Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάρβαρος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὅμως στὶς 14 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη ἐνὸς ἄλλου ὁμώνυμου Ἁγίου Βαρβάρου, ποὺ ἀναφέρεται μὲ τοὺς Μάρτυρες Ἀλέξανδρο καὶ Ἀκόλουθο. Εἶναι ἄλλος Ἅγιος ἢ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο; Ἡ πιὸ ἐνημερωμένη Ὀρθόδοξη ἁγιολογία ἀξιώνει ἀνοικτά, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, τὴν ὕπαρξη δύο ὁμώνυμων Ἁγίων, ποὺ ἔζησαν σὲ διαφορετικοὺς τόπους καὶ χρόνους. Παρὰ ταῦτα μερικὲς ἐνδείξεις ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι, κάτω ἀπὸ δύο διαφορετικὰ πρότυπα ἁγιότητος καὶ μία διαφορετικὴ ἐξέλιξη τῆς λατρείας, κρύβεται ἡ ἴδια μορφή. Αὐτὸ μᾶς κάνει νὰ τὸ σκεφθοῦμε ὄχι μόνο ἡ γειτνίαση τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τῶν δυὸ Ἁγίων (6 καὶ 14 Μαΐου), ἀλλὰ κυρίως τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ γιὰ τοὺς δύο, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐμφανίζονται στὴ σκηνὴ ὡς στρατιῶτες, τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα Βάρβαρος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀπρόσωπη σημασία τῆς λέξεώς του: καὶ τὶς δύο φορές, πράγματι, εἶναι «βάρβαρος» στὸ ὄνομα, γιατί εἶναι καὶ στὴν πράξη.
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀσκητὲς καὶ διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τὸ ἀποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριὸ μικρό, ὑποκείμενο στὴ χώρα τοῦ Ταλάντου τῆς Βοιωτίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Ἐνῷ ἀκόμη ἦταν βρέφος καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διακρίνει τὶς ἡμέρες, ὅμως τὸ Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν τὴ μελλοντικὴ πνευματικὴ προκοπή του τὸ φώτιζε καὶ τὸ δίδασκε ὅτι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ εἶναι ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔμενε νηστικό, ὅπως ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε στοὺς γείτονες. Μόνο κατὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει περισσότερο νὰ νηστεύει, θήλαζε λίγο καὶ κοιμόταν.
Ὅταν ἔφθασε στὴν παιδικὴ ἡλικία, τότε οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὁ νέος ἔνιωσε μέγα ἔρωτα πρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα, μελετοῦσε μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μάθαινε ὅσα τοῦ ὑπεδείκνυε ὁ δάσκαλος. Τὸν χαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως ἡ προσοχὴ στὸ σχολεῖο, ἡ ταπεινοφροσύνη πρὸς τοὺς μαθητές, ἡ ἄκρα ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γονεῖς, ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ὑποδειγματικὴ διαγωγὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅσο μεγάλωνε ὁ Ὅσιος, αὔξανε περισσότερο ὁ ζῆλος του καὶ μέσα στὴν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματικὴ εὐφροσύνη. Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καμία ἄλλη εὐχαρίστηση δὲν αἰσθανόταν παρὰ μόνο πῶς θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τὸν Δημιουργό μας καὶ τὸν Πλάστη, μιμούμενος τὰ Σεραφὶμ καὶ τὶς χορεῖες τῶν Ὁσίων.
Αὐτὰ λοιπὸν σκεπτόμενος, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καὶ φίλους, νὰ πάει στὸ μοναστήρι καὶ ἐκεῖ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ, ψυχὴ τε καὶ σώματι, στὸν Θεὸ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κορέσει τὴν πνευματικὴ δίψα ποὺ αἰσθανόταν. Μία λοιπὸν ἡμέρα ζητεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν εὐλογία τους καὶ τοὺς παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ συγκατατεθοῦν καὶ νὰ τὸν συνοδεύσουν μὲ τὴν εὐχή τους στὸ νέο αὐτὸ στάδιο, τὸ μοναχικό, ποὺ ἀγάπησε ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς χάρηκαν μὲν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, λυπήθηκαν ὅμως πολύ, γιατί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θὰ προξενοῦσε τόσο σὲ αὐτοὺς ὅσο καὶ στὸ χωριὸ μεγάλη κατήφεια. Προσπαθοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν ἀποτρέψουν μὲ συγκινητικὰ λόγια ζητώντας του νὰ τοὺς γηροκομήσει πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλίση του.
