Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ο Μητροπολίτης Μάνης μιλά για το Αρχιερατικό αξίωμα.

 

S25C 7i25011709210 e1739544738582

Του  Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ,

Συνέντευξη με θέμα την “Το Αρχιερατικό Αξίωμα” παραχώρησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος Γ΄, στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr

Ο Μητροπολίτης μιλά για την θέση του Επισκόπου μέσα στην Εκκλησία, την Αποστολική Διαδοχή, τα άμφια και την θέση του Αρχιερέα μέσα στην λατρεία της Εκκλησίας, αλλά και στην σχέση του με την Σύνοδο.

  1. Ποια είναι η αρχή του Αρχιερατικού αξιώματος;

Η ἀρχή τοῦ Ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί αὐτό, ἔχει ὡς βάση τό τρισσόν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο περιλαμβάνει τό Προφητικό, τό Ἀρχιερατικό καί τό Βασιλικό ἀξίωμα. Εἰδικότερα, τό Ἀρχιερατικό, σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός αὐτοπροσφέροντας Ἑαυτόν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, ἀποβαίνει ὁ ὕψιστος Ἀρχιερεύς, ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς. Κατ’ ἐξοχήν, ἐξαίρεται τό Ἀρχιερατικόν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὅπου γίνεται λόγος γιά τόν Κύριο, ὡς «ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τούς οὐρανούς» (Ἑβρ. 4,14). Καί ὁ Κλήμης Ρώμης (2ος αἰ.) ἀποκαλεῖ τόν Χριστό «ἀρχιερέα τῶν προσφορῶν ἡμῶν, τόν προστάτην καί βοηθόν τῆς ἀσθενείας ἡμῶν» (ΒΕΠΕΣ 1,27). 

     Ὁ Χριστός, παραδούς Ἑαυτόν θυσίαν ὑπέρ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, προσαγορεύθηκε ὑπό τοῦ Θεοῦ Πατρός «Ἀρχιερεύς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ», (Ἑβρ. 5,10), «ὅς καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν Ἁγίων λειτουργός καί τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἥν ἔπηξεν ὁ Κύριος καί οὐκ ἄνθρωπος» (Ἑβρ. 8, 1-3). Εἶναι δέ ἐξόχως χαρακτηριστικό, ὅ,τι Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται, ἀπό τόν Ἀπ. Πέτρο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Γράφει συγκεκριμένα: «Ἦτε γάρ ὡς πρόβατα πλανώμενα. Ἀλλ’ ἐπεστράφητε νῦν ἐπί τόν ποιμένα καί ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ὑμῶν» (Α’ Πέτρ. 2,25). Αὐτός δέ, ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ Χριστός, παρέδωκε στούς μαθητές Του καί Ἀποστόλους, τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, καταπέμψας σ’ αὐτούς τό Πανάγιον Πνεῦμα καί οἱ Ἀπόστολοι στή συνέχεια στούς διαδόχους τους κατά τήν ἀποστολική διαδοχή, τούς Ἐπισκόπους καί ἐκεῖνοι μέ τό ἱερό Μυστήριο τῆς χειροτονίας στούς λειτουργούς τῶν θείων Μυστηρίων κληρικούς. 

     Ἔτσι ἡ Ἀρχιερωσύνη εἶναι μέγιστο θεῖον ὑπούργημα. Εἶναι μέγα καί ὑψηλό λειτούργημα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ ἴδιος ὁ Παράκλητος, τό Ἅγιον Πνεῦμα δίδει, προσφέρει, τήν Χάριν. Ἔχει θεία ἀρχή. Καί ἀκόμη, τήν Ἀρχιερωσύνη, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τήν καθιέρωσαν. 

     Ὁ Ἀρχιερεύς ἀποκαλεῖται στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία καί Ἐπίσκοπος, πού σημαίνει ὅτι ἔχει τήν ἐποπτεία ἐπί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐποπτεύει, ἐπισκοπεῖ καί ἐπιτηρεῖ, βλέπει καί διαφεντεύει πάντα τά γενόμενα στήν Ἐκκλησία. 

     2. Ποια είναι η θέση του Αρχιερέως – Επισκόπου στην Εκκλησία; 

Ὅπως μανθάνουμε ἀπό τά Ἱερά Εὐαγγέλια, ὁ Χριστός κάλεσε δώδεκα μαθητές χάριν τοῦ σωτηρίου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας Του καί τούς ἀνέθεσε τό ἔργο τοῦ «κηρύσσειν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 9,2) καί συγχρόνως ἀφοῦ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἀπεστάλησαν πρός ἐνάσκηση καί τοῦ ἀρχιερατικοῦ ἀξιώματος. Συνεχιστές δέ τῶν Ἀποστόλων, ὡς διάδοχοι αὐτῶν, εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, ὅπως ἤδη τονίσαμε. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔρχεται καί ὑπογραμμίζει πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, ὅτι «ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ» (Πράξ. 20,28). 

     Κατ’ ἀκολουθίαν, ὁ Ἐπίσκοπος «εἰκονίζει τόν Σωτῆρα ἡμῶν, τόν Χριστόν» (Συμεών, Ἀρχιεπισκόπου Θεσ/κης, Τά ἅπαντα, ἔκδ. Ρηγοπούλου, 2001, σ. 320). Εἶναι διάδοχος τῆς χάριτος τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἡ ὁρατή κεφαλή τοῦ σώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καί βιώνεται ἡ πληρότητα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. 

     Βέβαια, κατά τόν Α’ αἰῶνα, ἐμφανίζεται μία σύγχυση στήν ὁρολογία μεταξύ Ἐπισκόπων καί πρεσβυτέρων. Ἔτσι στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» γράφεται ὅτι οἱ Ἀπ. Παῦλος καί Βαρνάβας χειροτόνησαν στίς νέες ἐκκλησιαστικές κοινότητες στά Λύστρα, στό Ἰκόνιο καί στήν Ἀντιόχεια «πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν» (Πράξ. 14,23), χωρίς νά κάμνουν λόγο γιά Ἐπίσκοπο. Ὅμως, ἡ πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ Ἀπ. Παύλου ἀπευθύνεται «πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (δηλ. ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας) σύν ἐπισκόποις καί διακόνοις» (Φιλ. 1,1), χωρίς ἐδῶ νά γίνεται μνεία πρεσβυτέρων. Ἀργότερα ὁ Ἐπίσκοπος ἔλαβε καθοριστική τήν διάκρισή του ἀπό τόν πρεσβύτερο.

     Ἔτσι διαμορφώθηκαν οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης. Τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ Διακόνου. Εἰδικότερα, ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος (2ος αἰ.), καλεῖ τόν Ἐπίσκοπον «ὄντα τύπον τοῦ Πατρός» (Τραλλιανοῖς, ΙΙΙ, ΕΠΕ 4, 104) καί προσθέτει: «Μηδείς χωρίς ἐπισκόπου τί πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω ἡ ὑπό τόν ἐπίσκοπον οὖσα, ἤ ᾧ ἄν αὐτός ἐπιτρέψῃ. Ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω˙ ὥσπερ ὅπου ὁ Χριστός, πᾶσα ἡ οὐράνιος στρατιά παρέστηκεν, ὡς ἀρχιστρατήγῳ τῆς δυνάμεως Κυρίου, καί διανομεῖ πάσης νοητῆς φύσεως. Οὐκ ἐξόν ἐστι χωρίς τοῦ ἐπισκόπου, οὔτε βαπτίζειν, οὔτε προσφέρειν, οὔτε θυσίαν προσκομίζειν, οὔτε δοχήν ἐπιτελεῖν˙ ἀλλ’ ὅ ἄν ἐκείνῳ δοκῇ, κατ’ εὐαρέστησιν Θεοῦ ἵνα ἀσφαλές ἤ καί βέβαιον πᾶν ὅ ἄν πράσσετε» (Σμυρναίοις, VIII, ΕΠΕ 4, 254).

     Οἱ Ἐπίσκοποι, συνεπῶς, στήν Ἐκκλησία ἀναφαίνονται ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους, ὡς οἱ ἀνώτεροι στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἡ διάκριση τῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς πρεσβυτέρους καί βέβαια τούς διακόνους εἶναι καταφανής ἀπ’ αὐτῆς τῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἄλλα εἶναι τά λειτουργήματα καί καθήκοντα τοῦ Ἐπισκόπου καί ἄλλα τῶν ἄλλων δύο βαθμῶν, τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ διακόνου.

