Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴν Τιβεριούπολη. Ἀνατράφηκε μὲ τὶς σωστὲς ἀρχὲς τῆς πίστεως.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐπισκέφτηκε τὸν μοναχὸ Στέφανο, ὁ ὁποῖος τοῦ διεύρυνε τοὺς πνευματικοὺς καὶ γνωστικούς του ὁρίζοντες.
Μὲ τὴν βοήθεια τῶν γονέων του, ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, ἔκτισε ἕνα μοναστῆρι στὸ ὄρος Σελεντίου, ὅπου καὶ μόναζε.Τὸν
καιρὸ ποὺ βασίλευε ὁ Λέων ὁ Ἰσαυρός, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὴν ὀρθοδοξία, ὁ
Θεόφιλος ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ στὸ κέντρο τῆς μάχης. Ἔτσι
ἀφήνοντας τὴν σκήτη του ἄρχισε νὰ κηρύττει ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτὸ
τὸ ἔργο του φυλακίσθηκε στὴ Νίκαια καὶ ἐκβιάστηκε μὲ ραβδισμοὺς καὶ
ἀλλὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ὁ Ἅγιος διατηρώντας
ἄσβεστη τὴν φλόγα τῆς πίστεως ὑποβλήθηκε στὸ μαρτύριο τοῦ ραβδισμοῦ.
Φέροντας
τὰ τίμια στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἐπέστρεψε στὴν μονή του, ὅπου καὶ τὸν
δέχθηκαν μὲ τιμές. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀπεσύρθηκε στὴν σκήτη του ὅπου καὶ
παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.