Ὁ νεαρὸς Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος, παρόλη τὴν συντριβὴ ποὺ αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στὴν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπὸν στὴν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τὴν δεξιά τους καὶ ἀποχωρεῖ γιὰ κάποιο μονύδριο, στὸ ὁποῖο τιμόταν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ἀπέχει μία ὥρα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζέλι στὸ ὄρος Κάρκαρα. Ἐκεῖ κάπου κοντὰ στὸ ὄρος ἀναγείρει μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μέσα σὲ κάποιο σπήλαιο, τοῦ ὁποίου ἴχνη φαίνονται μέχρι σήμερα καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ὀνομάζουν ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ἐνῷ στὰ πέριξ αὐτοῦ ὑπάρχει ἄλλος ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ κάποια κελλιά, τὰ ὁποία, ὅπως λένε οἱ Γέροντες, ἀνήγειραν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐλάτειας σὲ καιρὸ λοιμικῆς νόσου. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἀρκετὸ χρόνο ἀγωνιζόμενος μὲ ἀγρυπνίες καὶ δεήσεις ὡς καλὸς ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ ὅμως τὴν πνευματική του ἡσυχία τάραζαν οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις τῶν γονέων, τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν, ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ γειτονικὸ ἱερὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Μετὰ τὶς συνεχιζόμενες ἐνοχλήσεις ἀναχωρεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὸ Σαγμάτιο ὄρος, στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ βρίσκεται μεταξὺ τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Εὔβοιας καὶ κατέχει ἱερὸ τεμάχιο τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ποὺ δώρισε στὸ μοναστήρι ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς μὲ χρυσόβουλλο γράμμα.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὁ Ὅσιος κατετάγη στὴν ἀγγελικὴ χορεία τῶν ἐνάρετων ἀσκητῶν καὶ ἀγωνιζόταν νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ δάκρυα, ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ ὁλοκληρωτική, ἐν τέλει, ἀφοσίωση στὰ πνευματικά. Μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὑπερέβη ὅλους τοὺς συνασκητές του στὴν ἀρετὴ καὶ στὰ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως. Βλέποντας τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πρόοδο τοῦ Ὁσίου, ὁ ἡγούμενος τὸν ἔκειρε μοναχὸ μετονομάζοντας τὸν Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν προβίβασε στὰ ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα σὲ αὐτὸ τοῦ διακόνου καὶ στὴ συνέχεια σὲ αὐτὸ τοῦ πρεσβυτέρου. Τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀποδέχθηκε ὁ Σεραφείμ, ἐνδίδοντας στὶς θερμὲς παρακλήσεις τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν.
Ἔμεινε στὸ μοναστήρι γιὰ δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Καθὼς ἡ φήμη τῶν κατορθωμάτων διαδόθηκε πολὺ γρήγορα, ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἄδεια καὶ ἀποχαιρετώντας τοὺς συνασκητές του καὶ τὸν πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ποὺ ἄσκησε καὶ τελειώθηκε στὸ ὄρος Σαγματᾶ, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ εὕρει τὴν ποθούμενη πνευματικὴ ἡσυχία. Διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις καὶ περνώντας πολλὰ βουνά, ἔφθασε τελικὰ στὸν λόφο ποὺ βρίσκεται δυτικὰ τοῦ Ἑλικῶνος, μία ὥρα πάνω ἀπὸ τὴν ἀρχαία Βουλίδα, στὴν τοποθεσία Δομποῦ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μικρὸ ναΐσκο στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καὶ ἀνήγειρε κάποια κελλιά, συγκέντρωσε λίγους μοναχοὺς καὶ μαζί τους ἔμεινε δέκα χρόνια, ἀσκώντας τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ διδάσκοντας τοὺς μαθητές του τὰ σωτήρια διδάγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὅσο βρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ὁδήγησε πολλὲς ψυχὲς ἀπολωλότων ἀνθρώπων στὴ σωτηρία. Κοντὰ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου, στὴν θέση ποὺ βρίσκεται σήμερα τὸ μοναστήρι, ὑπῆρχαν λίγες οἰκογένειες ἀλβανικῆς καταγωγῆς μὲ ἦθος σκληρὸ καὶ ἄγριο, τῶν ὁποίων ὁ βίος ἦταν λῃστρικὸς καὶ ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς γείτονές τους. Αὐτοὺς τοὺς κατοίκους πλησίασε ὁ Ἅγιος καὶ μὲ λόγια κατηχήσεως μετέβαλε τὸν σκληρὸ καὶ ἄγριο τρόπο ζωῆς τους. Σταμάτησαν νὰ κλέβουν καὶ νὰ ἐκβιάζουν, ἔριξαν τὰ ὅπλα καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ εἰρηνικὲς ἐργασίες.