     3. Πώς γίνεται η χειροτονία ενός Αρχιερέως;

Πρόκειται γιά μία συγκλονιστική, ἱερή καί ἱστορική στιγμή. Εἶναι μέγα Μυστήριο. Τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέρχεται στόν ὑποψήφιο καί τόν καθιστᾶ Ἀρχιερέα Χριστοῦ. Ὁ ἐψηφισμένος Ἀρχιερεύς, ἀφοῦ δώσει τό Μικρό Μήνυμα ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (τελετή ὅπου ὁ ἐκλεγείς λαμβάνει γνώση τῆς ἐκλογῆς του καί δηλώνει τήν ἀποδοχή του), ἡ ὁποία τόν ἐξέλεξε μετά ἀπό μυστική ψηφοφορία (ψηφίζουν μόνο οἱ Ἀρχιερεῖς) καί δώσει ἐπίσης καί τό Μέγα Μήνυμα, ἡ τάξη γιά τό μυστήριο τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Τήν ἡμέρα πού πρόκειται νά χειροτονηθεῖ στόν καθωρισμένο Ἱερό Ναό, μετά τό πέρας τῆς Δοξολογίας ἐξέρχονται οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὁ πρῶτος τῇ τάξει, συνήθως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἵστανται στό μέσο τοῦ Ναοῦ. Τότε οἱ διάκονοι ἀφοῦ λάβουν εὐλογία ἐξάγουν ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τόν ἐψηφισμένο ἔχοντας αὐτός προηγουμένως ἐνδυθεῖ μόνον ἐπιτραχήλιον καί φελώνιον, φέροντος στά χέρια του τό Ἱ. Εὐαγγέλιο καί ἐξερχόμενος ἵσταται ἐπί τῆς Ὡραίας Πύλης πάνω σέ τάπητα πού φέρει ἀετό, πού δηλώνει τό ὕψος τῆς θεολογίας καί ἀμέσως ἀφοῦ ἀνοίξει τό Εὐαγγέλιο ἀναγιγνώσκει τήν λεγομένη Ὁμολογία. Τό κείμενο αὐτό ἀρχίζει μέ τήν φράση: Ὁ δεῖνα (λέγει τό μικρό ὄνομά του) ἐλέῳ Θεοῦ ἐψηφισμένος Μητροπολίτης (ἤ Ἐπίσκοπος) τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως (ἤ Ἐπισκοπῆς) (καί λέγει τό ὄνομα), οἰκείᾳ χειρί προέταξα.

     Στή συνέχεια, ἐκφωνεῖ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως (δηλαδή τό «Πιστεύω») καί μετά ἐκφωνεῖ καί ὁμολογεῖ τά κάτωθι ἐξόχως σημαντικά λόγια: Πρός δέ τούτοις στέργω καί ἀποδέχομαι τάς ἁγίας ἑπτά οἰκουμενικάς Συνόδους, καί τῶν Τοπικῶν, ἅς ἐκεῖναι ἀποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπί φυλακῇ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων ἀθροισθεῖσαι. Ὁμολογῶ πάντας τούς ὑπ’ αὐτῶν, ὡς ὑπό φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁδηγουμένων, ἐκτεθέντας ὅρους τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τούς ἱερούς κανόνας, οὕς οἱ Μακάριοι ἐκεῖνοι, πρός τήν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας διακόσμησιν καί τῶν ἠθῶν εὐταξίαν κατά τάς Ἀποστολικάς παραδόσεις καί τήν διάνοιαν τῆς Εὐαγγελικῆς θείας διδασκαλίας συντάξαντες, παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐνστερνίζομαι, καί κατ’ αὐτούς ἰθύνειν ἐπιμελήσομαι τήν θείῳ βουλήματι κληρωθεῖσάν μοι διακονίαν καί κατ’ αὐτούς διατελέσω διδάσκων πάντα τόν τῇ πνευματικῇ μοι ποιμαντορία πεπιστευμένον Ἱερόν κλῆρον καί τόν περιούσιον Λαόν τοῦ Κυρίου.

Προὐργιαίτατα δέ μοι ὁμολογεῖται, ἵνα τηρῶ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης, πάντα μέν, ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει, ταῦτα πρεσβεύων καγώ καί πιστεύων, μηδέν προστιθείς, μηδέν ἀφαιρῶν, μηδέν μεταβάλων μήτε τῶν δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων, ἀλλά τούτοις ἐμμένων καί ταῦτα μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγαθῆς συνειδήσεως διδάσκων καί κηρύττων, πάντα δέ ὅσα ἐκείνη κατακρίνουσα ὡς ετεροδιδασκαλίας ἀποδοκιμάζει, ταῦτα καγώ ἀποδοκιμάζων καί ἀποδιοπομπούμενος διά παντός.

     Πείσομαι δ’ ἐσαεί προθύμως ἐν τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς καί τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ, ὡς ἀνωτάτη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σεβόμενος καί τηρῶν τάς δωρηθείσας αὐτῇ προνομίας πρός καταρτισμόν τε καί στηριγμόν τῆς παρ’ ἡμῖν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἐπιμελήσομαι, ὅση μοι δύναμι παρίεστι, ὀρθοτομεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας εἰς δόξαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τῆς μιᾶς ὑπερουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί πρός σωτηρίαν τῶν πιστῶν». 

     Πρόκειται γιά φρικτά, ἱερότατα λόγια, τά ὁποῖα καί συγκλονίζουν τόν χειροτονούμενο, πού αὐτά πρέπει πάντα νά τά ἔχει ὑπ’ ὄψιν του καί νά τά φυλάττει στή προσωπική του μετέπειτα διακονία τῆς ἀρχιερωσύνης Του καί νά τόν καθοδηγοῦν.

     Ἔπειτα, στό τέλος τῆς ἐκφώνησης τῆς Ὁμολογίας λέγει: «Ὁ (δεῖνα) ἐλέῳ Θεοῦ ἐψηφισμένος Μητροπολίτης (ἤ Ἐπίσκοπος) τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως (ἤ Ἐπισκοπῆς) (καί ἀναφέρει τό ὄνομα) οἰκείᾳ χειρί ὑπέταξα». Στή συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ τάξη τῆς εὐλογίας ἀπό τόν Ἀρχιερέα πού πρόκειται νά τόν χειροτονήσει μέ τά λόγια: «Ἡ χάρις τοῦ παναγίου καί ζωοποιοῦ Πνεύματος διά τῆς ἡμῶν ταπεινότητος προχειρίζεταί σε Μητροπολίτην τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως (ἐκφωνεῖται τό ὄνομα). Ἀκολουθοῦν οἱ ἀσπασμοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐκκλησιολογική σημασία καί πάλιν εὐλογία: «Ἡ χάρις τοῦ παναγίου καί ζωοποιοῦ Πνεύματος ἔστω μετά σοῦ, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

     Ὅταν δέ τελειώσει ὁ Τρισάγιος ὕμνος καί οἱ φῆμες, τότε τελεῖται ἡ χειροτονία σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική τάξη. Στό σημεῖο αὐτό εἶναι σπουδαῖο νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε ἐπί τῇ βάσει καί τοῦ 1ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα νά εὑρίσκονται ἀπαραιτήτως στή χειροτονία δύο ἤ τρεῖς Ἐπίσκοποι. Μάλιστα οἱ «Ἀποστολικές Διαταγές» ἀναφέρουν ὅτι: «Τόν Ἐπίσκοπο διατάσσουμε νά χειροτονῆται ἀπό τρεῖς Ἐπισκόπους, ἤ τό λιγότερο ἀπό δύο… Διότι ἡ μαρτυρία τῶν δύο καί τριῶν βεβαιότερη καί ἀσφαλής».

