή πίστι (112-115) ἀλλά καί Ἰουδαίους ἤ Μωαμεθανούς νά κατηχήση στόν Χριστιανισμό.
Πέρα ἀπό τόν ἴδιο τόν ἅγιο Λάζαρο, ἀναφέρονται καί ἄλλοι στυλῖται στήν περιοχή τῆς Ἐφέσου καί τό Γαλήσιον. Ὁ στυλίτης ἀπό τόν ὁποῖο, δεκαεπτά περίπου ἐτῶν, δέχθηκε τήν ρασσοφορία (4), ὁ στυλίτης τῆς Πέτρας (41), ἡ στυλίτης μέ τήν ὑπεράνθρωπη ἄσκησι (59). Ἀλλά καί μαθηταί τοῦ ὁσίου ἔζησαν ὡς στυλῖται, περιοδικά ἤ μονίμως.
Τέλος στόν μεγάλο αὐτόν Βίο παρέχεται πλῆθος στοιχείων γιά τήν γεωγραφία τῆς περιοχῆς καί τῶν τόπων, ἀπό ὅπου διῆλθε ὁ ὅσιος, καί τήν ἱστορία τῆς ἐποχῆς του. Ὅλα αὐτά ὡς συμπληρώματα ἁπλῶς τοῦ πεδίου, στό ὁποῖο λάμπει μετέωρος ὁ θεῖος Λάζαρος.
Μία ἡμέρα πρίν ἀπό τήν Σύναξι τῶν Ἀρχαγγέλων, τήν ἑβδόμη Νοεμβρίου, ὁ ὅσιος Λάζαρος ἐκοιμήθη, καί τήν ἴδια ἡμέρα τιμᾶται ἡ ἱερά μνήμη του. Ἦταν, ὅπως βεβαιώνει ὁ συναξαριστής του, ἰδιαίτερη εὔνοια τῶν Ἀρχαγγέλων αὐτή, τήν πανήγυρι τῶν ὁποίων «ἐξόχως καί διαφερόντως ὑπέρ τάς τῶν ἄλλων ἁγίων ἐτίμα καί διά πολλοῦ πεποίητο τοῦ σεβάσματος» ὁ πατήρ καί κατά τόν ἐπίγειο βίο του ἐμιμήθη τήν ἀσώματη διαγωγή καί πολιτεία των.
Ἐσωτερική δομή τοῦ κειμένου κατά κεφάλαια
Πρόλογος κεφ. 1.
Πρώτη ἡλικία τοῦ ὁσίου 2-5.
Πρῶτοι μοναχικοί ἀγῶνες 6-13.
Προσκυνηματική πορεία πρός τούς Ἁγίους Τόπους 14-29.
Ἐπιστροφή στήν Πατρίδα. Ἔφεσος-Γαλήσιον ὄρος 30-40.
Βίος Ὁσίου Παφνουτίου τοῦ Ἀθηναίου 37-40.
Ἀνάβασι στό Γαλήσιον. Μονή τοῦ Σωτῆρος 41-56.
Ὁ Στύλος μέσα στό φαράγγι 57-62.
Ὁ νέος στύλος καί τά ἐπίλοιπα 63-246.
Τελευταῖες ὑποθῆκες-Κοίμησις τοῦ Ὁσίου Λαζάρου 247-255.
Δομή τοῦ κειμένου κατά περιεχόμενο
Βίος τοῦ Ὁσίου Λαζάρου – Διδαχές τοῦ Ὁσίου – Θαύματα. Ἱστορικά πρόσωπα καί γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁσίου. Βίοι ἄλλων ἁγίων καί ἁγίων μαθητῶν τοῦ Ὁσίου.
Σέ ἡλικία τριάντα ὀκτώ ἐτῶν ὁ ὅσιος Λάζαρος, χειροτονημένος ἤδη ἱερεύς, στήν Λαύρα τοῦ ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἐπιστρέφει στήν πατρίδα του, καί ἀφοῦ βρῆκε ἕνα μικρό μοναστήρι, τῆς Ἁγίας Μαρίνας (κεφ. 31, 32), κοντά στήν Ἔφεσο καί κοντά στό χωριό του, ἄρχισε, περί τό 1005/6, νά δημιουργῆ μία μοναστική ἀδελφότητα. Στήν Ἁγία Μαρίνα ἔζησε μέ σκληρή ἄσκησι ἑπτά χρόνους. Ἐν συνεχείᾳ ἀνεβαίνει στό ἀπέναντι ὄρος, τό Γαλήσιον ὄρος, ὅπου ἔζησε τά ὑπόλοιπα σαράντα ἕνα χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἀπό τό 1013/14 μέχρι τό 1054. Ἐκεῖ ἡ ἀρχική ἀδελφότης αὐξήθηκε καί ἐδημιουργήθηκαν τέσσερα μοναστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων τό ἕνα γυναικεῖο. Ὁ ἅγιος Λάζαρος ἔδωσε ζωή στό ≪δύσβατον καί πετρῶδες καί λίαν τραχύ≫ (κεφ. 38) Γαλήσιον. Καί αὐτή ἡ ζωή πρέπει νά διατηρήθηκε μέχρι τόν 14ο αἰῶνα, ὁπότε μέ τίς ἐπιδρομές τῶν Ὀθωμανῶν καί τήν κατάληψι τῆς Ἐφέσου πρέπει νά διαλύθηκαν καί τά μοναστικά ἱδρύματα τοῦ Γαλησίου. Μεταφέρθηκε δέ καί ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου στήν Κωνσταντινούπολι.
Ἤδη ὅμως ὁ αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος Β΄ ὁ Παλαιολόγος μέ Χρυσόβουλο Λόγο του εἶχε συνενώσει τίς μονές τοῦ Γαλησίου στό ὄνομα τῆς μεγαλύτερης μονῆς τοῦ ὄρους, τῆς Θεοτόκου, μέ τήν περιώνυμη μονή τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία ὑπῆρχε μέσα στήν Κωνσταντινούπολι. Μέ τόν χρυσόβουλο αὐτόν Λόγο, πού χρονολογεῖται μεταξύ τῶν 1282-1328, οὐσιαστικά τό Γαλήσιο διαλύεται καί ἡ μονή μεταφέρεται στήν
Βασιλεύουσα. Ἡ αἰτία δέν πρέπει νά εἶναι οἱ γεωφυσικές καί καιρικές συνθῆκες τοῦ Γαλησίου, ἀλλά ἡ προέλασι τῶν Ὀθωμανῶν στήν Μικρά Ἀσία. Στούς τρεῖς αἰῶνας ζωῆς ἡ μοναστική κοινότης τοῦ Γαλησίου ἔχει νά ἐπιδείξη μεγάλες ἐκκλησιαστικές φυσιογνωμίες καί ἁγίους τῆς ἐκκλησίας.
Αὐτός ἐν συνόψει εἶναι ὁ Βίος καί ἡ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν Λαζάρου του Γαλησσιώτη, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στίς 7 Νοεμβρίου.
Λείψανο τοῦ ὁσίου θησαυρίζεται στήν Μονή Χιλιανδαρίου στόν ἱερό Ἄθωνα.
Οἱ ἐνδιαφερόμενοι μποροῦν νά ἀπευθύνονται στό Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γιά την ἀπόκτηση τοῦ βιβλίου.
Οἱ πρεσβεῖες τοῦ Ὁσίου πατρός καί οἱ προσευχητικές δεήσεις τῶν φιλοσίων ἀναγνωστῶν ἄς μᾶς συνοδεύουν. Ἀμήν.
Πληροφορίες για την έκδοση: 2331772796
από: Εδώ