Ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Εἰρηνόπολη τῆς Δεκαπόλεως. Τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή του ὄφειλε πρῶτα στὴν μητέρα του Μαρία, ἡ ὁποία μὲ τὴ ζωντανή της πίστη στὸ Χριστό, ἀνέθρεψε τὸ γιό της σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Γρηγόριος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀγωνιζόταν ἔντονα γιὰ ἠθικὴ τελειοποίηση. Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν διέκρινε, ἦταν ἡ καλλιέργεια τῆς ἐγκράτειας στὸν ἑαυτό του. Τὴν θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἠθικὴ κυριαρχία στὴ σάρκα. Καὶ σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν γιατί δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα σ’ αὐτὴν τὴν ἀρετή, ἀπαντοῦσε μὲ τὸν αἰώνιο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὒν ἴνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό. Καὶ ἐκεῖνοι μέν, οἱ ἀθλητὲς τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται καὶ ἐγκρατεύονται γιὰ νὰ πάρουν στεφάνι ποὺ φθείρεται. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἄφθαρτο στεφάνι.
Ὁ Γρηγόριος ὅμως δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετεῖχε ἀπὸ κοντὰ στοὺς σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων βασιλέων. Ἔκανε πολλὰ ταξίδια καὶ τελικὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἐπιδόθηκε σὲ συγγραφὲς καὶ πέθανε ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 816 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λυχνία ὡς δίπυρσος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος, φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, Γρηγόριος ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διὸ μετὰ προθυμίας, τούτοις προσέλθωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, βιοτῆς ὀρθότητι, καὶ τῶν δογμάτων τῇ αἴγλῃ, φάναντες, δικαιοσύνης ἐν τῷ στεφάνῳ, ὤφθησαν, τῆς Ἐκκλησίας νυμφαγωγία, ὁ Γρηγόριος καὶ Πρόκλος, οὓς εὐφημοῦντες Χριστὸν δοξάσωμεν.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ Ἐκκλησίας θεοειδής, Πρόκλε ἀνεδείχθης, Ἱεράρχης ὡς εὐκλεής, σκεῦος ἀρετῶν δέ, Γρηγόριε ὡράθης· διὸ τὴν πολιτείαν ὑμῶν γεραίρομεν.
Μορφὴ μὲ παγκύπρια πνευματικὴ ἀκτινοβολία εἶναι ὁ Ἅγιος Σωζόμενος.
Τὴν ἀκτινοβολία του μαρτυροῦν τὰ πολλὰ θαύματά του ποὺ μὲ εὐλάβεια ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν λαό μας, μὰ καὶ οἱ ἱεροὶ ναοὶ ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στ’ ὄνομά του.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στὴν ζωή του, πολλὰ θὰ ἔχει νὰ πεῖ καὶ σ’ ἐμᾶς.
Ἕνας κώδικας ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα Ριζοκαρπάσου ἀναφέρει πὼς ὁ τρισμακάριος αὐτὸς πατὴρ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρπασία.
Ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του μαθαίνουμε πὼς ἔζησε πρὶν ἀπὸ τὴ φράγκικη κατοχὴ τῆς Κύπρου μας.
Καὶ στὸ συναξάρι ποὺ ἔγραψε γι’ αὐτὸν κάποιος Ἀκάκιος μοναχὸς Φιλόθεος μοναχὸς ἀπὸ τὴν Καρπασία. Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 17ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα. Πέρασε τὸ πιὸ μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν ἐξορία (50 χρόνια). Τὸ χειρόγραφο ποὺ μᾶς ἀφῆκε ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη του ἀξία περιλαμβάνει καὶ τὶς ἀκολουθίες τῶν πέντε ἁγίων της Καρπασίας. Τῶν ἁγίων Φίλωνος, Συνεσίου, Θύρσου, Φωτεινῆς καὶ Σωζομένου. Διαβάζουμε πὼς ὁ Ἅγιος ἦταν «ἐπὶ τῆς Χριστιανοσύνης».