     Ἐπειδή δέ ὁ Ἀρχιερεύς ἔχει πλήρη τήν ἱερατική ἰδιότητα κλίνει ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τά δύο γόνατα, θέτοντας τά χέρια του ἐπί τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί πάνω σ’ αὐτά τό μέτωπό του. Ὁ Ἀρχιερεύς πού χειροτονεῖ ἐπιθέτει στή κεφαλή τοῦ χειροτονημένου τό ὠμοφόριόν του καί τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο ἀνεωγμένο. Καί τοῦτο διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσ/κης: «Τίθεται σέ ἀνοικτόν ἐπί τῆς κεφαλῆς καί ἐπί τοῦ τραχήλου τοῦ χειροτονομένου καί δηλοῖ ὅτι τό ἔργον αὐτό ἔχει κεφαλήν τόν Χριστόν, κεφαλή αὐτός γινόμενος τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι πρέπει νά ἠξεύρη ὅλα τά τοῦ Χριστοῦ καί νά ἔχῃ ὅσον τό δυνατόν ὅλην τήν γνῶσιν αὐτοῦ, καί διά τοῦτο τίθεται ἐπί τῆς κεφαλῆς του, ἡ ὁποία εἶναι τό ἡγεμονικόν τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι δέ ὅτι πρέπει ὅλον τόν νοῦν καί τόν λόγον καί τάς αἰσθήσεις νά τάς προσαρμόση καί νά τάς ρυθμίση κατά τόν Θεόν καί νά ἔχῃ τόν αὐχένα ὑποκάτω τοῦ ἐλαφροτάτου ζυγοῦ τοῦ Χριστοῦ καί νά μή κάμη τίποτε παρά γνώμην αὐτοῦ, καθότι καί τήν Ἐκκλησίαν του τήν ἐδέχθη ἐπί τῆς κεφαλῆς καί τοῦ αὐχένος του διά μέσου τοῦ Εὐαγγελίου». Οἱ ἄλλοι συνιερουργοῦντες Ἀρχιερεῖς συνεφάπτονται μέ τόν πρῶτο στή τάξη δηλώνοντας τήν Ἀποστολική διαδοχή.

     Ἀκολουθεῖ ἡ κορυφαία καί ἱεροτάτη στιγμή τῆς χειροτονίας μέ τά λόγια πού ἐκφωνοῦνται: «Ψήφῳ καί δοκιμασίᾳ τῶν ἁγιωτάτων Μητροπολιτῶν τῶν συγκροτούντων τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

     Ἡ θεία χάρις, ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα, καί τά ελλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται (τόν δεῖνα) τόν Θεοφιλέστατον Πρεσβύτερον εἰς Ἐπίσκοπον τῆς Θεοσώστου Πόλεως (τῆσδε)  εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ’ αὐτόν ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος».

Στή συνέχεια, λέγονται δύο εὐχές γιά τό ἀνεπίληπτο τῆς ἀρχιερωσύνης καί τήν μίμηση τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος τοῦ Χριστοῦ καί κατόπιν ὁ χειροτονήσας αὐτόν Ἀρχιερεύς τόν ἐνδύει μέ τά ἀρχιερατικά ἄμφια, ἐνῶ συνάμα ἐκφωνεῖται τό «Ἄξιος». Σημαντική στιγμή εἶναι καί ὅταν στό τέλος τοῦ ἐπιδίδει καί τήν ποιμαντορική ράβδο (τήν πατερίτσα) μέ τά ἀξιοπρόσεκτα λόγια: «Λαβέ τήν ράβδον, ἵνα ποιμαίνης τό ἐμπιστευθέν σοι ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καί τοῖς μέν εὐπειθέσιν ἔστω αὐτοῖς ὑπό σοῦ βακτηρία καί ὑποστηριγμός, τοῖς δέ ἀπειθέσι καί εὐτραπέλοις χρῷ αὐτῇ ράβδῳ ἐπιστυπτικῇ, ράβδῳ παιδεύσεως».

    Ἡ λέξη ἐπιστυπτική εἶναι ἀπό τό ρῆμα ἐπιστύφω καί σημαίνει ράβδο ἐλέγχου καί ἐπίπληξης (Liddell – Scott, Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τ.3, σ. 383). Ὅλα αὐτά εἶναι ἐξόχως σημαντικά καί περικλείουν βαθειά ἐκκλησιολογική σημασία καί ἀξία.

     Ἀκολούθως συνεχίζεται ἡ θεία Λειτουργία.

     4. Ποια είναι τα άμφια του Αρχιερέως;

Ὁ Ἀρχιερεύς, κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας, ἐκτός ἀπό τά ἄμφια, τά ὁποῖα φορεῖ καί ὁ πρεσβύτερος, ἐπιπλέον ἐνδύεται τόν Σάκκο καί τό Ὠμοφόριο. Φέρει, ἐπίσης, Ἐγκόλπιο γιά τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἔκφραση ἀγάπης ἐκ τῶν κόλπων τῆς καρδίας πρός τό ποίμνιον καί βέβαια τόν ἐπιστήθιο Σταυρό, σύμβολο τῆς θυσίας. Ὡς ἐπίσης θέτει καί Μίτρα ἐπί τῆς κεφαλῆς του, ὡς καί κρατεῖ Ποιμαντορική ράβδο. 

     Τό κυριότερο (πού πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε) ἄμφιο τοῦ Ἀρχιερέως εἶναι τό Ὠμοφόριο. Τοῦτο δηλώνει ἀφ’ ἑνός μέν, τήν ἐκ Παρθένου σάρκωση καί ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τήν σωτηρία τοῦ χαμένου προβάτου ἀπό τόν Σωτῆρα Χριστό, δηλ. τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό βεβαιώνουν καί τά λόγια τήν στιγμή πού τό φορεῖ, ἤτοι: «Ἐπί τῶν ὤμων Χριστέ, τήν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς τῷ Θεῷ καί Πατρί προσήγαγες» (Ὠδή ζ’ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου).

     Ἀλλά καί στά ἄλλα ἀρχιερατικά ἄμφια προτάσσονται χαρακτηριστικές φράσεις μέ ἰδιαίτερο νόημα. Ἐνδυόμενος τόν Σάκκο λέγεται: «Οἱ Ἀρχιερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καί οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται» (Ψαλμ. 13,19). Ὅταν φορεῖ τό Ἐγκόλπιον: «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί Πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12). Ὅταν θέτει τήν Μίτρα: «Ἔθηκας ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ στέφανον ἐκ λίθων τιμίων  ζωήν ᾐτήσατό σε, καί ἔδωκας αὐτῷ μακρότητα ἡμερῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (Ψαλμ. 20,4-5) καί ὅταν λαμβάνει τήν Ράβδο: «Ράβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι Κύριος ἐκ Σιών, καί κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου» (Ψαλμ. 109,2). Ἐπίσης, φέρει καί Μανδύα (στίς Ἀκολουθίες κυρίως τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἑσπερινοῦ), πού δηλώνει τήν φυλακτική καί σκεπαστική δύναμη τοῦ Θεοῦ.  

     Κατ’ ἀκολουθίαν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, ἡ συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς του, ὡς διακονία στήν Ἐκκλησία, τυγχάνει τό πρώτιστο καθῆκον τοῦ Ἀρχιερέως. 

5. Πώς εκδηλώνεται το αξίωμα του Αρχιερέως στη λατρεία της Εκκλησίας;

Ὁ Ἀρχιερεύς προΐσταται τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί ἐκφράζει τήν πληρότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, εἰδικότερα, τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης φανεροῦται στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν θέση στήν ὁποία ἵσταται, τίς λειτουργικές κινήσεις του ὡς καί ἀπό τήν ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, τίς ἐκφωνήσεις καί τήν εὐλογία πού παρέχει στούς ἱερεῖς, τούς διακόνους καί τόν λαό. 

     Εἰδικότερα, ὁ Ἀρχιερεύς μέ τήν εἴσοδό του στόν Ἱ. Ναό εὐλογεῖ τόν λαό, δηλ. εὔχεται τήν εἰρήνη καί μετά ἀνέρχεται στό Δεσποτικό θρόνο. Τοῦτο γίνεται, ἐπειδή χωρίς εἰρήνη, δέν μποροῦμε τίποτα νά πράξουμε στό Ναό. Δέν εἶναι τό: «Εἰς πολλά ἔτη Δέσποτα» πού ψάλλεται ἐκείνη τήν στιγμή μία φιλοφροσύνη πρός τόν Ἐπίσκοπο. Εἶναι τελετουργική πράξη. Στή μακραίωνη πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀείποτε τοῦτο ψάλλεται καί μάλιστα μόνον στά ἑλληνικά. Στήν ἑλληνική δέ γλῶσσα, ψάλλονται καί «Τόν Δεσπότην καί Ἀρχιερέα», ὡς καί τό «ἄξιος» στίς χειροτονίες. Τό «Εἰς πολλά ἔτη, Δέσποτα» συνάμα ἀποτελεῖ σημεῖον τῆς ὅλης μεγαλοπρέπειας τῆς λατρείας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί τῆς ὅλης θέσεως τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καί ἀξιώματος στήν Ἐκκλησία ὡς καί τῆς τελειωτικῆς τάξεως τῆς καί ἀνωτάτης ὅλων τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν τάξεων. Ἔτσι σέ κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ζῶσα ἡ παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου.

