Την Τρίτη 22 Οκτωβρίου το απόγευμα στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Ιερά Μονή Παναγίας Δοβρά Βεροίας τελέστηκε, όπως κάθε Τρίτη, ο Αρχιερατικός Εσπερινός και η Ιερά Παράκληση του Θαυματουργού Αγίου.
Στην Ιερά Ακολουθία χοροστάτησε και κήρυξε τον θείο λόγο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ενώ πλήθος πιστών κατέκλυσε τον υπό ανέγερση Ιερό Ναό για να προσκυνήσει τα χαριτόβρυτα Ιερά Λείψανα του Θαυματουργού Αγίου Λουκά και του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου, που τέθηκε σε προσκύνηση με την ευκαιρία της επικείμενης εορτής του.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Ψάλαμε ἀπόψε, ὅπως κάθε Τρίτη, τήν Παράκληση τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως τοῦ ἰατροῦ καί θαυματουργοῦ, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ καί χαριτοβρύτου λειψάνου του, ἀλλά καί ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου, τοῦ ὁποίου τήν ἔνδοξο μνήμη ἑορτάζει σέ λίγες ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία μας.
Εἴχαμε, λοιπόν, διπλῆ τή χάρη καί ἡ εὐλογία, γιατί καί οἱ δύο ἅγιοι εἶναι μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶχαν πλούσια τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἄπειρα θαύματα, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦν καί οἱ δύο πρός χάρη τῶν πιστῶν.
Διότι δέν ἔχει σημασία ἄν οἱ δύο ἅγιοι, ὁ ἅγιος Δημήτριος καί ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ἔζησαν σέ ἐντελῶς διαφορετικό τόπο καί χρόνο, ὁ ἕνας στή Θεσσαλονίκη τόν 3ο αἰώνα καί ὁ ἄλλος στή Ρωσία τόν 20ο αἰώνα. Καί οἱ δύο ἔδωσαν τήν ἴδια μαρτυρία, τή μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σέ ἕναν κόσμο ἄπιστο καί ἄθεο, καί ὑπέμειναν ὁ κάθε ἕνας τό δικό του μαρτύριο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἡ ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά ἐξαιτίας τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου εἶναι ἡ χάρη τήν ὁποία ἔλαβαν καί οἱ δύο ἀπό τόν Χριστό καί κυρίως ἡ χάρη τῶν θαυμάτων καί τῶν ἰαμάτων, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦν μέχρι σήμερα διά τῶν ἱερῶν τους λειψάνων.
Ποιό εἶναι ὅμως τό κοινό στοιχεῖο πού συνδέει τούς δύο ἁγίους μας, τόν ἅγιο Λουκᾶ καί τόν ἅγιο Δημήτριο;
Ἄς ἀκούσουμε τί λέγει σχετικά σέ μία ὁμιλία του ὁ ἅγιος Λουκᾶς γιά τούς ἁγίους.
«Ὅλοι οἱ μάρτυρες, οἱ ὅσιοι, οἱ ἅγιοι καί οἱ ὁμολογητές, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀτένιζαν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί συσταυρωνόταν μαζί του. Στίς καρδιές τους ἦταν χαραγμένα τά λόγια τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου: “τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς. ἀπεθάνετε γάρ, καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ”.
Οἱ ἅγιοι», συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς, «εἶχαν πάντοτε κατά νοῦν καί τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου: “εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καί συνδοξασθῶμεν”, καί ἐπεδίωκαν μέ ὅλη τους τήν καρδιά νά ὑποφέρουν γιά τόν Χριστό, γιά τήν ὕψιστη ἀλήθεια, γιά τήν ἀγάπη, γιά τό οὐράνιο φῶς. Σκοπός τους ἦταν νά ἀκολουθοῦν τόν Χριστό καί νά εἶναι πάντοτε μαζί του. Γι᾽ αὐτό καί ὅλοι οἱ λογισμοί, ὅλες οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ μυαλοῦ καί τῆς καρδιᾶς τους στρεφόταν στό πῶς νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό, διότι μπροστά στά μάτια τους βρισκόταν ἡ ἀσυνήθιστη ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ ὅτι: “ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται”, ἀνώτερη τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει.
Γι᾽ αὐτούς ὁ κόσμος ἔγινε μισητός. Δέν εἶχαν ἀνάγκη κανενός εἴδους ψυχαγωγίας, κινηματογράφους, θέατρα, κονσέρτα, συζητήσεις», συνεχίζει ὁ ἅγιος Λουκᾶς. «Ὅλα αὐτά τούς φαινόταν ξένα καί ρηχά. Ἄρχισαν νά παρατηροῦν ὄχι τόν κόσμο καί τήν ὀμορφιά του ἀλλά τό βάθος τῆς ψυχῆς τους. Καταπιάστηκαν ὄχι μέ τήν ἀπόκτηση τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν, οὔτε μέ τήν τακτοποίηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους ἀλλά μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τους», καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἔγιναν ἄξιοι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν διάκονοί του καί εὑρίσκονται ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται καί ὁ Χριστός. Εὑρίσκονται στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καί ὁ Χριστός, καί θεραπεύουν μέ τή χάρη τους τίς ἀσθένειές μας, παρακινώντας μας μέ τόν τρόπο αὐτό νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά τους καί νά ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς τόν Χριστό, ὅπως καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιβεβαιώνουν μέ τή ζωή, μέ τό μαρτύριο καί μέ τά θαύματά τους ὅτι “Ἰησοῦς χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας”.
