Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'.
Ὀφείλουμε νά γράψουμε γιά τούς ἱερεῖς ὅλων τῶν νοσηλευτικῶν ἱδρυμάτων τῆς πατρίδος μας καί νά τούς ἐπαινέσουμε. Καί τοῦτο, καθ' ὅτι οἱ κληρικοί μας αὐτοί, ἐπιτελοῦν ἕνα σπουδαιότατο ἔργο, μεγάλης ποιμαντικῆς ἀξίας.
Εἶναι γεγονός ὅτι βρίσκονται ἡμέρα – νύκτα κοντά στό κρεβάτι τοῦ πόνου, κοντά στόν ἄρρωστο συνάνθρωπό μας, κοντά στούς συγγενεῖς του. Εἶναι κοντά τους τήν ὥρα τοῦ θανάτου καί ἀκόμη καί μετά ἀπ' αὐτόν, διαβάζοντας τό «Τρισάγιο».
Μά πρωτίστως ἀναλαμβάνουν ἐκτός ἀπό τήν παρηγορητική συμπαράσταση καί τό βάρος τῆς πνευματικῆς ἀνακούφισης μέ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολόγησης. Πιό πολύ, φέρουν τό Ἅγιο Ποτήριο μέ τό Τίμιο καί Πανάγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί μεταλαμβάνουν τούς ἀσθενεῖς καί μεταδίδουν τήν εὐλογία καί χάρι τοῦ Κυρίου. Ὕψιστο καί ἱερότατο τό καθῆκον τους.Οἱ ἱερεῖς μας αὐτοί, σ' ὅποιο νοσοκομεῖο καί ἄν ὑπηρετοῦν, εἶναι ἀληθινοί «διάκονοι Χριστοῦ». Χωρίς ἐξωτερική αἴγλη, χωρίς ἐπιδίωξη δημοσιότητας καί ἀπονομές βραβείων, χωρίς ἐγωϊσμούς ἀλλά μέ ταπεινόν ἦθος, μέ φρόνημα ἀγωνιστικότητας, μέ πολλή ὑπομονή καί πλατειά ἀγάπη ἱερουργοῦν τό «Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ», καθίστανται οἱ «καλοί Σαμαρεῖτες», οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία καί παρουσία Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς δύσκολους χώρους, τούς θαλάμους τῶν ἀσθενῶν, ἀνεβοκατεβαίνοντας τούς ὀρόφους τοῦ Νοσοκομείου. Ἀλλ' ἀκόμη στέκονται ὡς συμπαραστάτες στό ἰατρικό καί νοσηλευτικό προσωπικό μέ πολλή διάκριση καί αὐτεπίγνωση. Ἔπειτα, πόσο σημαντικό εἶναι τό γεγονός ὅτι στήν προσευχή τους ἰσχύουν ἐν πρώτοις τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου ἐκεῖνα τά ἀνεπανάληπτα: «Εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (Α' Κορ. ιβ', 26) καί τό περιεχόμενο τῶν δεήσεών τους εἴτε στήν Προσκομιδή, εἴτε στή Θεία Λειτουργία, εἴτε στούς Παρακλητικούς Κανόνες στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς ἁγίους, εἴτε στήν ἀτομική προσευχή τους εἶναι σέ καθημερινή βάση γεμᾶτο ἀπό τά αἰτήματα τοῦ πόνου, τῆς ἀγωνίας, τῆς φιλαδελφείας, τῆς ὑπομονῆς.
Εἰδικότερα, οἱ ἱερεῖς μας στά νοσοκομεῖα ἐπειδή βλέπουν καθημερινῶς περιστατικά, ἐπειδή ἀφουγκράζονται τόν ἀνθρώπινο πόνο εἶναι πλούσιοι σέ αἰσθήματα ἀγάπης, συμπόνοιας καί συμπαράστασης. Ὑπάρχουν ἱερεῖς τῶν νοσοκομείων πού πραγματικά «κλαίουν μετά κλαιόντων» στήν ἀρρώστεια καί «χαίρουν μετά χαιρόντων» στήν ἐπιτυχία τῆς ἐγχείρησης καί στήν ἀποθεραπεία. Ἔτσι, ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι ὁ κάθε ἱερέας στό νοσοκομεῖο ἀποτελεῖ πηγή ψυχικῆς γαλήνης καί χειραγωγία πρός τήν εἰρήνη καί τήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνας ἄγγελος παρηγορίας! Καί τέτοιοι ἄγγελοι πρέπει νά ὑπάρχουν καί νά ἐνισχύονται ποικιλοτρόπως ἀπό Ἐκκλησία καί Πολιτεία.