     Γι’ αὐτό καί μνημονεύεται τό ὄνομά του. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι, ὅταν ἐκφώνως ὁ ἱερέας λέγει τό «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν…» καί στή συνέχεια λέγει «ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις», δέν ἀναφέρεται μόνο στόν τόπο τῆς ἐπισκοπῆς πού διαποιμαίνει ὁ ἐν λόγῳ Ἐπίσκοπος, ἀλλά λέγει: «Ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις», πού σημαίνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι Ἀρχιερεύς συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρεται δηλ. σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία, καθ’ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική». Ἔπειτα, ὅταν ἄρχεται ἡ Θ. Λειτουργία, ὁ Ἀρχιερεύς ἵσταται ἐπί τοῦ Δεσποτικοῦ Θρόνου καί εὐλογεῖ τίς ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα ὡς καί τήν Συναπτή τοῦ διακόνου. Στή συνέχεια, κατά τήν λεγομένη Μικρά Εἴσοδο, κατέρχεται ἐκ τοῦ Δεσποτικοῦ Θρόνου, ὅταν ψάλλεται τό Ἀπολυτίκιον καί ἵσταται πλέον πρό τῆς Ὡραίας Πύλης. 

     Μετά τό «Σοφία Ὀρθοί», ψάλλει τό ἀνάλογον «Εἰσοδικόν» καί εἰσέρχεται στό Ἱερό Βῆμα, ἀφοῦ ἔχει εὐλογήσει τόν λαόν μέ τά δικηροτρίκηρα εἰς τύπον Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἰς τούς Οὐρανούς ἀναληφθείς, ὕψωσε τάς χεῖρας Του καί εὐλόγησε τούς Μαθητάς Του. Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἀρχιερέως στό Ἱερό Βῆμα συμβολίζει τήν εἴσοδό του στούς Οὐρανούς, ὅπου οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἀπαύστως αἰνοῦν καί δοξολογοῦν τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἀρχίζει, ὀλίγον κατόπιν, ὁ Τρισάγιος Ὕμνος,  «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος». Τό «Ἅγιος» τό ἔχομεν ὑπό τῶν Σεραφείμ, πού εἶδε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τά δέ «Ἰσχυρός» καί Ἀθάνατος» ἀπό τόν προφητάνακτα Δαυΐδ. Τότε, ὁ Ἀρχιερεύς κρατεῖ ἐπάνω ἀπό τό Ἱ. Εὐαγγέλιο τό Δικέρι δηλώνοντας ὅτι ὁ Ὕμνος παραπέμπει εἰς τάς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, καί ἔπειτα τό Τρικέρι δηλώνοντας τήν Ἁγία Τριάδα. Ἔπειτα ἐξέρχεται τῶν θυρῶν καί εὐλογεῖ τόν λαόν, μεταδίδοντας τίς θείες δωρεές τῆς Παναγίας Τριάδος, ἐκφωνῶν τό: «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ…».

     Δίδοντας τήν εὐλογία εἰσέρχεται στό Ἱερό Βῆμα καί πηγαίνει καί κάθεται στό Ἱερό Σύνθρονο, ὅπου ἐκεῖ κάθεται μόνον ὁ οἰκεῖος Ἀρχιερεύς, συμβολίζοντας τό: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ κάθου ἐκ δεξιῶν μου» (Ματθ. 22,44), ἀλλά καί τό ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ: «Τήν προσαγωγήν ἐσχήκαμεν πρός τόν Πατέρα καί διά τοῦτο ὁ Πατήρ Αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος» (Ἐφ. 1, 20-21). Ὅταν στή συνέχεια ψάλλεται ἡ φήμη τοῦ Ἀρχιερέα, ἄν εἶναι ὁ οἰκεῖος Ἐπίσκοπος, δηλαδή, στήν Ἐπισκοπή του, τότε, κρατεῖ τήν ράβδο καί τόν Σταυρό εὐλογίας. 

     Στή συνέχεια, κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὁ Ἀρχιερεύς δέν φέρει τό ὠμοφόριον, διότι τότε ὁμιλεῖ ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος, τό λογικόν πρόβατον, τό ὁποῖο εὑρῆκε πού ἦταν χαμένο, τό ἔσωσε, τόν ἄνθρωπον καί τό παρέδωκε τῷ Θεῷ καί Πατρί, ὡς ὁ Καλός Ποιμήν. 

     Ἀκολουθεῖ, ἡ καθ’ αὐτό ἀναίμακτη Θεία Μυσταγωγία, ἡ Θυσία τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τά Ἅγια Πάθη, ὁ Γολγοθᾶς, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Ἀρχιερεύς πρός εὐχαριστίαν τῆς τοιαύτης μεγάλης δωρεᾶς καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέ τήν θυσία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, λέγει τό: «Ἐλέησον με ὁ Θεός κατά τό ἔλεός σου…» μέχρι τό «Ἀγάθυνον, Κύριε…», ἀφοῦ θέσει τὰ Τίμια Δῶρα στήν Ἁγία Τράπεζα, εἰς τὸ ἁπλωμένο-ἀνοικτό Ἀντιμήνσιο. Ἐπειδή δέ ὁ Ἀρχιερεύς φέρει τόν τύπον τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἰσοδεύει αὐτός μὲ τὰ Ἅγια, ἀλλά τά δίδει, τό Δισκάριον καί τό Ἅγιον Ποτήριον στόν Διάκονο καί Ἱερέα, οἱ ὁποῖοι, ἐκείνη τή στιγμή, συμβολίζουν τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο. Ὁ Ἀήρ συμβολίζει τήν Σινδόνα, καί τά λοιπά δύο καλύμματα συμβολίζουν τό Σουδάριον καί τὰ ἄλλα τοῦ Παναγίου Τάφου σπάργανα. Τό Θυμιατήριον βαστάζεται εἰς τύπον τῆς Σμύρνης καί τῆς Ἀλόης, μὲ τὰ ὁποῖα ἤλειψαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης εἶναι χαρακτηριστικό στήν Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, ὅτι ὅταν ἀπαγγέλλεται τό «Πιστεύω», τότε οἱ ἱερεῖς σηκώνουν τόν Ἀέρα καί σείουν ἐπάνω τοῦ Τάφου (Ἁγία Τράπεζα, καί Ἀντιμήνσιον) καί ὑποκύπτοντος τοῦ Ἀρχιερέως, δηλώνει αὐτός, ὅτι συνθάπτεται μέ τόν Χριστό, γιὰ νὰ ἀναστεῖ μέ Αὐτόν, ὅταν ἀκούγεται τό: «Καί ἀναστάντα τῇ τρίτη ἡμέρᾳ….».

Συνεχιζομένης δέ τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ Ἀρχιερεύς ἵσταται ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης φέρων τό μικρόν Ὠμοφόριον μετά πάσης εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ καί εἰκονίζει, ὅπως εἴπαμε, πάντοτε τόν Χριστόν. Ἀξίζει ὅλα αὐτά νά τά γνωρίζουμε. 

     6. Τί λέει η Αγία Γραφή και η πατερική παράδοση για το αξίωμα του Επισκόπου;

Πρῶτον, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὀφείλουμε ν’ ἀναφέρουμε τί γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος γιά τόν Ἐπίσκοπο. Σέ λίγες γραμμές τά λέγει ὅλα ὁ θεῖος Ἀπόστολος.

     Γράφει, λοιπόν, στήν ἐπιστολή του πρός τόν μαθητή του Τιμόθεο: «Δεῖ οὖν τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικός ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μή πάροικον, μή πλήκτην, μή αἰσχροκερδῆ, ἀλλ’ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον…» (Α’ Τιμ. 3, 2-3). Καί συνεχίζει καί μέ ἄλλα προσόντα. Γι’ αὐτό παρακάτω στήν ἐπιστολή του αὐτή, ὁ Ἀπόστολος συμβουλεύει τόν Τιμόθεον, λέγοντάς του: «Χεῖρας ταχέως μηδενί ἐπιτίθει, μηδέ κοινώνει ἁμαρτίας ἀλλοτρίαις˙ σεαυτόν ἁγνόν τήρει» (Α’ Τιμ. 4,22). Δηλ. τοῦ λέγει νά μή βιάζεται νά χειροτονεῖ, χωρίς προηγουμένως νά ἔχει κάμνει καλή ἐξέταση τοῦ ὑποψηφίου κληρικοῦ. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος χειροτονεῖ ἀνεξετάστως τούς τυχόντας, τότε κοινωνεῖ μέ τίς ἁμαρτίες αὐτῶν καί θά δώσει λόγο περί τούτου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί καταλήγει νά τοῦ λέγει: «Σεαυτόν ἁγνόν τήρει». Δηλαδή, τήρησε τόν ἑαυτό σου καθαρό καί ἀπό τίς ἰδικές σου καί ἀπό τίς ξένες ἁμαρτίες. 