Μὲ τοῦτο πρέπει νὰ δεχθοῦμε πὼς ὁ Ὅσιος πατὴρ πρέπει νὰ ἔζησε γύρω στὰ 1100 μ.Χ., τότε ποὺ τὸ νησί μας ἦταν ἕνα τμῆμα καὶ μία ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ποὺ ἤσαν ἄνθρωποι θεοσεβεῖς ὁδηγήθηκε ἀπὸ μικρὸς στὴ μελέτη καὶ τὴν γνώση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀγάπησε τὰ θεία λόγια. Μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τ’ ἀγάπησε. «Ὡς γλυκέα τῷ λαρύγγι μου τὰ λόγια σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» ἔλεγε κάθε φορὰ μὲ ἐνθουσιασμό, ὅταν δακρυσμένος ἀπὸ συγκίνηση σήκωνε τὰ μάτια ἀπὸ τὰ ἱερὰ βιβλία.
Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τῆς Γραφῆς καὶ τῶν διαφόρων θεολογικῶν συγγραμμάτων μὲ τὰ ὁποῖα καταγινόταν καθημερινά, τὸν βοήθησαν μὲ τὸν καιρὸ νὰ ἀποκτήσει μία σπάνια γιὰ τὴν ἐποχή του μόρφωση καὶ γνώση. Κάτι περισσότερο. Τὸν βοήθησαν νὰ ἐξελιχθεῖ σ’ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ ἕνα συνειδητὸ χριστιανό. Τὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ἀπόστολου, τοῦ θείου Παύλου «μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς καγῶ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. ια’ 1) δὲν τὰ γνώριζε ἁπλῶς καὶ δὲν τὰ ἀπήγγελλε μονάχα. Ἀγωνιζόταν κιόλας κάθε μέρα νὰ τὰ κάμει βίωμά του, ζωή του. Καὶ τὰ κατάφερε. Μὲ τοὺς συνεχεῖς πνευματικοὺς ἀγῶνές του κατώρθωσε νὰ προχωρήσει καὶ νὰ πλησιάσει καὶ νὰ ὁμοιάσει κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τὸ αἰώνιο πρότυπο, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει κάθε ἄνθρωπος, τὸν Χριστό. Ναί! Μόρφωσε μέσα του τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ μόνος τέλειος, μὰ καὶ ὁ μόνος ἀληθινὸς ἄνθρωπος. Καὶ νὰ πὼς τὸ πέτυχε!
Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐφηβικῆς καὶ ὕστερα τῆς νεανικῆς του ἡλικίας ὁ ἐραστὴς τῆς πραγματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀγωνίστηκε ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ κρατήσει τὴν καρδιά του ἁγνὴ καὶ καθαρή. Ὁ μακαρισμὸς τοῦ Κυρίου «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται», πρόβαλλε πάντα μὲ φωτεινὰ γράμματα μπροστά του καὶ τὸν καλοῦσε νὰ τὸν κάμει σύνθημα ζωῆς.
Καὶ ὁ καλὸς νέος πρόσεξε τὴν πρόσκληση. Καὶ τὴν ἀγκάλιασε. Καὶ τὴν ἐφήρμοσε μὲ προσοχὴ στὸν βίο του καὶ νίκησε. Παρὰ τὴν ἠθικὴ βρωμιὰ ποὺ ὑπῆρχε γύρω του, καὶ ὑπάρχει σ’ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ πολιορκεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα τὶς νεανικὲς καρδιὲς καὶ πρὸ παντὸς ἐκεῖνες ποὺ φλέγονται καὶ ἀγωνίζονται νὰ μείνουν μακριὰ ἀπ’ αὐτή, ὁ ἅγιος μὲ τὴν σύνεση, τὴν προσοχὴ καὶ τοὺς ἀγῶνές του μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς τῆς ἡλικίας του. Τοὺς ξεπέρασε καὶ κράτησε τὸ μυαλό του καθαρὸ ἀπὸ σκέψεις καὶ θύμησες καὶ ἐντυπώσεις ἀκάθαρτες καὶ πονηρές. Ἀκόμη κράτησε καὶ τὴν καρδιά του ἐλεύθερη ἀπὸ αἰσθήματα καὶ πάθη