Γεννήθηκε στὸ Ληξούρι τῆς Κεφαλονιᾶς τὸ 1727 καὶ πέθανε τὸ 1782 (κατ’ ἄλλους τὸ 1781). Ἑπτὰ μόλις χρονῶν ἔχασε τὸ φῶς του καὶ τὸ ξαναβρῆκε θαυματουργικά, χάρη τῶν προσευχῶν τῆς μητέρας του, Ἀντζουλέττας.
Ἀλλὰ
ἐξ’ αἰτίας τῆς σκληρῆς μοναχικῆς του ζωῆς τὸ ξανὰ ἔχασε καὶ πῆγε στὸ
Ἅγιον Ὄρος. Παρὰ τὴν τύφλωσή του, ἀνέπτυξε σπουδαῖο κηρυκτικὸ καὶ
ἱεραποστολικὸ ἔργο καὶ μάλιστα ἔκτισε πολλὲς Μονὲς σὲ διάφορα μέρη.
Φέρεται
σὰν προστάτης τῆς Ἀστυπάλαιας καὶ ἐκδόθηκε Ἀκολουθία του τὸ 1911 ἀπὸ
τὸν Ἐμμανουὴλ Καρασέλο. Ἐπίσης ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ἁγιοποιήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1974.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς
Πάλλῃς τὸ βλάστημα, Κεφαλληνίας πυρσόν, τὸν θεῖον δομήτορα τῆς τῶν
Λεπέδων Μονῆς, φαιδρῶς εὐφημήσωμεν, Ἄνθιμον τὸν ἀσκήσει τὸν ἐχθρὸν
καθελόντα, χάριν δὲ ἰαμάτων ἐκ Κυρίου λαβόντα, πρεσβεύοντα ἐκτενῶς ἡμᾶς
διασώζεσθαι.