     Δεύτερον, καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μιλοῦν καί γράφουν γιά τόν Ἐπίσκοπο. Ἀναφέρουμε μερικές γνῶμες τους.   

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (4ος αἰ.), ὁ ὁποῖος, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι στήριξε τόν λαό ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις διά πλήθους Ἐπιστολῶν του περί τίς 2.200, τίς ὁποῖες συνέταξε ὡς Πατήρ καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Ἡ Ἀρχιερωσύνη εἶναι ἔργο, κόπος, ὄχι ἄνεση  φροντίδα, ὄχι ἀπόλαυση˙ λειτούργημα ὑπεύθυνο, ὄχι ἐξουσία ἀνεξέλεγκτη˙ πατρική κηδεμονία, ὄχι αὐτονομία τυραννική… Ὅποιος ἐπιθυμεῖ ἐπισκοπή, ἄς βλέπη τούς κόπους, καί ἄς ἐξετάζη ἐάν θά μπορέση νά τούς ἀντέξη. Ἄς προσέχη τούς κινδύνους… καί ἄς μήν σκέπτεται μόνο τήν τιμή… Διότι ἐκεῖνος πού θά γίνη κάτοχος μόνο τῆς τιμῆς, καί ὅλες τίς ἄλλες ὑποχρεώσεις τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς τίς παραβλέπει, ἐδῶ στήν παροῦσα ζωή θά γίνει στόχος μυρίων κατηγοριῶν, ἴσως μάλιστα καί νά καθαιρεθῆ ἀπό τό ἀξίωμα, καί στήν ἄλλη ζωή θά μείνη ἀναπολόγητος μπροστά στόν ἀδέκαστο Κριτή σ’ ἐκεῖνο τό φοβερό βῆμα…» (Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολές 3, 216 PG 78, 900A-901). 

  Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει: «Ἄς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, ὄχι γιά νά καυχιέται γιά τόν σπουδαῖο τόπο στόν ὁποῖο ὑπηρετεῖ, ἀλλά γιά νά τιμᾶ ὁ ἴδιος τόν τόπο. Γιατί πραγματικά χαρακτηριστικό τοῦ μεγάλου ἄνδρα δέν εἶναι νά ἱκανοποιεῖται μόνον στά μεγάλα, ἀλλά μέ τήν ἱκανότητά του καί τά μικρά νά τά κάνει μεγάλα» (Ἐπιστολή 98, Εὐσεβίῳ Ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων, PG32,497). 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει γιά τόν Μέγα Βασίλειο ὅτι: «Προήχθη στόν ἐπισκοπικό θρόνο, χωρίς νά κλέψει τήν ἐξουσίαν, χωρίς νά ἁρπάσει αὐτήν. Δέν ἐπεδίωξε τήν τιμήν, ἀλλ’ ἡ τιμή ἐπεδίωξεν αὐτόν. Δέν ἔγινεν ἐπίσκοπος χάρις στήν εὔνοια καί ὑποστήριξη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἔλαβε ἀπό αὐτόν τόν Θεόν τήν χάριν» (Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιτάφιος λόγος εἰς τόν Μέγα Βασίλειον, PG 36,533). 

Καί ὡραιότατα κατακλείει αὐτόν τόν θαυμάσιο λόγο του λέγοντας γιά τόν Μ. Βασίλειο ἔξοχο ἐγκώμιο πού δηλώνει τήν ἀξία τῆς προσωπικότητός του, ἀλλά τυγχάνει καί ὑπόδειγμα γιά ὅλους τούς Ἐπισκόπους. «Δεῦρο δή περιστάντες με πᾶς ὁ ἐκείνου χορός, ὅσοι τοῦ βήματος, καί ὅσοι τῶν κάτω˙ ὅσοι τῶν ἡμετέρων, καί ὅσοι τῶν ἔξωθεν˙ τήν εὐφημίαν μοι συνεργάζεσθε, ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐκείνου καλῶν διηγούμενοι καί ζητοῦντες οἱ τῶν θρόνων, τόν νομοθέτην˙ οἱ τῆς πολιτείας, τόν πολιστήν˙ οἱ τοῦ δήμου, τήν εὐταξίαν˙ οἱ περί λόγους, τόν παιδευτήν˙ αἱ παρθένοι, τόν νυμφαγωγόν˙ αἱ ὑπό ζυγόν, τόν σωφρονιστήν˙ οἱ τῆς ἐρημίας, τόν πτερωτήν˙ οἱ τῆς ἐπιμιξίας, τόν δικαστήν˙ οἱ τῆς ἁπλότητος, τόν ὁδηγόν˙  οἱ τῆς θεωρίας, τόν θεολόγον˙  οἱ ἐν εὐθυμίᾳ, τόν χαλινόν˙ οἱ ἐν συμφοραῖς, τήν παράκλησιν˙ τήν βακτηρίαν, ἡ πολιά˙ τήν παιδαγωγίαν, ἡ νεότης˙ ἡ πενία, τόν ποριστήν˙ ἡ εὐπορία, τόν οἰκονόμον. Δοκοῦσί μοι καί χῆραι τόν προστάτην ἐπαινέσεσθαι καί ὀρφανοί, τόν πατέρα˙ καί πτωχοί, τόν φιλόπτωχον˙ καί τόν φιλόξενον, οἱ ξένοι˙ καί ἀδελφοί, τόν φιλάδελφον˙ οἱ νοσοῦντες, τόν ἰατρόν, ἤν βούλει νόσον καί ἰατρείαν˙ οἱ ὑγιαίνοντες, τόν φύλακα τῆς ὑγείας˙ οἱ πάντες, τόν πάντα πᾶσι γενόμενον, ἵνα κερδάνῃ τούς πάντας, ἤ πλείονας» (ὅπ. παρ. 604).

  Ὁ ἅγιος Δοσίθεος Ἱεροσολύμων λέγει στήν «Ὁμολογία» του: «Τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, οὕτως ἐστίν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀναγκαῖον, ὥστε χωρίς αὐτοῦ μή δύνασθαι μήτε Ἐκκλησίαν, μήτε χριστιανόν τινά ἤ εἶναι ἤ ὅλως λέγεσθαι. Αὐτός γάρ ὁ ἀξιωθείς Ἐπίσκοπος εἶναι, ὡς ἀποστολικός διάδοχος, τήν χάριν τήν δοθεῖσαν ἐκείνῳ παρά τοῦ Κυρίου εἰς τό δεσμεῖν τε καί λύειν χειρῶν ἐπιθέσει καί ἐπικλήσει τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἀλληλοδιαδόχως λαβών, ζῶσα ἐστίν εἰκών τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς καί μεθέξει πληρεστάτῃ ἐνεργείας τοῦ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, πηγή πάντων τῶν μυστηρίων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, δι’ ὧν σωτηρίας ἐπιτυγχάνομεν» (Δοσιθέου Ἰεροσολύμων, Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1983, σελ. 33). 

     Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καί ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου σχετικά μέ τά καθήκοντα τοῦ Ἐπισκόπου πρός τήν Πολιτεία. Λέγει: «Ὁ ἐπίσκοπος ἔχει καθήκοντα καί πρός τήν Πολιτείαν  διότι ἐστίν πατήρ τῶν τέκνων τῆς Πολιτείας. Ὡς τοιοῦτος ὁ ἐπίσκοπος ὀφείλει νά ποδηγετῇ τήν ποίμνην αὐτοῦ πρός εὐσέβειαν, πρός ἠθικήν τελειότητα, πρός φιλονομίαν καί πρός ἀνάπτυξιν τῶν λοιπῶν κοινωνικῶν ἀρετῶν, δι’ ὧν ἡ κοινωνία καί ἡ πολιτεία κρατύνεται καί εὐημερεῖ. Τάς ἀρετάς ταύτας μόνη ἡ Ἐκκλησία δύναται νά διδάξῃ τελεσφόρως καί νά ἀναπτύξῃ μεταξύ τῶν μελῶν αὐτῆς. Ἐπειδή δέ ὁ Ἐπίσκοπός ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, ἄρα ὀφείλει νά ἐκπληρώσῃ οὗτος τό πρός τήν πολιτείαν τοῦτο καθῆκον. Ἔργον ἄρα τοῦ ἐπισκόπου νά καθοδηγῇ τό ἑαυτοῦ ποίμνιον πρός εὐσέβειαν, νά φροντίζῃ περί τῆς ἠθικῆς αὐτοῦ ἀνατροφῆς, νά μορφώνῃ τό χριστιανικόν αὐτοῦ ἦθος» (Ἁγ. Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικῆς, Θεσ/κη 1974, σελ. 190).