παράνομα καὶ ἁμαρτωλά. Καὶ τὴν θέλησή του ἀνεπηρέαστη ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία καὶ πόθο, μὰ καὶ συγκατάθεση ἀντίθετη πρὸς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Γνώριζε ὁ ταπεινὸς θιασώτης τῆς ἀρετῆς, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσιος ὀπαδὸς τῆς θρησκείας τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ τῆς «καθαρῆς καὶ ἀμιάντου θρησκείας» τῆς «ἁγίας καὶ ἀμώμου» τῆς «μὴ ἐχούσης σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τί τῶν τοιούτων», ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔχει τὴν καρδιά του καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἀνηθικότητα καὶ βρωμιὰ καὶ τὰ φρονήματά του ἄδολα, ἀνόθευτα καὶ ἁγνά. Τὰ γνώριζε ὁ νεαρὸς Σωζόμενος ὅλα αὐτά. Καὶ γιὰ τοῦτο πάλαιψε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ μείνει ξένος ἀπὸ ὅτι λερώνει καὶ καταστρέφει τὴν ψυχή. Καὶ ἀκόμη νὰ φυλάξει πιστὰ τὴν θεία ἐντολή: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί». Ναὶ τὴν φύλαξε! Πιστὰ τὴν φύλαξε!
Ἐκτὸς ἀπ’ τὴν προσεκτικὴ ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ἦταν οἱ δυὸ βακτηρίες ποὺ κρατοῦσε γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἁγίου σκοποῦ του.
Ἡ νηστεία γιὰ νὰ τοῦ καταστέλλει τὶς ὁρμές. Καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ τὸν βοηθᾶ ν’ ἁπλώνει τὶς φτεροῦγες τῆς διάνοιάς του καὶ νὰ ὑψώνεται κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα γιὰ νὰ καταθέτει πρὸ τοῦ θρόνου τοῦ Μεγάλου Πατέρα σκέψεις καὶ αἰσθήματα.
Γιὰ νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος στὸν εὐγενικό του ἀγώνα ποὺ χάραξε μονάχος του, προτοῦ ἀνδρωθεῖ, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ νὰ τραβήξει στὴν ἐρημιά. Ἐκεῖ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε γήϊνη φροντίδα ἕνα μόνο θὰ σκεφτόταν καὶ γιὰ ἕνα μόνο θὰ φρόντιζε: Πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό.
Κάποια μέρα, ὕστερα ἀπὸ ὁλονύκτια προσευχὴ σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε. Ἀφῆκε ὅ,τι πολύτιμο καὶ ἀγαπητὸ εἶχε στὸν κόσμο τοῦτο καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐρημικῆς ζωῆς. Περπάτησε πολύ. Κάποτε ἔφτασε σὲ μία σπηλιά. Βρισκόταν στὴν πρόσοψη ἐνὸς κρημνοῦ, ποὺ ἦταν βραχώδης καὶ ὑψηλός. Ἐκεῖ σταμάτησε. Μπῆκε μέσα, ἔκαμε τὸν σταυρό του καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ συγκίνηση καὶ φόβο ἄρχισε νὰ σιγοψάλλει:
«Ἡ καρδία μου πρὸς Σέ, Λόγε, ὑψωθήτω, καὶ οὐδὲν θέλξει με, τῶν τοῦ κόσμου τερπνῶν, πρὸς χαμαιζηλίαν». (Τρίτο ἀντίφωνο τοῦ Δ’ ἤχου).
Δηλαδή, σὲ Σένα Χριστέ μου, σὲ Σένα, Λόγε, τοῦ Θεοῦ, ἂς ὑψωθεῖ ἡ καρδιά μου. Καὶ τότε τίποτα, Κύριε, ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μάταια καὶ φθαρτά του κόσμου τούτου δὲν θὰ μπορεῖ νὰ τὴν τραβήξει μακριά σου, οὔτε καὶ νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν θεωρία σου.