Πολλοὶ Χριστιανοί, ἀκούγοντας γιὰ τὴν φήμη του, προσέρχονταν ἀπὸ πολλὰ μέρη ζητώντας καὶ παίρνοντας βοήθεια, καθὼς τοὺς θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἡ μεγάλη συρροὴ ὅμως ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐγκαταλείψει τοὺς μαθητές του καὶ τὸ μονύδριο μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια περίπου καὶ κατέλαβε τὴν κορυφὴ βορειοδυτικὰ τοῦ Ἑλικῶνος ποὺ ἀπεῖχε δύο ὧρες ἀπὸ τὸ μονύδριο καὶ σήμερα ἀποκαλεῖται κελλὶ τοῦ Ὁσίου. Στὴ μεμονωμένη αὐτὴ κορυφὴ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστὸ φωνή, ἡ ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ ἀφήσει τὴν κορυφὴ ἐκείνη καὶ νὰ κατέβει σὲ μέρος ἐπίπεδο, γιὰ νὰ κτίσει ἐκεῖ μοναστήρι, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βρίσκουν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Ὁ Ὅσιος ἄκουσε ἀμέσως τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, κατέβηκε ἀπὸ τὴν κορυφή, συγκέντρωσε τοὺς λίγους μαθητές του, ποὺ εἶχε κάποτε ἀφήσει, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτούς, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν πνευματική του ἡσυχία, καὶ ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστήρι. Λόγω ὅμως τῆς τραχύτητας τοῦ ἐδάφους καὶ τῆς ἀνήλιαγης θέσεως ποὺ ἐπέλεξε ὁ Ὅσιος γιὰ νὰ τὸ κτίσει, ἐμφανίζεται σὲ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τὸν διατάζει νὰ ἀφήσει αὐτὴ τὴν οἰκοδομὴ ὡς ἀκατάλληλη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν μεταγενέστερων καὶ νὰ κτίσει ἄλλο στὴν θέση ἐκείνη ποὺ ὑπάρχει τὸ χωριὸ Δομπός. Ὁ Ὅσιος ἐκπληρώνοντας τὴν διαταγὴ τῆς Θεοτόκου, ἔρχεται στὸ χωριὸ καὶ πείθει τοὺς κατοίκους νὰ ἀφήσουν τὶς καλύβες τους καὶ τὸν τόπο τους καὶ νὰ ἀποικήσουν σὲ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ λάβουν τὸ ἀντίτιμο τῆς ἰδιοκτησίας τους.
Μετὰ τὴν ἀγορὰ τῆς τοποθεσίας αὐτῆς τῶν Δομποϊτῶν, μετέβη ὁ Ὅσιος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ἡ ὁποία σῴζεται μέχρι σήμερα, ἄρχισε νὰ ἀνεγείρει ναὸ σταυροπηγιακὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μοναστήρι, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Θεοτόκο. Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος διάβολος θέλοντας νὰ ματαιώσει τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο, σπείρει ζιζάνια στὶς καρδιὲς κάποιων ἀνθρώπων καὶ τοὺς ὁδηγεῖ νά τὸν διαβάλουν ὡς ἄνθρωπο ραδιοῦργο καὶ ἀπατεῶνα στὸν ἀλλόθρησκο ἄρχοντα τῆς Λιβαδειᾶς, λέγοντας ὅτι κάποιος ραδιοῦργος καλόγηρος ἔπεισε μὲ πονηρὸ τρόπο καὶ ἀπομάκρυνε τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὴν ἰδιοκτησία τους ἀντὶ εὐτελέστατης χρηματικῆς ἀποζημιώσεως. Μόλις ἄκουσε ὁ ἄρχοντας ἐξεμάνη κατὰ τοῦ Ὁσίου καὶ ἔστειλε τρεῖς Τούρκους στρατιῶτες νὰ ὁδηγήσουν αὐτὸν δεμένο στὴ Λιβαδειά, γιὰ νὰ λάβει τὴν πρέπουσα τιμωρία. Ἀφοῦ ἔφθασαν λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες ἀπὸ τὴ Λιβαδειὰ στὸ μέρος στὸ ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ Ὅσιος, τὸν ἔβρισαν χυδαία καὶ τοῦ κατάφεραν στὸ κεφάλι μεγάλο κτύπημα, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἔμεινε ἡμιθανής. Μὲ τὸ κτύπημα σχίσθηκε τὸ κεφάλι του σὲ μεγάλο μέρος, ὅπως φαίνεται τὸ σημεῖο σήμερα ἐπάνω στὴν ἁγία Κάρα. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος συνῆλθε λίγο τὸν ἔδεσαν καὶ ἀναχώρησαν μαζί του γιὰ τὴ Λιβαδειά, ἐκπληρώνοντας τὴν διαταγὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τους. Καθ’ ὁδόν, ἐπειδὴ ἡ τοποθεσία ἦταν ἄνυδρη, οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ δίψασαν καὶ δὲν βρῆκαν νερό, ἐπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον του καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, γιατί ἐξαιτίας αὐτοῦ ὑπέφεραν δίψα καὶ κόπους καὶ κινδύνευαν νὰ πεθάνουν στὴν ἄνυδρο αὐτὴ ἔρημο. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἦταν καταβεβλημένος ἀπὸ τὸν δριμὺ πόνο καὶ τὶς κακώσεις καὶ ὑπέφερε ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν πληγή, τὴν ὁποία τοῦ δημιούργησαν οἱ ἄσπλαχνοι αὐτοὶ στρατιῶτες, δὲν ἀγανάκτησε ἐναντίον αὐτῶν, δὲν μνησικάκησε γιὰ τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιά. Ζήτησε λοιπὸν ἄδεια ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, ἔλαβε τὴν ἄδεια, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ ἐξάγει νερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σκληρὸ τόπο. Μετὰ τὴν προσευχή, κτύπησε τὴν ράβδο του στὸν τόπο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο ἔχυσε πηγὲς δακρύων, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐξῆλθε νερὸ γλυκὸ καὶ διαυγές, τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει μέχρι σήμερα καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τὸν Θεό, ἐνθυμούμενοι τὸ ἐξαίσιο θαῦμα.
Ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἤπιαν ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ κατέσβησαν τὴ δίψα τους, ξεκίνησαν πάλι τὴν ὁδοιπορία τους, δείχνοντας σεβασμὸ στὸν Ὅσιο καὶ μετάνοια γιὰ ὅσα κακὰ προξένησαν σὲ αὐτόν, γιατί ἀπὸ τὸ θαῦμα πείσθηκαν ὅτι ὁ συνοδός τους δὲν ἦταν τέτοιος ποὺ κατηγοροῦσαν. Τὴν πεποίθηση αὐτὴ τὴν ἐπιβεβαίωσε καὶ ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου: κατὰ τὴν διαδρομὴ πετοῦσαν ἄγρια περιστέρια, τὰ ὁποία οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νὰ σκοτώσουν πυροβολώντας τα. Ἀλλά, ἂν καὶ πολλὰ ὅπλα ἄδειασαν ἐναντίον τους, δὲν σκότωσαν κανένα περιστέρι. Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε σὲ αὐτοὺς νὰ σταματήσουν νὰ πυροβολοῦν καὶ αὐτὸς θὰ μπορέσει νὰ δώσει σὲ αὐτοὺς ζωντανὰ τὰ περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἔπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ἕνα σὲ κάθε Τοῦρκο. Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐξεπλάγησαν καὶ ἄφησαν τὸν Ὅσιο ἐλεύθερο νὰ πάει στὸ ἔργο του καὶ νὰ κάνει ὅτι θέλει καὶ ὅτι τὸν διατάξει ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ πῆγε στὴ μονὴ καὶ βρῆκε τοὺς μαθητές του νὰ εἶναι ἀπαρηγόρητοι ἐξαιτίας τὴν ἀπώλειας τοῦ διδασκάλου καὶ προστάτη τους. Τοὺς ἐνθάρρυνε λέγοντας ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο ποὺ ξεκίνησαν καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Σὲ σύντομο λοιπὸν χρονικὸ διάστημα τὸ ἔργο τελείωσε, ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξαπλώθηκε ταχύτατα στὴν περιοχή, ὥστε ἡ ἄγονη καὶ τραχεία ἔρημος τοῦ Δομποῦ ἔγινε πόλη μουσόφιλη καὶ εὔανδρη, καθὼς συνέρρευσαν ἄνδρες ἀρετῆς καὶ παιδείας. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ συρροὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ ὅσων ποθοῦσαν τὴ μοναδικὴ πολιτεία καὶ τὴν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τὸ μοναστήρι ἦταν ἀνεπαρκὲς γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ τῶν πνευματικὰ ἀνήσυχων. Ἀποχωροῦσαν λοιπὸν ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ἔμεναν στὴν ἔρημο συγγράφοντας καὶ ἐξασκώντας τοὺς κανόνες τῆς μοναδικῆς πολιτείας.