     7. Ποια είναι τα καθήκοντα του Αρχιερέως;

Ὁ Ἀρχιερεύς, ὅπως ἤδη τονίσαμε, εἶναι διάδοχος τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Ἀρχιερεύς συνεχίζει τό ἀξίωμα αὐτῶν, γι’ αὐτό καί ἡ θέση του εἶναι ὑψίστη στήν Ἐκκλησία. Τυγχάνει, λοιπόν, ὁ «προϊστάμενος» στήν Ἐκκλησία, φέρει τήν ὅλη εὐθύνη τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς καί τῆς διαφύλαξης τῶν θείων δογμάτων. Ἀσκεῖ τό ἔργο τῆς ὅλης διαποίμανσης τῶν πιστῶν καί ἔχει τό δικαίωμα νά τελεῖ ὅλα τά Ἱερά Μυστήρια καί πρωτίστως αὐτό τῆς μεταδόσεως τῆς θείας Χάριτος, δηλαδή τῆς χειροτονίας. Προσέτι, μόνον αὐτός, ὁ Ἀρχιερεύς, τελεῖ τά Ἐγκαίνια ναοῦ, καθιερεῖ τά Ἀντιμήνσια, εὐλογεῖ τό Μύρον, ἀναγιγνώσκει τήν εἰδική εὐχή στούς κεκοιμημένους, παρέχει μέ εἰδικές εὐχές ὀφφίκια στούς πρεσβυτέρους καί εὐλογεῖ καί ἄλλα διακονήματα στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή, αὐτός ὁ Ἀρχιερεύς, τελεῖ τίς χειροθεσίες, ὡς ἀναφέρονται στό Μέγα Εὐχολόγιον ἤ στό Ἀρχιερατικόν Βιβλίον. Εἶναι, συνεπῶς, τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τό σύμβολο τῆς ἑνότητος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας. 

Ὁ Ἀρχιερεύς, λοιπόν, ὡς τό ὁρατό σημεῖο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν χριστιανῶν, αὐτός προΐσταται τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καί εἶναι ὁ φορέας τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως στήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά ἔχουμε χειροτονία Ἀρχιερέως – Ἐπισκόπου χωρίς Ἐκκλησία, τοπική Ἐκκλησία. Ἔτσι ἔχουμε ἀδιάκοπη διαδοχή Ἐπισκόπων στήν ἴδια Ἐκκλησία, μία τουτέστιν ὀργανική ἑνότητα Ἐπισκόπου καί τοπικῆς Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ Εἰρηναῖος: «Τῇ αὐτῇ τάξει καί τῇ αὐτῇ διαδοχῇ ἥ τε ἀπό τῶν ἀποστόλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παράδοσις καί τό τῆς ἀληθείας κήρυγμα κατήντησεν (= ἔφθασεν) εἰς ἡμᾶς» (Εἰρηναίου, Κατά αἱρέσεων, ΙΙΙ, 3,3, PG7, 851). 

      Πρώτιστο, βέβαια, ἔργο τοῦ Ἀρχιερέως εἶναι ἡ τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτός προΐσταται τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καί ἡ τέλεση τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, πρέπει πάντοτε νά γίνεται, ὡς λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τύπον Θεοῦ καί τῶν πρεσβυτέρων εἰς τύπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων καί τῶν διακόνων, τῶν ἐμοί γλυκυτάτων, πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅς πρό αἰώνων παρά τῷ Πατρί ἦν καί ἐν τέλει ἐφάνη. Πάντες, οὖν, ὁμοήθειαν Θεοῦ λαβόντες, ἐντρέπεσθε ἀλλήλους καί μηδείς κατά σάρκα βλεπέτω τόν πλησίον, ἀλλ’ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀλλήλους διά παντός ἀγαπᾶτε. Μηδέν ἔστω ἐν ὑμῖν, ὅ δυνήσεται ὑμᾶς μερίσαι, ἀλλ’ ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ καί τοῖς προκαθημένοις εἰς τύπον καί διδαχήν ἀφθαρσίας (Μαγνησιεῦσιν, VI, ΕΠΕ 4, 94-95). Γι’ αὐτό καί οἱ πιστοί ὑποτάσσονται στόν Ἐπίσκοπο «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀφοῦ «ὅσοι Θεοῦ εἰσι καί Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὗτοι μετά τοῦ ἐπισκόπου εἰσί» (Φιλαδελφεῦσιν, ΙΙΙ, ΕΠΕ 4, 228) κατά τόν ἴδιο ἱερό πατέρα τῶν πρώτων αἰώνων.

     Βασικότατο ἐπίσης καθῆκον τοῦ Ἀρχιερέως – Ἐπισκόπου εἶναι ἡ διδαχή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὁ Ἀρχιερεύς εἶναι ἐντεταλμένος νά διδάσκει καί νά κατηχεῖ τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει πολύ χαρακτηριστικά στόν μαθητή του Τιμόθεο ὅτι: «Δεῖ τόν Ἐπίσκοπον διδακτικόν εἶναι» (Α’ Τιμ. 3,2). Καί ὁ Ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νά διδάσκῃ τό ἑαυτοῦ ποίμνιον πάντοτε καί πανταχοῦ α) ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ β) κατ’ ἰδίαν καί γ) διά τοῦ πρεσβυτερίου κατ’ οἶκον, κατ’ οἰκογένειαν καί κατ’ ἄτομον…» (Ὅπ. παρ. σελ. 176). 

Ὁ Ἐπίσκοπος, ἑπομένως, ἔχει χρέος, ὅπως ἐξαγγέλλει τόν θεῖο λόγο τοῦ Ἱ. Εὐαγγελίου καί διδάσκει τά ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καλῶς διαταχθέντα. Ἱερότατο καθῆκον ἔχει, ὅπως προφυλάσσει ἀπό κακοβούλους καί αἱρετικούς τό ποίμνιόν του, ὡς «καλός ποιμήν». Ἀκόμη ἔχει τήν ὑποχρέωση, ὅπως ὑπερασπίζεται τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, διορθώνει τά κακῶς κείμενα ἤ λεγόμενα καί ἐπαναφέρει τήν τάξη στήν Ἐκκλησία, ὅταν παρουσιάζονται ποικίλα ἄτοπα, ἀντιχριστιανικά καί συνάμα ἀντιεκκλησιαστικά φαινόμενα. Ἄλλο, ἐπίσης, καθῆκον του εἶναι ἡ προσπάθειά του πρός ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, τῆς συμφιλιώσεως καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. 

     Συνεπῶς, ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει πνευματική ἐξουσία, δοσμένη ἀπό τό Θεό. Εἶναι ὁ Καλός Ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐξουσιάζει, ἀλλά ποιμαίνει τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, ἀπό ἄποψη νομική – κρατική, ἐπειδή ζοῦμε σέ μία συντεταγμένη πολιτεία μέ βάση τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι Νόμος τοῦ Κράτους, ὁ 590/1977, ὁ Ἀρχιερεύς, δηλαδή ὁ Μητροπολίτης εἶναι καί «Ἐκκλησιαστική Ἀρχή» καί ἀσκεῖ ἐντός τῆς περιφερείας τῆς Μητροπόλεώς του τήν ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Διατάξεων καί τῶν νόμων τῆς Πολιτείας τήν προβλεπομένη ἐξουσία. Ἐπίσης, οἱ Μητροπολῖτες προΐστανται τοῦ Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς τους καί βέβαια ἔχουν καί ἄλλες ἐξουσίες πού παρέχει τό κράτος, τουλάχιστον ἐδῶ στόν ἑλλαδικό χῶρο. 

     8. Τί αναφέρουν οι Ιεροί Κανόνες για τους Επισκόπους;

Ἐπειδή τό ὑπούργημα τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ὑψηλό καί λίαν εὐθυνοφόρο οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων διακελεύουν πλεῖστα ὅσα ζητήματα. Θά ἀναφέρουμε μερικούς κανόνες, ἐκτός ἀπ’ αὐτούς πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅπως, ὅτι πρέπει νά χειροτονεῖται τουλάχιστον ἀπό δύο ἤ τρεῖς καί ὅτι δέν πρέπει νά ἀμελεῖ τήν διδασκαλία τῶν πιστῶν.