Καὶ στ’ ἀλήθεια! Ἡ καρδιὰ ποὺ ὑψώθηκε μία φορὰ πραγματικὰ στὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκονται τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ὅπου βασιλεύει ἡ εὐδαιμονία καὶ ἡ μακαριότητα τοῦ ἀνέκφραστου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸν θεῖο Ἀπόστολο Παῦλο, θ’ ἀναφωνεῖ καὶ αὐτή: «Ἡγοῦμαι πάντα ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μου, δι’ ὃν τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλιπ. γ’ 8). Δηλαδὴ ὅσα εἶναι ξένα πρὸς τὸν Χριστὸ τὰ θεωρῶ ζημία μου ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς γνώσεως τοῦ Ἰησοῦ μου γιὰ χάρη τοῦ Ὁποίου μὲ τὸ κέφι μου ἀπέρριψα καὶ περιφρόνησα τὰ πάντα. Καὶ τὰ θεωρῶ ὅλα σκύβαλα καὶ ἀνάξια λόγου, γιὰ νὰ κερδίσω τὸν Χριστό. Ἀνάξια λόγου καὶ ζημία του καὶ σκύβαλα θεώρησε καὶ Σωζόμενος τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου. Τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπομακρύνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του, προκειμένου νὰ ἀρέσει στὸν Χριστὸ καὶ νὰ μείνει πιστὸς ἀκόλουθός του.
Μέσα στὴν σπηλιὰ ποὺ διάλεξε γιὰ κατοικία καὶ ἀσκητήριό του ὁ Ὅσιος πατὴρ σπεύδει νὰ κάμει ἔργο του τὸν σκοπὸ ποὺ ἔταξε στὴν ζωή του. Καὶ ἀγωνίζεται. Σκληρὰ ἀγωνίζεται κάθε μέρα πὼς νὰ κατανικήσει τὴν σάρκα του καὶ πὼς νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀρετή. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγώνας. Ἀγώνας γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τοῦ ἐαυτοῦ του. Σὰν καλὸς γεωργὸς γνωρίζει ὁ σεβάσμιος πατήρ, πὼς γιὰ νὰ ἐπιτύχει μία σπορὰ καὶ μία καλλιέργεια πρέπει πρῶτα νὰ ἑτοιμασθεῖ ὁ χῶρος, τὸ ἔδαφος. Μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴ σκληραγωγία ἑτοιμάζει τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του. Γκρεμίζει σιγὰ καὶ προσεκτικὰ ἕνα – ἕνα τὰ ὀχυρὰ τοῦ ἐχθροῦ ποὺ λέγονται σοφίσματα καὶ πονηροὶ λογισμοὶ καὶ ὑψηλοφροσύνη καὶ τὰ ὁποία ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Ξεριζώνει μὲ σύστημα τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν καὶ ρίχνει μὲ ὑπομονὴ τοὺς σπόρους τῆς ὑποταγῆς σὲ ὅλα, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πετυχαίνει στὸν ἀγώνα του. Καὶ νικᾶ. Καὶ γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὸν λόγιο τῆς Γραφῆς ποὺ διακηρύττει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἡ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;» (Ἠσαΐου ξστ’ 2). Δηλαδὴ πάνω σὲ ποιὸν θὰ ρίψω ἐγὼ στοργικὸ καὶ προστατευτικὸ τὸ βλέμμα μου, παρὰ μονάχα στὸν ἄνθρωπο τὸν ταπεινὸ καὶ εἰρηνικὸ καὶ ἥσυχο, ποῦ τρέμει μὲ σεβασμὸ τὰ λόγια μου καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὰ ἐφαρμόσει στὴ ζωή του;
«Οἰκητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ στύλος ὁλόφωτος, λόγου καὶ γνώσεως ἔμπλεως, ἀρεταίς τε κατάκοσμος καὶ τῶν Κυπρίων ἰατρὸς τῶν ἐν νόσοις...» νὰ τί εὐτύχησε νὰ ἐπιτύχει καὶ νὰ γίνει ὁ ἀοίδιμος ἀσκητὴς μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του καὶ τοὺς συνεχεῖς πνευματικοὺς ἀγῶνες του.
