Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος Βιβιανὸς παρέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς μετέφερε στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρὰ βασανιστήρια, χωρὶς ὅμως νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στὸν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θράκης Φλακκίνο ἢ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ὑπὲρ Αὐτοῦ, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴ θέση Σταυρίον, ὅπου καὶ τελειώθηκε τὸ 306 μ.Χ.
Τὸ
ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ
εὐλάβεια καὶ τιμές. Λίγο δὲ ἀργότερα κτίσθηκε ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ ὁ πρῶτος
ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Ἡ
Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἑπτασκάλου, ὅπου
εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτὸς
ὁ ναὸς ποὺ ἀναφέρεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ (†
28 Μαΐου). Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτὸν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ
Μακεδών. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου
ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στὸ ναὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος
μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. σωζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.