Καθώς σέ λίγες ἡμέρες θά ἑορτάσουμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου, ἀντί γιά κάποιο θαῦμα τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τό ὁποῖο διαβάζουμε συνήθως κάθε Τρίτη, θά ἤθελα νά σᾶς ἀναφέρω ἀπόψε ἕνα ἀπό τά πολλά θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τό ὁποῖο διασώζει ὁ Ἰωάννης Σταυράκιος, χαρτοφύλακας τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης τόν 13ο αἰώνα.
Ἕνας ἄνθρωπος πού κατοικοῦσε στήν Ἀδριανούπολη ἔχασε ἀπό κάποια ἀσθένεια τό φῶς του. Ἔχοντας ἀκούσει γιά τά θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἀποφάσισε νά ταξιδεύσει στή Θεσσαλονίκη γιά νά προσκυνήσει στόν ναό τοῦ ἁγίου καί νά τοῦ ζητήσει νά τόν θεραπεύσει.
Ὅταν εἶπε τή σκέψη του στούς δικούς του, ἐκεῖνοι ἀντέδρασαν καί προσπάθησαν νά τόν πείσουν ὅτι ἦταν ἀδύνατο ἕνας ἄνθρωπος τυφλός, ὅπως ἐκεῖνος, νά κάνει μία τόσο μεγάλη ὁδοιπορία, πού ἦταν δύσκολη ἀκόμη καί γιά κάποιον πού ἔβλεπε.
Ὁ ἄνδρας ἐπέμενε καί τελικά ξεκίνησε. Ὅπως ἦταν φυσικό δυσκολευόταν πολύ, σκόνταφτε, ἔπεφτε, ἀλλά δέν ὑποχωροῦσε καί συνέχιζε παρά τίς ταλαιπωρίες.
Ἀφοῦ περπάτησε δύο ἡμέρες ὁ ἅγιος Δημήτριος, πού ἔβλεπε τήν προσπάθειά του, τόν λυπήθηκε, καί τοῦ ἐμφανίσθηκε ἔφιππος καί πρόθυμος νά τόν συνοδεύσει στήν πορεία του.
Καθ᾽ ὁδόν τόν ρώτησε, σάν νά μήν ἤξερε, ποῦ πηγαίνει μόνος, καί ὁ τυφλός τοῦ ἀπήντησε ὅτι πηγαίνει στόν τάφο τοῦ μεγάλου Δημητρίου γιά νά θεραπευθεῖ. «Εἶναι πολύς καί δύσκολος ὁ δρόμος πού ἔχεις νά κάνεις», τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Δημήτριος, γιά νά ἀκούσει τήν ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ ὅτι, ἀκόμη καί ἄν χρειαζόταν δύο χρόνια νά περπατᾶ μέχρι νά φθάσει, θά τό ἔκανε.
Τότε ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε νά ἀνέβει στό ἄλογό του γιά νά ξεκουρασθεῖ λίγο καί μέ θαυμαστό τρόπο μέσα στήν ἴδια ἡμέρα τόν ἔφερε στόν ναό του στή Θεσσαλονίκη.
Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καί στό ναό του ὑπῆρχαν πολλοί οἱ προσκυνητές πού συνωθοῦντο καί δημιουργοῦσαν θόρυβο. Ἔτσι ὁ τυφλός νόμισε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού τόν συνόδευσε μέ τό ἄλογο, καί δέν ἤξερε ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος Δημήτριος, τόν ἐξαπάτησε, καί ἀντί νά τόν φέρει στήν Θεσσαλονίκη, τόν γύρισε πίσω στήν ἀγορά τῆς Ἀδριανουπόλεως. Γι᾽ αὐτό καί ἄρχισε νά φωνάζει διαμαρτυρόμενος γιατί δῆθεν τόν ἐξαπάτησε.
Καί ὅταν κάποιος τόν ρώτησε τί ἔπαθε καί φωνάζει καί ὁ τυφλός τοῦ ἐξήγησε τήν αἰτία, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Τρελάθηκες, ἄνθρωπέ μου; Βρίσκεσαι μέσα στόν ναό τοῦ ἁγίου Δημητρίου στή Θεσσαλονίκη καί ἐσύ λές ὅτι εἶσαι στήν ἀγορά τῆς Ἀδριανουπόλεως καί κάποιος ἔφιππος σέ ἐξαπάτησε;»
Ἔκπληκτος ὁ τυφλός ἔμεινε ὧρες σιωπηλός. Ὅταν συνῆλθε, μέ δάκρυα στά μάτια ἀλλά καί χαρά ζητοῦσε ἀπό τόν ἅγιο Δημήτριο τή θεραπεία, ἔχοντας τή βεβαιότητα, ἀπό ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ὅτι θά ἀποκτήσει τό φῶς του.
Ἐνῶ, λοιπόν, προσευχόταν, τόν πῆρε ὁ ὕπνος καί τότε εἶδε τόν μάρτυρα πού τοῦ εἶπε: «Δέν θά γνωρίσεις αὐτόν τόν ναό μου μόνο ψηλαφώντας τον μέ τά χέρια σου, ἀλλά θά τόν δεῖς καί μέ τά μάτια σου».
Ἀμέσως, ἄνοιξε ὁ τυφλός τά βλέφαρά του καί θαύμασε τό μεγαλεῖο τοῦ ναοῦ, δοξάζοντας τόν Θεό καί τόν μάρτυρά του Δημήτριο.
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πάρα πολλά θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καί γιά τό μύρο, τό ὁποῖο μέχρι σήμερα πλημμυρίζει τόν ναό του, ἀλλά καί γιά τίς πολλές ἐπεμβάσεις καί θεραπεῖες πού ἐπιτελεῖ.
Ἄς ἐπικαλούμεθα τή βοήθειά του καί ἄς ἔχουμε τή χάρη καί τῶν δύο ἁγίων καί τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, τοῦ ἰατροῦ καί θαυματουργοῦ.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