Μετὰ τὴν παρέλευση τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἔμελλε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ νὰ ἀποχωρήσει γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα, μὲ σκοπὸ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀμοιβὴ τῶν διηνεκῶν κόπων του, τοὺς ὁποίους κατέβαλε στὴν γῆ γιὰ δοξολογία τοῦ θείου Αὐτοῦ Ὀνόματος. Ὅταν προεῖδε τὸν χρόνο τῆς τελειώσεως τοῦ βίου του, κάλεσε τοὺς ἀγαπημένους του μαθητὲς καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τούς ἔδωσε συμβουλὲς νὰ μὴν ξεχνοῦν τὰ διδάγματά του, νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, τὴν προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὀλιγάρκεια, μιμούμενοι τὸν Σωτῆρα Χριστὸ ποὺ ταπεινώθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τοὺς ζήτησε μάλιστα νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸ παλαιὸ μοναστήρι ποὺ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ μείνει ἄγνωστη ἡ τοποθεσία τῆς ταφῆς καὶ νὰ μὴν συρρέει κόσμος. Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ στὸν Θεό, εὐλόγησε τοὺς πολλοὺς μαθητές του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πλάστη, τὸν Ὁποῖο πόθησε ἀπὸ τὴν βρεφικὴ ἡλικία καὶ ἀκολούθησε μὲ αὐταπάρνηση.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου παρέλαβαν μὲ εὐλάβεια οἱ μαθητές του τὸ καταπονημένο ἀπὸ τὴν ἄσκηση σῶμα καὶ τὸ μετέφεραν στὸν τόπο, ποὺ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, ὅσο ζοῦσε. Ἐκεῖ κάποιος μοναχὸς ταγμένος ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα φύλαγε γιὰ δύο ὁλόκληρα χρόνια τὸν θεῖο αὐτὸ θησαυρό, γιὰ νὰ μὴν συληθεῖ ἀπὸ κανέναν ἱερόσυλο, φόβος ποὺ ὁδήγησε στὴν ταχεῖα ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Γιατί καὶ κάτω ἀπὸ τὴν γῆ ὁ Κύριος δὲν ἄφησε τὸν Ὅσιος χωρὶς μαρτυρία, καθὼς θεῖο φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φώτιζε τὸν τάφο του καὶ ὁδηγοῦσε πολλοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν στὸν τάφο καὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Ὁσίου.
Μετὰ τὴν συμπλήρωση δύο χρόνων, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ ποὺ ἀνέβλυζαν εὐωδία καὶ μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸ παλαιὸ μοναστήρι στὸ διατηρούμενο τώρα μοναστήρι καὶ κατατέθηκαν μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ ὡς κειμήλιο ἱερὸ καὶ θησαυρὸς ἀδάπανος τοῦ μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Ὅσιος μὲ πολλοὺς κόπους καὶ μόχθους πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ψυχικὴ ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν τὸ 1602, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς καὶ ὥρα 6η τῆς μεσημβρίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Βοιωτίας, ἔμπνουν ὄργανον, τῆς ἐγκρατείας, ἀνεδείχθης Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε· σὺ γὰρ Ὁσίων βαδίσας τοῖς ἴχνεσιν, ἀρτιφανῶς ἐν τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τοῖς ῥείθροις Ἅγιε πικρᾶς θαλάσσης, τὸν Σταυρὸν ἁψάμενος, ταύτην ἐγλύκανας σοφέ, καὶ τοὺς διψῶντας ἐπότισας, ὦ Σεραφεὶμ ως θεράπων τοῦ Κτίσαντος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βοιωτίας θεῖος βλαστός, καὶ τῶν Μοναζόντων, γνώμων ἔμπρακτος ἀληθῶς· χαίροις τῆς Ἑλλάδος, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, Ὁσίων ἡ προσθήκη, Σεραφεὶμ Ὅσιε.