Καὶ τὸ ἀνορθωτικὸ καὶ σωστικὸ ἔργο του δὲν περιώρισε ὁ ἱερὸς πατὴρ μόνο στὸν ἑαυτό του. Τὸ ἐπεξέτεινε καὶ στοὺς γύρω του καὶ σὲ ὅσους ἄλλους ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερνε μέχρι τὴν σπηλιά του. Καὶ ἦταν πολλοὶ αὐτοί. Ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια καὶ ἄλλοι ἀπὸ ἀνάγκη καὶ πόθο κάτι νὰ πάρουν καὶ κάτι ν’ ἀκούσουν, ξεκινοῦσαν ἀπὸ διάφορα μέρη καὶ ἔρχονταν στὸν εὐλαβῆ ἀσκητή.
Καὶ αὐτὸς σὰν ἄλλος Βαπτιστὴς ἅρπαξε τὶς εὐκαιρίες γιὰ νὰ διδάξει, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιτιμήσει. Τὸ κήρυγμά του ἄρχιζε πάντα μὲ τὶς λέξεις:
«Μετανοήσατε καὶ ἀγαπήσατε τὸν Θεόν. Ἀδελφοί μου! Μετανοιώσετε καὶ ἀφῆστε τὴν ἁμαρτία. Ἀφῆστέ την, ποὺ εἶναι κατάρα. Εἶναι θάνατος. Εἶναι νέκρωση. Ἀφῆστε τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγαπῆστε τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ζεῖ μὲ ἀναπαυμένο τὸν νοῦ του. Ἡ ἀγάπη, ὅταν θρονιαστεῖ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἱκανὴ νὰ τοῦ θρέψει τὴν ψυχή· αὐτὴ εἶναι τὸ κρασὶ ποὺ εὐφραίνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ τοῦ ξεκουράζει τὴν ψυχή. Τοῦ γαληνεύει τὸ μυαλό. Τὸν κάνει ἀληθινὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξει μία μέρα καὶ τὸν Παράδεισο».
Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου συνοδεύονταν πάντα μὲ τὸ δικό του φωτεινὸ παράδειγμα. Σὲ κανένα δὲν ἀρνιόταν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν βοήθειά του. Τὸ κατάλυμά του ἦταν γιὰ ὅλους ἀνοικτό. Καὶ τὸ θεραπευτικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο τὸν χαρίτωσε ὁ Θεός, τὸ πρόσφερε πρόθυμα σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ μετάνοια εἰλικρινὴ κατάφευγαν στὴ χάρη του καὶ τοῦ τὸ ζητοῦσαν.
Μπροστὰ στὴ σπηλιὰ ποὺ ἔμενε, κατέφθαναν συχνὰ ἀπὸ παντοῦ μορφὲς πονεμένες καὶ χλωμὲς ἀπ’ τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν πόνο. Μητέρες μὲ τὰ πυρέσσοντα παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά τους. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες μὲ ζωντανὰ τὰ σημάδια τῆς πίκρας στὰ πρόσωπά τους. Νέοι καὶ νέες μὲ τὰ κορμιὰ μαραμένα ἀπ’ τῆς ἀσθένειας τὰ βαριὰ πλήγματα. Μὲ τὰ μάτια φλογερὰ ἀπ’ τὸν πόθο τῆς ὑγείας σταματοῦσαν ἐκεῖ στῆς σπηλιᾶς τὸ ἄνοιγμα καὶ μὲ φωνὴ ραγισμένη φώναζαν καὶ ἔλεγαν:
«Ἅγιε Σωζόμενε, μᾶς τσάκισε ἡ ἀρρώστια. Λυπήσου μας καὶ δῶσε μας τὴν βοήθειά σου. Γιάτρεψέ μας».
