Ὁ Ἅγιος Πλάτωνας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας τῆς Μ. Ἀσίας, καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ μάρτυρα Ἀντιόχου.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες, διότι διακήρυττε τὴν πίστη του στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Ἀγριππίνο. Ὁ Ἀγριππίνος βλέποντας τὴν ὡραιότητα τοῦ νέου καὶ γνωρίζοντας ὅτι κατεῖχε περιουσία, προσπάθησε νὰ τὸν ἑλκύσει μὲ κολακεῖες. Ὅμως ὁ Ἅγιος Πλάτων ἀρνήθηκε καὶ συνέχισε νὰ διακηρύττει τὴν πίστη του στὸν ἕναν καὶ μοναδικὸ Θεό. Ἀφοῦ ὁ ἡγεμόνας εἶδε ὅτι δὲν κατάφερε νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσει δελεάζοντάς τον, τὸν ἀπείλησε μὲ μαρτύρια.
Παρ’ ὅλα ταῦτα ὁ Ἅγιος Πλάτων παρέμεινε σταθερὸς στὴν πίστη του. Ἔτσι ὁ Ἀγριππίνας διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνελέητα καὶ ὕστερα νὰ τὸν βασανίσουν μὲ πυρωμένες ράβδους. Ὁ Ἅγιος διατήρησε ὅλη του τὴν πίστη καὶ δὲν ἔπαψε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γι’ αὐτὸ διατάχθηκε ὁ ἀποκεφαλισμός του.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Πλάτωνας παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο καὶ τιμήθηκε μὲ τὸ ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πλατυνόμενος, ἀγάπῃ θείᾳ, τὴν φερώνυμον, κλῆσίν σου Μάρτυς, τῇ ἀθλήσει ἀληθεύουσαν ἔδειξας· καὶ μαρτυρίου ἀνύσας τὸν δίαυλον, μαρτυρικῆς ἠξιώθης λαμπρότητος. Πλάτων ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανός τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες· ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ πλάτει Ἄγιε, τῶν σῶν ἀγώνων, τοῦ ἐχθροῦ ἐστένωσας, πᾶσαν ὀλέθριον ἰσχύν, καὶ χάριν νέμεις τοῖς ψάλλουσι· χαίροις ὦ Πλάτων Μαρτύρων ὡράϊσμα.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. Ἐπειδὴ ὁ ἔπαρχος Ἀντιοχείας Ἀσκληπιάδης φώναζε καὶ βλασφημοῦσε κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πιστὴ καρδιὰ τοῦ Ῥωμανοῦ πῆρε φωτιὰ ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση ἐναντίον του.
Καὶ κάποια μέρα, καιροφυλάκτησε τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἔπαρχος θὰ ἔμπαινε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ εἶπε κατὰ πρόσωπο: «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί». Ὀργισμένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, διέταξε καὶ ἔκοψαν τὴ γλώσσα τοῦ Ῥωμανοῦ. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ θαῦμα, διατήρησε τὴν λαλιὰ στὸν Ῥωμανὸ καὶ χωρὶς τὴν γλώσσα του. Ἔτσι ὅταν τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς δεσμοφύλακες.
Οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σ’ αὐτὰ τὰ θαύματα, ἔπνιξαν τὸν γενναῖο μάρτυρα (τὸ 304 μ.Χ.). Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια δὲν πνίγεται. Ἀντίθετα οἱ διωγμοὶ ἐπιταχύνουν τὸν θρίαμβό της. Καὶ δὲν πέρασαν πολλοὶ αἰῶνες καὶ τὰ εἴδωλα ἔπεσαν σ’ ὅλη τὴν ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, κατὰ τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Ῥωμανοῦ, ποὺ φωνάζει καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν σύγχρονων εἰδώλων, ὅτι «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανός τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες· ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους, βρισκόταν μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του καθὼς καὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς στοὺς ἀγρούς. Ἐκεῖ λοιπόν, ἦλθε σὲ συμπλοκὴ μὲ κάποιους Τούρκους, ποὺ ἐπιτέθηκαν μὲ κακὸ σκοπὸ στὴν ἀδελφή του.
Τότε οἱ Τοῦρκοι, προσβληθέντες ἀπὸ τὴν συμπλοκὴ αὐτή, συκοφάντησαν τὸν Ἀναστάσιο στὸν πασᾶ, ὅτι δῆθεν ἔδωσε λόγο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του. Ὁ πασᾶς τὸν συνέλαβε καὶ τὸν πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Στὶς προτάσεις τοῦ πασᾶ ὁ Ἀναστάσιος ἀπάντησε: «Ποτὲ δὲν ἔδωσα τέτοιο λόγο. Χριστιανὸς γεννήθηκα, χριστιανὸς καὶ θὰ πεθάνω μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ μου. Ὅσο γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μοῦ ὑπόσχεσαι δὲν ἐνδιαφέρομαι καθόλου, διότι ἔχω πολλὰ ἀγαθὰ αἰώνια, ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ σύγκριση μὲ τὰ παρόντα». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἀναστάσιος, κατόρθωσε καὶ ἔκανε χριστιανὸ τὸν γιὸ τοῦ πασᾶ, Μούσα ὀνομαζόμενο (κάποιες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι μετονομάστηκε Δημήτριος καὶ μάλιστα μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό).
Ὁ δὲ Ἅγιος, ἀφοῦ βασανίστηκε μέσα στὴν φυλακὴ μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Παραμυθιὰ κοντὰ σ’ ἕνα Μοναστήρι στὶς 18 Νοεμβρίου 1750.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς οἱ μοναχοί του Μοναστηριοῦ αὐτοῦ.