Μαρτύρησαν στὸν διωγμὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 304) καὶ Φλαβιανοὺ ἡγεμόνα Κιλικίας.
Ὁ Πρόβος ἦταν ἀπὸ τὴν Παμφυλία, ὁ Ἀνδρόνικος ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὁ Τάραχος ἀπὸ τὴν Ἰλλυρία. Καὶ οἱ τρεῖς ἦταν στρατιῶτες, πραγματικὰ εὐσεβέστατοι καὶ ἄρτια καταρτισμένοι στὴν Ἁγία Γραφή.
Συνελήφθησαν
ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς Ταρσοῦ Μαξέντιο, τὸν καιρὸ ποὺ βρίσκονταν στὴν
ἔρημο. Ὅταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν μπροστά του, καὶ οἱ τρεῖς θαρραλέοι
στρατιῶτες Χριστοῦ ἔδωσαν γενναῖες ἀπαντήσεις. Πρῶτος ὁ γέρων Τάραχος
εἶπε: «Μὴ βλέπεις, βασιλιά, τὰ γηρατειά μου. Οἱ σωματικές μου δυνάμεις
μπορεῖ νὰ ὑποχώρησαν, ἀλλὰ ἡ ἀκμὴ τῆς ψυχῆς παραμένει ἀκέραια. Γι’ αὐτό,
ὅλα τὰ βάσανα καὶ μύριοι θάνατοι δὲ θὰ καταισχύνουν καὶ τὸν πιὸ μικρὸ
στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ». Ἔπειτα, μὲ τὴν σειρὰ τοῦ ὁ Πρόβος, εἶπε καὶ
αὐτός: «Χριστιανὸς εἶμαι καὶ τίποτα δὲ μὲ τραβὰ τόσο, ὅσο νὰ πάθω γιὰ τὸ
Χριστὸ μύρια βάσανα καὶ νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γι’ Αὐτόν». Τέλος, γενναία
ἦταν καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀνδρόνικου: ‘Μεταχειρισθεῖτε, εἶπε, ὅσα μαρτύρια
θέλετε. Τὸ αἷμα μου ὅλο μπορεῖ νὰ φύγει, ἀλλὰ ἡ καρτερία ἀπ’ τὸν
Ἀνδρόνικο δὲ θὰ λείψει, ἔστω καὶ ἂν κοβόταν μύρια τεμάχια».
Κεραυνοβολημένος
ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ὁ Μαξέντιος, διέταξε νὰ γδάρουν τὸ κεφάλι τοῦ
Τάραχου καὶ νὰ βγάλουν τὰ μάτια τῶν ἄλλων δυό. Τέλος, μὴ ἀνεχόμενος
τέτοια ταπείνωση, τοὺς ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰσχὺν
τὴν ἄμαχον, περιζωσάμενοι, κατεπαλαίσατε, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, καὶ
ἐδοξάσατε Χριστόν, ἀθλήσεως τοῖς ἀγῶσι, Πρόβε παναοίδιμε, ὁ προβὰς πρὸς
τὰ κρείττονα, ἔνδοξε Ἀνδρόνικε, Ἐκκλησίας ἐκνίκημα, καὶ Τάραχε πιστῶν ἡ
γαλήνη· ὁ τρισαυγὴς Μαρτύρων δῆμος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς
Τριάδος πρόμαχοι γεγενημένοι, οἱ γενναῖοι Μάρτυρες, Πρόβος καὶ Τάραχος
ὁμοῦ, σὺν Ἀνδρονίκῳ ἠρίστευσαν, κατὰ τῆς πλάνης στησάμενοι τρόπαια.
Μεγαλυνάριον.
Τρίφωτος
λυχνία μαρτυρική, Τάραχος καὶ Πρόβος, καὶ Ἀδρόνικος οἱ στερροί, ὤφθησαν
ἐν κόσμῳ, Τριάδος ὑπερθέου, τὰς τηλαυγεῖς ἐλλάμψεις, ἀεὶ πυρσεύοντες.