     Σημαντικοί ἱεροί κανόνες εἶναι: Ὁ 35ος Ἀποστολικός Κανόνας, ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὅτι δέν πρέπει νά χειροτονεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του, δηλαδή σέ πόλεις καί κωμοπόλεις πού δέν ὑπάγονται σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, οἱ 39, 40, 41, 42, 43, 44 καί 45 Ἀποστολικοί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι δέν πρέπει νά ἐνεργοῦν τίποτα χωρίς τήν γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τήν ἐξουσία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καί ὅτι δέν πρέπει νά παίζει ζάρια ἤ νά μεθᾶ ἤ νά ζητᾶ τόκους ἤ νά προσεύχεται μέ αἱρετικούς. Ὁ 7ος τῆς Σαρδικῆς Συνόδου (343 μ.Χ.) εἶναι σημαντικός, καθ’ ὅτι λέγει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά μεριμνᾶ γιά τούς πτωχούς, τίς χῆρες, τά ὀρφανά παιδιά, γιά τούς ἀδικουμένους. Ἀκόμη ἐξαιρετικός εἶναι ὁ 12ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.) πού καθώρισε τήν ἀγαμία τῶν Ἐπισκόπων. Μάλιστα, ὁ Ἅγ. Νικόδημος σχολιάζει τόν κανόνα αὐτό, ἐπειδή πρότερον μποροῦσαν νά τελέσουν γάμο, καί ὑπογραμμίζει τά ἑξῆς: «Τρία τινά κυριώτερα αἴτια ἡ Σύνοδος αὕτη ἐμπόδισε διά Κανόνος Οἰκουμενικοῦ νά μήν ἔχουν γυναῖκα οἱ Ἀρχιερεῖς. α) Διατί οἱ Ἀρχιερεῖς μέ τό νά εἶναι ἐκ τῆς τελειωτικῆς τάξεως καί ἀνωτάτης ὅλων τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν τάξεων, πρέπει νά εἶναι τέλειοι εἰς τάς ἀρετάς καί μάλιστα εἰς τήν παρθενίαν καί καθαρότητα, ὅθεν καί πρός ἀκριβῆ σωφροσύνην τήν ζωήν τους πρέπει νά διευθύνουσι. β). Διατί οἱ ἔχοντες γυναῖκα καί τέκνα Ἀρχιερεῖς, ἐχάριζαν μετά τόν θάνατον εἰς τά τέκνα αὐτῶν τήν ἐπισκοπήν ὡς κληρονομίαν καί πολλά τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων κακῶς διηρπάζοντο… καί γ). Διατί ἡ μέριμνα τῆς γυναικός, τῶν τέκνων καί ὅλου τοῦ οἴκου, ἐμπόδιζεν αὐτούς ἀπό τοῦ νά μεριμνῶσιν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου των…» (Ἀγαπίου ἱερομονάχου καί Νικοδήμου μοναχοῦ, Πηδάλιον, ἐν Ἀθήναις 1886, σελ. 189).

     Ἀξίζει, ἀκόμη, νά ἀναφέρουμε τόν 29ο κανόνα τῆς Δ’ Οικ. Συνόδου (451 μ.Χ.) πού ὁρίζει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος στό βαθμό τοῦ πρεσβυτέρου δέν καταβιβάζεται, γιατί τοῦτο ἀποτελεῖ ἱεροσυλία. Ἐπίσης τόν 7ο τῆς Ζ’ Οικ. Συνόδου (787 μ.Χ.) πού ὁρίζει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐγκαινιάζων Ἐκκλησία χωρίς ἅγια λείψανα καθαιρεῖται. Ὑπάρχουν βέβαια καί ἄλλοι ἱεροί κανόνες, οἱ ὁποῖοι καί καθωρίζουν τά ὑψηλά καθήκοντα καί τίς ὑποχρεώσεις τοῦ Ἀρχιερέως, ὡς ἐπίσης καί τί ὀφείλει νά μήν πράττει καί πού νά μή μεταβαίνει καί νά μή παρίσταται. 

     Ἀλλ’ ἐπίσης ἔχουμε καί τήν κανονική καί ἐκκλησιαστική παράδοση, τίς Συνοδικές Ἐγκυκλίους πού ἀφοροῦν ζητήματα τῶν Ἀρχιερέων, ὅπως ἐπί παραδείγματι, ὁ Ἀρχιερεύς μόνον αὐτός, ἀναγιγνώσκει τήν εἰδική εὐχή εἰς τεθνεῶτα ἤ ὅταν πρόκειται νά ἐπισκεφθεῖ τό Ἅγιον Ὄρος ὀφείλει, ὅπως ἀκολουθεῖ τήν καθιερωμένη σχετική τάξη, κατά τά κρατοῦντα στήν Ἀθωνική Πολιτεία θέσμια καί ἄλλα πολλά. 

     9. Ποια είναι η σχέση Αρχιερέως και Συνόδου;

Τό συλλογικό σύστημα πού ἐπικρατεῖ στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς γνωστόν, ἐκφράζεται μέ τήν συγκρότηση Ἱερῶν Συνόδων. Μάλιστα τόν ὅρο «Σύνοδος» μέ τήν ἔννοια τῆς συνάθροισης ἐπί τό αὐτό τῶν Ἐπισκόπων γιά τήν ἐξέταση καί ρύθμιση γενικῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων τόν συναντᾶμε, τό πρῶτον, στόν 37ο Ἀποστολικό Κανόνα. Στήν ἀρχή ἔχουμε τίς Τοπικές καί ἀργότερα τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ δέ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτατο συλλογικό ὄργανο τῆς διοίκησεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκμή τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῶν Συνόδων ἀνάγεται στούς Δ’ καί Ε’ αἰῶνες. Τότε συνεζητήθηκαν σπουδαιότατα θέματα καί καθωρίστηκαν καί τά δόγματα. Ἡ συμμετοχή τοῦ Ἀρχιερέως στή σύγκληση μιᾶς Συνόδου εἶναι σπουδαιότατο ἔργο καί ἱερό καθῆκον.

     Μάλιστα, ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.Χ.) εἰσήγαγε τό Μητροπολιτικό σύστημα μέ τόν 4ο κανόνα καί ὁ 5ο κανόνας θεσμοθέτησε τήν λειτουργία τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ὁ δέ 6ος κανόνας, εἰσήγαγε τίς βασικές ἀρχές λειτουργίας της. Ἔτσι καθιερώθηκε στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό συνοδικό πολίτευμα καί σύστημα καί ἡ συνοδικότητα αὐτή ἀνήκει στήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μάλιστα θά γράψει ὅτι: «Ἐκκλησία, συστήματος καί συνόδου ἐστιν ὄνομα» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τόν 149 Ψαλμόν, PG55, 493). Δηλαδή, «τό Συνοδικόν Πολίτευμα ἀνήκει εἰς τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας» (Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σελ. 521 ἑπ.) καί οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκάλυψη αὐτῆς, εἶναι ἡ εὐχαριστιακή σύναξη, ἡ Θεία Εὐχαριστία καί ὄχι βέβαια οἱαδήποτε σύναξη, ἀλλ’ ἡ Εὐχαριστία, ὡς «ἡ ὑψίστη ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἰω. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, Ἐν Ἀθήναις 1990, σελ. 9 καί 59). Τήν μία δέ, αὐτή Θεία Εὐχαριστία, προσφέρει ὁ προεστώς αὐτῆς, ὁ Ἐπίσκοπος, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου, ὡς «εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ» ἔχουμε τήν ἑνότητα τῆς «καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἔτσι, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε τό ἐπισκοπικό – συνοδικό σύστημα. Ἀκολούθησαν, βέβαια, καί ἄλλοι ἱεροί κανόνες γιά ζητήματα τῆς ὀρθῆς συνοδικῆς λειτουργίας τοῦ σώματος τῶν Ἐπισκόπων καί σύν τῷ χρόνῳ κατοχυρώθηκε καί τό «δίκαιο τῶν χειροτονιῶν», ὡς καί ἐκεῖνο τό «δίκαιον κρίσεως» τῶν ἐπισκόπων. Στή συνέχεια παγιώθηκαν καί τά λεγόμενα «Δίπτυχα», ἤτοι τά πρεσβεῖα τιμῆς βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων. Ἔχουμε τόν λεγόμενο θεσμό τῆς «Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν» καί τόν θεσμό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἄλλες μορφές Συνόδων, ὅπως εἶναι ἡ Μείζων Τοπική Σύνοδος, ἡ Ἐπαρχιακή ἤ Μητροπολιτική, ἡ Πατριαρχική, ἡ Ἐνδημοῦσα ἤ Διαρκής, ἡ ἀριστίνδην, ἡ ὑπερτελής κἄ.