Μὲ τὴν καλοκάγαθη μορφὴ ἔβγαινε ὁ σεβαστὸς ἀσκητὴς ἀπ’ τὴν σπηλιὰ καὶ μὲ πατρικὴ καλωσύνη ἔστεκε μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ ἔλεγε:
– Ὁ ἅγιος Θεός, παιδιά μου, μπορεῖ μόνο νὰ σᾶς θεραπεύσει. Ναί! Μόνο ὁ ἅγιος Θεός. Ἀρκεῖ νὰ πιστεύετε σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν καρδιά σας. Καὶ ἀρκεῖ τὸ θέλημά Του νὰ τὸ ἔχετε πάντα ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Εἶναι σπλαγχνικὸς Πατέρας ὁ Κύριος. Εἶναι Πατέρας «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων μακρόθυμος καὶ πολυέλεος». Εἶναι πατέρας ὅλων μας. Καὶ σὰν πατέρας ἕνα μόνο θέλει γιὰ τὸν καθένα μας. Τὴν σωτηρία μας. Ναί! Τὴν σωτηρία μας ζητᾶ ὁ Θεός. Καὶ τὴν σωτηρία τὴν προσφέρει σὲ ὅλους. Φτάνει μονάχα νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μετανοήσουμε. Εἶσθε ἕτοιμοι καὶ ἐσεῖς νὰ κάμετε τὸ σωστικὸ τοῦτο πήδημα; Εἶσθε ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθῆτε τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς νὰ ζητήσετε συγχώρηση γιὰ κάθε κακὸ ποὺ ἐκάμετε ὡς σήμερα; Εἶσθε πρόθυμοι ἀκόμη νὰ ἀλλάξετε ζωή; Νὰ συγχωρήσετε μὲ τὸ κέφι σας ὅλους ἐκείνους ποὺ σᾶς ἔβλαψαν, σᾶς ἀδίκησαν, σᾶς ἔκαμαν κακὸ καὶ νὰ γίνετε ἄνθρωποι καινούργιοι ἄνθρωποι καλωσύνης καὶ ἀγάπης;
– Εἴμεθα, ἅγιε πάτερ. Εἴμεθα...
Αὐτὴ κατὰ κανόνα ἦταν ἡ συνηθισμένη ἀπάντηση, ποὺ οἱ ἐπισκέπτες ἔδιναν στὰ ἁπλὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα ἀσκητή. Καὶ αὐτὸς σὰν τὴν ἄκουε καὶ σὰν βεβαιωνόταν, πὼς οἱ καρδιὲς εἶχαν κατανυγεῖ, ἀποσυρόταν στὴ γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς του καὶ μὲ δάκρυα κατανύξεως ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ μεγάλου Θεοῦ γιὰ τοὺς πάσχοντες ξένους του.
Τὸ θαῦμα δὲν ἀργοῦσε νὰ γίνει. Ὁ πόνος σιγά – σιγὰ χανόταν ἀπ’ τὸ πονεμένο μέρος. Ἡ δύναμη ξαναγύριζε στὸ ἀρρωστημένο κορμί. Τὰ μάτια φωτίζονταν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πεποίθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τὰ πρόσωπα ξανάβρισκαν τὸ χρῶμα τῆς ὑγείας. Οἱ καρδιὲς φούσκωναν ἀπὸ τὴν χαρά. Καὶ οἱ ἄρρωστοι, θεραπευμένοι πιὰ ξεσποῦσαν σὲ μιὰ ὁλόψυχη δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καὶ σ’ ἕνα βαθὺ ἐγκάρδιο εὐχαριστῶ στὸν Ἅγιο, ποὺ μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς του, τοὺς εἶχε κάμει καλά. Καὶ αὐτὸς μὲ ταπείνωση ἀληθινή, προτοῦ τοὺς κατευοδώσει γιὰ τὰ χωριά τους μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη τοὺς καλοῦσε κοντά του καὶ τοὺς ἐπαναλάμβανε;
— Παιδιά μου! Ὁ ἅγιος Θεὸς σᾶς χάρισε τὴν ὑγεία σας. Μὴ λησμονεῖτε τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ δώκατε. Ἀποφεύγετε στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Μένετε πιστοὶ στὸ θέλημά του. Καὶ ἡ εὐτυχία καὶ ἡ χαρὰ ποὺ ζητᾶτε, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποθοῦμε, θὰ γίνει πιὰ κτῆμα σας. Καὶ θὰ ὁλοκληρωθεῖ κάποια μέρα στὸν οὐρανό, στὴν μακαρία ζωὴ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἑτοίμασε γιὰ ὅλους μας.
