Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009
Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου (25 Μαρτίου)
Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου, Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου της Βάτου, Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου της Ευαγγελίστριας, Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου των Κηπουρέων, Σεννουφίου του Σημειοφόρου, Θεοδοσίας και Πελαγίας Μαρτύρων, δημίου Μάρτυρος, Τίμωνος του Ερημίτου, Παρθενίου Οσίου, Τύχωνος Πατριάρχου Ευαγγελισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου (εορτή Ευάγγελος, Ευαγγελία) Η λειτουργική παράδοση και η Ορθόδοξη πνευματικότητα τοποθετούν σε ιδιαίτερη θέση την σημερινή εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Και είναι αλήθεια ότι οι θεομητορικές εορτές πλουτίζουν την λειτουργική μας ζωή, γιατί ο Λόγος του Θεού πάντοτε ατενίζει με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό την μεσίτρια του ουρανού. Οι θεολογικοί λόγοι και ύμνοι στην Κυρία Θεοτόκο είναι σε τελευταία ανάλυση δοξολογία στον Λόγο του Θεού, που έγινε άνθρωπος για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Το μόνο όνομα της Θεοτόκου, Μητέρα του Θεού, περιέχει όλο το μυστήριο της οικονομίας της σωτηρίας, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αποδεικνύεται έτσι ότι η Μητέρα του Χριστού αποκαλύπτεται στους πιστούς ως η κατ εξοχήν μάρτυς του γεγονότος, πως ο Θεός προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση, στην οποία άνοιξε τον δρόμο της σωτηρίας. Σωτηρία που αποβαίνει πραγματικότητα και γεγονός που σημαίνει την έλευση της Βασιλείας του Θεού. Σε μία ομιλία του ο Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος εστί τε και λέγεται. Άρα τις εστι ταύτης υψηλοτέρα υπόθεσης;& ως γαρ ουκ έστιν εύκολον νοείν τε και φράζειν Θεόν, μάλλον δε καθάπαξ αδύνατον, ούτως το μέγα της Θεοτόκου μυστήριον, και διανοίας και γλώττης εστίν ανώτερον. Επεί ουν Θεόν σαρκωθέντα τεκούσα Θεοτόκος ονομάζεται». Το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν νοείται ανεξάρτητα από το ανθρώπινο γένος. Η Θεοτόκος είναι ο υγιής καρπός της ανθρώπινης φύσεως και η καλύτερη προσφορά των ανθρώπων στον Χριστό. Στην προσφορά όλης της κτίσεως συμμετέχουμε και εμείς με την Παναγία. Ο αγιογράφος , όταν αγιογραφεί στην κόγχη του Ιερού Βήματος την Πλατυτέρα, δεν θέλει να εικονίσει μόνο την Παναγία, αλλά όλη την Εκκλησία που έχει κέντρο της τον Χριστό. Η Παναγία έγινε Εκκλησία και γέννησε την Εκκλησία. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι ο Κύριος «ενανθρωπήσας σάρκα Εκκλησίας προσέλαβε». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων συνδέει το πρόσωπο της Θεοτόκου με την έννοια της Εκκλησίας, γι αυτό λέγει: «υμνούμεν την αειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι την αγίαν Εκκλησίαν». Η αναφορά, λοιπόν, στην Παρθένο Μαρία υπενθυμίζει την χαρά της λυτρώσεως του ανθρώπου από τον Χριστό, γιατί εκείνη υπηρέτησε πιστά το μυστήριο της σωτηρίας μας. Η αγνή και άσπιλη Παρθένος, η πιστή και ταπεινή κόρη της Βηθλεέμ, μπροστά στα μάτια του Θεού ευρέθηκε ως «η μόνη εν γυναιξί ευλογημένη και καλή». Αυτήν διάλεξε ο Ουράνιος όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και «ο Λόγος σαρξ εγένετο». Ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός μας, που πάντοτε φροντίζει το γένος των ανθρώπων, επειδή είδε το έργο που έπλασε με τα χέρια Του να είναι υπόδουλο στον διάβολο, θέλησε να αποστείλει τον Υιό Του τον Μονογενή, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, για να το απολυτρώσει από τα χέρια του διαβόλου. Επειδή όμως, δεν θέλησε να το μάθει, όχι μόνο ο Σατανάς, αλλά και οι ίδιες οι ουράνιες δυνάμεις, σε έναν από τους Αρχαγγέλους, στον ένδοξο Γαβριήλ εκμυστηρεύτηκε το μυστήριο. Προοικονομεί δε ότι η Αγία Παρθένος θα γεννήσει αγνή και καθαρή, γιατί ήταν άξια τέτοιου καλού. Όταν ο Θεός Πατέρας ευδόκησε να πραγματοποιήσει «το χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «το μυστήριον το κεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών», το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, για την λύτρωση του ανθρώπινου γένους, μόνο αυτή δέχθηκε την θεία αποκάλυψη του μυστηρίου και κρίθηκε ικανή να υπηρετήσει το έργο της σωτηρίας. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, στην πίστη και τη δογματική της διδασκαλία, ο Ευαγγελισμός είναι της «σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις». Ο Άγγελος ανακοινώνει και ευαγγελίζεται την θεία βουλή. Αλλά η Παρθένος δεν σιωπά. Ανταποκρίνεται στην θεία κλήση με ταπείνωση και πίστη: «Ιδού η δούλη του Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Η θεία βουλή γίνεται δεκτή και βρίσκει ανταπόκριση. Και αυτή η ανθρώπινη ανταπόκριση είναι ότι ακριβώς χρειάζεται σ αυτό το σημείο. Η υπακοή της Παναγίας αντισταθμίζει την ανυπακοή της Εύας. Με αυτή την έννοια η Παρθένος είναι η δεύτερη Εύα και ο Υιός της ο δεύτερος Αδάμ. Όπως η Εύα εξαπατήθηκε από τον λόγο ενός αγγέλου, για να φύγει από τον Θεό παραβαίνοντας τον λόγο Του, έτσι η Παναγία δέχθηκε τον Ευαγγελισμό από τον λόγο ενός Αγγέλου, έτσι ώστε να φέρει τον Θεό μέσα της, υπακούοντας στον λόγο Του. «Διά της Εύας ο θάνατος, διά της Μαρίας η Ζωή», κηρύττει ο Άγιος Ιερώνυμος. Αυτή η υπακοή και η χαρούμενη αποδοχή του λυτρωτικού σκοπού του Θεού ήταν μία πράξη ελευθερίας. Ήταν ελευθερία υπακοής και όχι πρωτοβουλία, ελευθερία αγάπης και λατρείας, ταπεινώσεως και εμπιστοσύνης. Κατά τις ημέρες της δημιουργίας του κόσμου, όταν ο Θεός εξέφερε τον ζωντανό και παντοδύναμο λόγο Του «γεννηθήτω», ο λόγος του Δημιουργού παρήγαγε εντός του κόσμου τα όντα. Αλλά την ημέρα εκείνη, η οποία δεν έχει την όμοιά της από της υπάρξεως του κόσμου, όταν η θεία Μαρία προσέφερε το σεμνό και υπάκουο «Γένοιτο», ο λόγος του δημιουργήματος κατέβασε στον κόσμο τον Δημιουργό. Εδώ ο Θεός και πάλι προσφέρει τον λόγο Του: «Θα συλλάβεις, θα γεννήσεις υιό και θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα γίνει μέγας και θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου. Σε αυτόν θα δώσει ο Κύριος ο Θεός τον θρόνο του Δαυίδ, του προπάτορά Του. Θα βασιλεύσει για πάντα στους απογόνους του Ιακώβ και η βασιλεία Του δεν θα έχει τέλος». Η Θεοτόκος αποδέχεται το θέλημα του Θεού και το αποτέλεσμα θα είναι τόσο θαυμαστό. Αυτή η υπακοή είναι η μεγαλειώδης δύναμη, είναι η καθαρή και τέλεια αφοσίωση της Μαρίας στον Θεό, αφοσίωση της θελήσεώς της, της σκέψεώς της, της ψυχής της και της όλης υπάρξεώς της και όλων των δυνάμεών της, όλων των πράξεών της, των ελπίδων της και των προσδοκιών της. Οι αρχές της εορτής του Ευαγγελισμού δεν είναι επακριβώς γνωστές. Το γεγονός ότι η Αγία Ελένη έκτισε στη Ναζαρέτ βασιλική, στην οποία περιλαμβανόταν κατά παράδοση ο οίκος της Θεοτόκου, όπου αυτή δέχθηκε τον Ευαγγελισμό, επέδρασε ίσως στη σύσταση τοπικής εορτής. Οι πρώτες μαρτυρίες περί αυτής ευρίσκονται στον Άγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 430 μ.Χ. και στο Πασχάλιον Χρονικόν (624 μ.Χ.), όπου χαρακτηρίζεται ως συσταθείσα στις 25 Μαρτίου από τους θεοφόρους δασκάλους. Η μεγαλοπρεπής πανήγυρη του Ευαγγελισμού ετελείτο από τους Βυζαντινούς στο ναό των Χαλκοπρατείων, όπου παρίσταντο και οι αυτοκράτορες. Κατά τον 15ο αιώνα μ.Χ. η Πανυχίδα ετελείτο στο παλάτι.