     Συνεπῶς, εἶναι στενοτάτη ἡ σχέση Ἀρχιερέως καί Ἱερᾶς Συνόδου καί γι’ αὐτό ἡ συμμετοχή στίς ἐργασίες μιᾶς Συνόδου συνιστᾶ μεγίστη εὐθύνη καί ἱερότατο καθῆκον.

     10. Υπάρχουν διάφοροι τίτλοι για τον Αρχιερέα. Ποιοι είναι αυτοί; Και τέλος, ποια πρέπει να είναι η τιμή προς τον Αρχιερέα;

Ναί, ὑπάρχουν καί ἀκοῦμε διάφορους τίτλους γιά τούς Ἀρχιερεῖς. Οἱ τίτλοι αὐτοί, δηλαδή Πατριάρχες, ἔξαρχοι, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολῖτες κλπ. εἶναι μόνο τιμητικές διακρίσεις. Ἕνας εἶναι ὁ βαθμός τοῦ Ἐπισκόπου. Οὐδείς Ἐπίσκοπος ὑπό ἐκκλησιολογική ἔννοια ὑπέρκειται οὐσιωδῶς ἄλλου Ἐπισκόπου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καί μεταξύ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὅλοι ἴσοι πρός ἀλλήλους. Ὅλοι, ὅπου καί ἄν βρίσκονται, σέ μεγάλη ἡ μικρή ἐπαρχία εἶναι ἰσότιμοι καί τελοῦν «ἐν κοινωνίᾳ» τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Πάνω ἀπό τούς Ἐπισκόπους εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι ἡ ἀπαίτηση τοῦ Πάπα Ρώμης νά εἶναι ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἐπισκόπων καί μάλιστα καί μέ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου εἶναι ὅλως ἀποκρουστέα καί ἀπαράδεκτη ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. 

     Μέγα, λοιπόν, καί ἱερότατο τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ ἀρχιερωσύνη εἶναι χάρισμα ἀπό τό Θεό. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας διοικητής ἑνός ὀργανισμοῦ, οὔτε ἕνα διακοσμητικό στοιχεῖο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Καί ἀκριβῶς, ἐπειδή εἶναι μεγάλο τό ἀξίωμά του καί ἡ εὐθύνη του εἶναι μεγάλη. Ὁ σταυρός τῆς ποιμαντορίας εἶναι βαρύς. Ὀφείλει νά εἶναι «ἐν παντί», ὁ ἐπισκοπεύων, ὁ ἄγρυπνος φρουρός τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. «Πιστός ἄχρι θανάτου» καί ἡ ζωή καί τό παράδειγμά του φωτεινό. Νά εἶναι ἀσκανδάλιστος καί ἄμεμπτος ὁ βίος του «ἐν παντί». Ἀκριβῶς, γι’ αὐτό, μετά τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο καθιερώθηκε καί ἡ ἐκλογή τῶν Ἐπισκόπων νά γίνεται μόνο μεταξύ τῶν ἤδη ἀγάμων κληρικῶν ὥστε νά ὑπάρχει προσφορότερη καί πλέον δόκιμη, ὡς καί πλήρης ἀφοσίωση στό ὑψηλό ἀξίωμα καί ἔργο, πού ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀνέθεσε νά ἐπιτελέσει. 

     Συνοπτικά, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος θά μᾶς πεῖ: «Μηδέ ὑμεῖς ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν πρεσβυτέρων μηδέν πράσσετε (Μαγνησιεῦσιν, VII, ΕΠΕ 4,96) καί «ὑποτάγητε τῷ ἐπισκόπῳ καί ἀλλήλοις, ὡς ὁ Χριστός τῷ Πατρί κατά σάρκα καί οἱ Ἀπόστολοι τῷ Χριστῷ καί τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι» (ὅπ. παρ. σ.100). Συμπληρώνει δέ καί συμβουλεύει ὁ ἱερός πατήρ: «Τίμα μέ τόν Θεόν, ὡς αἴτιον τῶν ὅλων καί Κύριον, ἐπίσκοπον δέ ὡς ἀρχιερέα, Θεοῦ εἰκόνα φέροντα κατά μέν τό ἄρχειν, Θεοῦ, κατά δέ τό ἱερατεύειν, Χριστοῦ… Ὁ τιμῶν ἐπίσκοπον ὑπό Θεοῦ τιμηθήσεται, ὥσπερ οὖν ὁ ἀτιμάζων αὐτόν, ὑπό Θεοῦ κολασθήσεται» (Πρός Σμυρναίους, 9, ΕΠΕ, 4, 254-256). 

     Μάλιστα, ἀκοῦμε τήν προσφώνηση «ἅγιος» πρό τοῦ ὀνόματος τῆς Μητροπόλεως καί ἴσως τοῦτο παραξενεύει. Ὅμως, ὁ ἐπιθετικός αὐτός προσδιορισμός, τό ἐπωνύμιον αὐτό, ἄλλως ὁ τίτλος πρό τοῦ ὀνόματος κυρίως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φορέα ἤ ἀξιώματος τοῦ Μητροπολίτου, σημαίνει, ὅτι ὁ φέρων τόν τίτλο αὐτό ἔχει διαχωρίσει τόν ἑαυτόν του ἀπό τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καί ἀγωνίζεται «τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως». Δηλαδή, ὅπως ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος καί μᾶς καλεῖ στήν ἁγιότητα, ἔτσι καί ὁ ἱερουργός τῶν θείων Μυστηρίων, ὀφείλει νά τηρήσει τόν ἑαυτό του ἅγιο, νά εἶναι «ἅγιος». Περαιτέρω, Ἅγιος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ «Ἅγιος καί ἀληθινός» καί ἡ Ἐκκλησία Του ὀνομάζεται «Ἁγία» καί τά ἀποτελοῦντα μέλη της ἀπαρτίζοντα «βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (Α’ Πέτρ. 2,9), εἶναι ἅγια, ὀφείλουν νά εἶναι οἱ χριστιανοί «ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ» (Α’ Πέτρ. 1,15) καί ἡ ζωή τους «θυσία ζῶσα, ἁγία, εὐάρεστος τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 12,1). Ὅλοι οἱ χριστιανοί ἄλλωστε ὀνομάζονται ἅγιοι καί ἔτσι πολλές φορές ὁ Ἀπ. Παῦλος στίς Ἐπιστολές του ἀποκαλεῖ τούς πιστούς. Καί τοῦτο, διότι οἱ χριστιανοί ἁγιάζονται διά τοῦ βαπτίσματος καί χαρακτηρίζονται ὡς ἁγιασμένοι.

Κατ’ ἀκολουθίαν, ἡ προσφώνηση «ἅγιος» δέν εἶναι κάτι τό εἰκονικό, οὔτε μία φιλοφρόνηση, ἀλλά ὡς ὑπενθύμιση τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκεῖνον πού ἀφήνει μακρυά τήν ἁμαρτωλή κατάσταση τοῦ κόσμου τούτου, ἀφιερώνεται στό Θεό ὁλοκληρωτικά καί ἀγωνίζεται γιά τήν ἁγιότητα. Ἔχει πνευματικό καί ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα. 

     Ὅπως, ἤδη εἴπαμε, μέγα καί ἱερότατο τό ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ Ἀρχιερεύς, συνελόντ’ εἰπεῖν, ἐξεικονίζει τόν Χριστό, εἶναι τό ὁρατό σημεῖο τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς ἀγάπης, ὁ σκαπανεύς τῆς ἀρετῆς, ὁ καθοδηγητής τῆς νεότητος, τό στήριγμα τῶν γερόντων, ὁ ἀντιλήπτωρ τῶν πτωχῶν, ὁ ὑπερασπιστής τῶν ἀδικουμένων, ὁ ποιμήν τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ἁγίας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι εἰς «τόπον Θεοῦ» καί εἰς «τύπον Χριστοῦ». Βαρύ, εὐθυνοφόρο καί ἱερότατο τό φορτίο. Τῷ ὄντι, εἶναι βαρύς ὁ σταυρός τῆς ἀρχιερωσύνης. Μεῖζον ἡ τιμή, μεγίστη ἡ εὐθύνη. 

     Γι’ αὐτό, ὀφείλουμε σεβασμό, τιμή καί ὑπακοή πρός τούς Ἐπισκόπους καί συγχρόνως θερμή νά εἶναι καί ἡ προσευχή μας γιά τήν ἀρχιερωσύνη τους πρός τόν Κύριον._