Ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Νέγρας στὴν Αἰθιοπία. Ὅταν ἀσπάσθηκε τὸ χριστιανισμό, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς πολλές του ἀγαθοεργίες. Κοντά του μαζεύτηκε ἕνας ὅμιλος ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ καθημερινό τους ἔργο εἶχαν τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου.
Ἡ
πρόοδος αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Νέγρας, ἐξήγειρε τὸ
φανατισμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ συνέλαβαν τὸν Ἀρέθα μὲ τοὺς συνεργάτες
του. Ὁ Ἀρέθας ἦταν τότε γέροντας. Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστης τοῦ συνέστησαν νὰ
λυπηθεῖ τὰ γεράματά του καὶ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Τότε ὁ Ἀρέθας
ἔδωσε γενναία ἀπάντηση: «Στὴν
διάρκεια τῆς ζωῆς μου, εἶπε, διέπραξα πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
μὲ καθάρισε ἀπ’ αὐτὰ διὰ τῆς θυσίας Του καὶ μὲ τὴν πίστη μου πρὸς
Αὐτόν. Καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο ἀπώλειας μὲ ἔκανε κληρονόμο τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς
καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τώρα μου προσφέρει καὶ ἄλλη τιμή. Μοῦ δίνει τὴν
εὐκαιρία, ἀπὸ τὴν σάρκα ἐνὸς γέροντα νὰ προβάλει ἀθλητής, ἀποδεικνύοντας
ὅτι ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος μποροῦν νὰ καταφρονήσουν κάθε
ἄνομη ἀπειλὴ καὶ βία καὶ νὰ καταισχύνουν τοὺς δυνατοὺς τῆς γῆς».
Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ἐξαγρίωσε περισσότερο τοὺς δήμιούς του, ποὺ ἀμέσως ἀποκεφάλισαν τὸν Ἀρέθα μὲ τοὺς συνεργάτες του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Εὐσεβείᾳ
ἐμπρέπων τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι, τὴν τῶν Χριστοκτόνων κακίαν καθελὼν τῇ
ἐνστάσει σου· διὸ καὶ προσενήνοχας Χριστῷ, Μαρτύρων ἀρραγῆ συνασπισμόν,
ὥσπερ θεῖος παιδοτρίβης καὶ ὁδηγός, Ἀρέθα παμμακάριστε. Δόξα τῷ δεδωκότι
σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν
ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης
πρόξενος ἡμῖν ἐπέστη, ἡ φωσφόρος σήμερον, τῶν Ἀθλοφόρων ἑορτή· ἣv
ἐκτελοῦντες δοξάζομεv, τὸν ἐv ὑψίστοις ὑπάρχοντα Κύριον.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆρος
περιούσιος καὶ λαός, ἔχων ταξιάρχην, τὸν Ἀρέθαν τὸν εὐκλεῆ, τῇ τῶν
πρωτοτόκων, συνήφθη Ἐκκλησίᾳ, μαρτυρικοῖς ἀγῶσιν· ὃν μεγαλύνωμεν.