Ἄλλοι εἶναι μεγάλοι στήν ἡλικία, ἄλλοι νεότεροι, ἄλλοι μέ τήν δική τους θέληση ζήτησαν νά ὑπηρετήσουν σέ νοσοκομεῖο καί ἄλλοι συμπληρώνουν σχεδόν πεντήκοντα ἔτη ὑπηρεσίας. Όλοι τους έχουν, κατά γενικό κανόνα, ἐπίγνωση τῆς θέσης τους καί τῆς εὐθύνης τους καί πραγματικά ἐξακολουθοῦν νά εἶναι λύχνοι πίστεως πού φωτίζουν καί συνάμα αποτελούν καύχημα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀξίζει νά παραθέσουμε δύο μόνον «ντοκουμέντα» ἀπό τήν ὑπηρεσία τῶν ἐφημερίων μας στά νοσηλευτικά ἱδρύματα: Τό πρῶτο ἀναφέρεται στόν ἐπί ἑξήκοντα καί πλέον ἔτη ἐφημέριο τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου Ἅγιος Σάββας (τό Ἀντικαρκινικό Νοσηλευτικό Ἵδρυμα Ἀθηνῶν), ἀρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο Μηλιώνη. Ὁ εὐλαβέστατος π. Νεκτάριος σέ συνέντευξη του πρό ἐτῶν (βλ. περιοδ. «Τόλμη» τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπής Ἀθηνῶν, Μάϊος 2001, σελ. 85 ἑπ.) εἶχε εἰπεῖ: «Οἱ ἀσθενεῖς πάντοτε θέλουν τόν Ἱερέα κοντά τους. Οἱ ἀσθενεῖς σκέπτονται διαφορετικά ἀπό τούς ὑγιεῖς. Αὐτοί γνωρίζουν ὅτι οἱ ἰατροί, παρά τάς φιλοτίμους προσπαθείας των, ὀλίγα δύνανται νὰ τοὺς προσφέρουν εἰς τὴν ἴασιν καί θεραπείαν τους. Ἔτσι στηρίζουν τάς ἐλπίδας των διὰ τὴν ἴασιν εἰς τὸν Θεόν. Ὁ ἱερεύς μὲ τὴν μόρφωσιν, ἀλλὰ καὶ τὴν πολυετῆ ἐμπειρίαν του, γνωρίζει καλῶς πῶς πρέπει νά πλησιάση τόν ἀσθενῆ, καὶ τί νά συζητήση μαζί του. Μεταξύ τοῦ Ἱερέως καί τοῦ Ἀσθενοῦς δημιουργεῖται ἡ σχέσις Πατρός - τέκνου μέ μεγάλην ἐμπιστοσύνην, πού σπάνια παρατηρεῖται εἰς ἄλλας περιπτώσεις τῆς ζωῆς. Εἶναι τό μεγαλεῖον τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Οἱ ἀσθενεῖς καὶ τὰ παιδιά ἔχουν μεγάλην διαίσθησιν καί ἀντιλαμβάνονται ἐκείνους ποὺ τοὺς πλησιάζουν, ἄν πράγματι τοὺς ἀγαποῦν καὶ ἐνδιαφέρονται δι' αὐτούς. Ὁ ἱεραπόστολος Ἐφημέριος ἀγαπᾶ τοὺς ἀσθενεῖς καί συμπάσχει μαζί τους. Οἱ ἀσθενεῖς τότε ἐμπιστεύονται ὅλα τά προβλήματα τῆς ἀτομικῆς καί οἰκογενειακῆς ζωῆς τους. Μέ χαρά δέχονται τὰ παρήγορα λόγια τοῦ ἱερέως. Ἡ ἐλπίς τῆς ἰάσεως ἀναπτερώνεται καί τούς φέρει ἀνακούφισιν. Εἶναι ὅμως καί στιγμαί ποὺ ὁ ἱερεύς πρέπει νά σιωπᾶ, νά κάθεται κοντά εἰς τόν ἀσθενῆ καί νά συμπάσχει μαζί του. Ἡ στάσις αὐτὴ τὸν παρηγορεῖ περισσότερον. Ἡ παρουσία του ὑπενθυμίζει εἰς τόν ἀσθενῆ τόν Οὐράνιον Ἰατρόν τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, τόν Κύριον, ὁ Ὁποῖος «ἰᾶτο πάντας».