Μὲ ἕνα τέτοιο τρόπο ὁ Ὅσιος περνοῦσε τὶς ἡμέρες του, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ ἁγία ψυχή του, κάποιο δειλινὸ ἀφῆκε τὸ κουρασμένο κορμὶ γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό του καὶ Κύριό μας.
Τὸ ἅγιο σκήνωμά του μὲ εὐλάβεια τὸ πήρανε οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς βρέχοντάς το μὲ τὰ δάκρυα τῆς στοργῆς τους. Ὁ τάφος του ἔγινε «ἰατρεῖον νοσημάτων». Σ’ αὐτὸν καταφεύγουν καὶ σήμερα ἄρρωστοι ἀπὸ διάφορα μέρη γιὰ νὰ λάβουν τὴν θεραπεία τους.
Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Σωζομένου ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔκαμε καὶ κάμνει σ’ ἐκείνους ποὺ μὲ πίστη ἀληθινὴ καταφεύγουν στὴν χάρη του, μὲ βαθὺ σεβασμὸ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στὸν εὐσεβὴ λαό μας. Καὶ εἶναι τὰ θαύματα αὐτὰ ποὺ ἐξασφάλισαν στὸν Ὅσιο ἀσκητὴ τὸν τιμητικὸ τίτλο τοῦ θαυματουργοῦ. Μὰ καὶ αὐτὰ πάλι ποὺ ὁδήγησαν εὐλαβικὰ χέρια νὰ παραστήσουν στοὺς τοίχους τοῦ ἀσκητηρίου του τὶς ὄμορφες εἰκόνες ποὺ τὸ στολίζουν καὶ ποὺ κατανύγουν τὴν καρδιά. Δυστυχῶς οἱ πιὸ πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἔχουν σχεδὸν καταστραφεῖ, εἴτε ἀπ’ τὴν ὑγρασία, εἴτε ἀπὸ ἱερόσυλους ποὺ ξεκόλλησαν τὸ κονίαμα πάνω στὸ ὁποῖον ἤσαν ζωγραφισμένες. Μερικὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς εἰκόνες τοιχογραφίες εἶναι καὶ αὐτές: «Ὁ Ἅγιος Σωζόμενος ἰατρεύει τοὺς νοσοῦντας». «Ὁ Ἅγιος Σωζόμενος θεραπεύει τοὺς πυρέσσοντας». «Ὁ Ἅγιος Σωζόμενος ἀνορθοὶ τὸν ἐπὶ γῆς συγκύπτοντα» κ.ἄ.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου γιορτάζεται σὲ πολλὰ μέρη τοῦ νησιοῦ μας στὶς 20 Νοεμβρίου καὶ σ’ ἄλλα στὴν 21 μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπὸ διάφορα μέρη συγκεντρώνονται στὴν σπηλιὰ ὅπου ἀσκήτευσε. Στὸν Ἅγιο Σωζόμενο Ποταμιᾶς ἢ στὸ Ριζοκάρπασο (20 Νοεμβρίου) μὰ καὶ στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι στ’ ὄνομά του, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Παντοδύναμο Θεὸ γιὰ τοὺς ἁγίους Του. Ἔτσι τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου συνεχίζονται.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τοῖς πίστει προστρέχουσι, Σωζόμενε τρισόλβιε, τῇ σορῷ τῶν λειψάνων σου, καὶ προσκυνοῦσι πιστῶς, τοῦ εἴδους ἐμφέρειαν, ἄφεσιν τῶν πταισμάτων, καὶ σωμάτων τὴν ῥώσιν, δώρησαι, θεοφόρε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ παθῶν ἀρρώστιας πάντας ἐκλύτρωσαι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ τῶν νοσούντων ταχεία παράκληση· Χαίροις τῶν εὐδρομούντων ταχεία ἀντίληψις· Χαίροις λαμπτὴρ τῆς Κύπριας ἁπάσης· Χαίροις φωστὴρ μοναστῶν ποδηγέτα· Χαίροις, πάτερ Σωζόμενε.