Καί συνεχίζει ὁ ἀκαταπόνητος ἱερεύς τοῦ Νοσοκομείου, ὁ π. Νεκτάριος: «Ἡ ψυχολογική κατάστασις τοῦ ἀσθενοῦς καί τό ἠθικόν του κατά τήν εἴσοδον εἰς τό Νοσοκομεῖον εἶναι χαμηλόν καί ἀπογοητευτικόν. Ἡ ἀπογοήτευσις, ἡ ὁποία προκαλεῖται ἀπό τήν νόσον μέ τοὺς ὀδυνηρούς πόνους, ὁ ὑπέρμετρος φόβος πρό τῆς ἐγχειρήσεως καί ἡ προκύπτουσα ψυχική κάμψις συντελοῦν εἰς τήν ἐπιδείνωσιν τῆς ὑγείας. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν, ἐκεῖνος πού δύναται διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νά τούς βοηθήση εἶναι ὁ ἱερεύς. Ὁ Ἐφημέριος ἐπαναφέρει διά τῆς θ. Χάριτος τήν γαλήνην καί τήν εἰρήνην εἰς τήν ταραγμένην ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου».
Τό δεύτερο «ντοκουμέντο» εἶναι αὐτό πού γράφει, πολύ χαρακτηριστικά, ὁ π. Συμεών Ἀναστασιάδης τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ν. Κρήνης καί Καλαμαριᾶς, ὁ ὁποῖος ὑπηρετεῖ σέ Νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης: «Μέ εἰδοποίησαν νά πάω νά κοινωνήσω ἕναν ἀσθενῆ στό τάδε δωμάτιο μέ τό τάδε ὄνομα. Ὅταν πῆγα, ἀντίκρυσα ἕνα ἀδύνατο καί πολύ ταλαιπωρημένο παλικάρι. Τά χείλη του, ἡ γλῶσσα του καί γενικῶς ὅλη ἡ στοματική του κοιλότητα ἦταν γεμάτη πληγές. Στενοχωρήθηκα μέσα μου, ἦταν νέος ἄνθρωπος, δέν ἤθελα νά τόν ρωτήσω ἀπό τί πάσχει, νά μήν τόν φέρω σέ δύσκολη θέση. Κατάλαβα ὅτι εἶναι κάτι σοβαρό. Ρώτησα τό βαπτιστικό του ὄνομα καί τοῦ εἶπα νά κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πρίν κοινωνήσει. Στό σύντομο διάλογο πού εἴχαμε, μοῦ εἶπε: «Πατέρα, ἄν γίνεται νά μέ κοινωνήσετε μέ κουταλάκι μιᾶς χρήσεως». Πάγωσα, στενοχωρήθηκα, τοῦ ἐξήγησα ὅτι δέν πρέπει νά φοβᾶται διότι μεταλαμβάνει τόν ἴδιο τόν Χριστό, τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του καί δέν πρόκειται νά κολλήσει κάτι. Μοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ πατέρα τό λέω γιά σᾶς, γιατί τό νόσημά μου εἶναι σοβαρό καί μεταδοτικό». Τόν εὐχαρίστησα γιά τό ἐνδιαφέρον του. Ἦταν ἕνας εὐγενέστατος νέος ἀλλά σέ πολύ ἄσχημη κατάσταση. Τοῦ ἐπανέλαβα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί τοῦ εἶπα ὅτι ἐγώ δέν ἔχω ἐνδοιασμούς καί ὅτι δέν κινδυνεύω ἀπό τό νόσημά του. Τότε ἐκεῖνος ἔκανε τόν Σταυρό του καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο καί ἀπό τήν ἴδια Ἁγία Λαβίδα κατέλυσα καί ἐγώ ὁ ἴδιος».
Καρποφόρος, λοιπόν, εἶναι ἡ ὑπηρεσία τῶν κληρικῶν μας στά νοσηλευτικά ἱδρύματα. Μακάριος, ὁ ἱερεύς «ᾧ ἔλαχε τοιαύτη κλῆσις ἄνωθεν», ὁ ἐκτελῶν τό ὑψηλό καί εὐθυνοφόρο τοῦτο ὑπούργημα. Καί αὐτό τό ἐπιτελοῦν μόνον, ὅσοι ἔχουν πυρακτωμένη καρδιά ἀπό τήν ἀγάπη στό Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Γι' αὐτό καί ἡ συμπαράστασή μας εἶναι ἀμέριστος.