Μία Κυριακή των Μυροφόρων στο εξωκλήσι ( τότε ) του Αγίου Αδριανού στο Κατσίγκρι .
Του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Καλαθά .
Προϊσταμένου του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου – Αχαρνών.
Το
Πάσχα και η Διακαινήσιμος εβδομάδα, έχουν ποιά περάσει. Είμαστε πλέον
στην εβδομάδα του Θωμά .Όλη αυτήν την εβδομάδα, περιμέναμε , εμείς ,τα
παιδιά κυρίως , με λαχτάρα , πότε θα έλθει η Κυριακή των Μυροφόρων , γιά
να κάνουμε μιά ανάπαυλα, από την καθημερινότητά μας καί να βρεθούμε
λίγο μακρύτερα απ' τ' Ανάπλι , απ' την Πρόνοια , στον Άγιο Αδριανό -στο
Κατσίγκρι.
Στο εξωκλήσι αυτό ,πού κάποτε ,πριν το 1833 , ήταν ένα από τα πολλά μοναστηράκια ,πού έκλεισαν οι Βαυαροί με διάταγμά τους καί πού βρίσκεται λίγο ψηλότερα καί έξω από το χωριό, μέσα στα δένδρα καί στα πολλά αγριολούλουδα .
Στα μάτια μας, φάνταζε σαν ένας μικρός, επίγειος, παράδεισος.
Θα ξεφεύγαμε λίγο απ' τα διαβάσματά μας καί από το καθημερινό μας περιβάλλον.
Η κ. Νικολέτα είχε το γενικό πρόσταγμα , μαζί με τον
άνδρα της, τον κ. Αντώνη καί ποιό παλιά η μητέρα της ,
η κ. Βαρβάρα .
Το Σάββατο ,πριν των Μυροφόρων, το βράδυ , η κ. Αγγελική,
η μάννα μας , ετοίμαζε όλα τα εδέσματα καί τα καλούδια , πού θα παίρναμε μαζί μας , γιά να περάσουμε τη μέρα μας , μία Πασχαλινή Κυριακή στην εξοχή.
Το ίδιο βέβαια , έκαναν καί οι άλλοι άνθρωποι ,πού θα είμαστε μαζί.
Επίσης ,γινόταν καί η κατάλληλη προετοιμασία , γιά την Θεία Κοινωνία,πού σχεδόν όλοι , αν όχι όλοι, οι περισσότεροι ,θα
συμμετείχαν στο Ποτήριον της Ζωής.
Πολύ ενωρίς το πρωϊ της Κυριακής ,όλοι συγκεντρωμένοι ,
έξω απ ΄την Αγιατριάδα μας, μπροστά στο καφενείο του Αλέκου,
άνδρες , γυναίκες καί παιδιά ,γύρω στα 40 με 50 άτομα .
Όλοι κρατούσαν από κάτι, από αυτά πού χρειάζονταν ,γιά το πασχαλινό τραπέζι , φαγητό ,τραπεζομάντηλα,πετσέτες,καρέκλες,
καρεκλάκια,τραπέζια καί περιμέναμε το φορτηγό με τον κ.Μιχάλη
(τον Μαστή) οδηγό. Όταν ερχόταν ,χαρά ,φωνές καί όλοι ανεβαίναμε στο φορτηγό , πιάναμε την θέση πού μας όριζαν οι “αρχηγοί” καί ξεκινάγαμε γιά τον παράδεισό μας .Σε καμιά ώρα ,
περίπου , είμασταν εκεί .
Το παμπάλαιο Εκκλησάκι του Αγίου Ανδριανού, μας περίμενε
γιά να το λειτουργήσουμε ,εμάς, από τ 'Ανάπλι , μιά φορά το χρόνο, Κυριακή των Μυροφόρων.
Κατεβαίναμε από το φορτηγό , εμείς τα παιδιά, με ένα πήδημα
είμαστε έξω από το φορτηγό καί οι μεγαλύτεροι ,με την βοήθεια του κ. Μιχάλη καί των υπολοίπων κατέβαιναν καί αυτοί .
Ο κ. Μιχάλης επέστρεφε στ' Ανάπλι , στίς δουλειές του, γιά να έλθει πάλι το απόγευμα ,κατά τίς 6 μ.μ, γιά να μας γυρίσει πίσω
στη Πρόνοια.
Τη ωραία μοσχοβολούσε η φύση γύρω μας ,απ' τα αγριολούλουδα καί από τα δένδρα. Το έαρ – η άνοιξη, είχε έλθει από το Πάσχα,τα πάντα μοσχοβολούσαν.
Εμείς ,τα παιδιά καί οι γυναίκες, μπαίναμε στο Ναό να προσκυνήσουμε καί να ανάψουμε τα καντήλια. Οι δε άνδρες , κάτω από το κιόσκι, τοποθετούσαν τις καρέκλες,τα τραπέζια καί καμιά χρονιά ,ετοίμαζαν καί την ψησταριά με τον οβελία πού τον έβαζαν να ψήνετε καί κατόπιν, έρχονταν καί αυτοί στον Ναό καί όλοι μαζί,περιμέναμε τον Ιερέα, γιά να αρχίσει η Θεία Λειτουργία .
Την Θεία Λειτουργία την τελούσε ,συνήθως ,ο π. Νικόλας μας
( ο Σαγκιώτης ) καί μερικές φορές ,όταν δεν μπορούσε ο
π. Νικόλας ,ερχόταν ο παπα -Γιάννης του Κατσιγκριού .
Η Θεία Λειτουργία άρχιζε ,μερικούς από τούς ύμνους έψαλλαν καί οι γυναίκες .Η ατμόσφαιρα ήταν λίαν κατανυκτική
καί μοναστηριακή , διότι δεν υπήρχε ρεύμα στο Ναό ,παρά μόνον,
τα καντηλάκια καί τα κεριά των ανθρώπων . Κάποια στιγμή ερχόταν το αποκορύφωμα της Θείας Λειτουργίας . Η ώρα της Θείας Μεταλήψεως, του Σώματος καί Αίματος του Σωτήρος μας Χριστού. Όλοι με κατάνυξη ,προσοχή,προσευχή καί τάξη προσερχόμαστε στο Ποτήριον της Ζωής.
Γινόταν η Απόλυση, “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ...” όλοι μαζί, παίρναμε καί το αντίδωρο καί βγαίναμε έξω από το εκκλησάκι, γιά να πάρουμε το πρωϊνό , στο κιόσκι . Εμείς τα παιδιά ,τι πρωϊνό
θα παίρναμε ...,τρέχαμε γύρω – γύρω από τον κόσμο ,από το μοναστήρι , παιχνίδι- φωνές – κακό ( τι ωραία ζωή ,ανέμελη, χωρίς έγνοιες ...).
Ο π. Νικόλας ή ο π. Γιάννης ,έπιναν τον καφέ τους ,το κουλουράκι τους καί τ' αυγουλάκι τους , έλεγαν τις ευχές τους καί έφευγαν γιά τη βάση τους.
Κατόπιν άρχιζαν οι μεγάλες συζητήσεις. Οι άνδρες σε μιά παρέα έλεγαν τα δικά τους ,ποδοσφαιρικά ,εργατικά ,πολιτικά , έκαναν καί κανένα τσιγαράκι, γιά το καλό .
Οι γυναίκες , σε άλλη παρέα , έλεγαν τα δικά τους , τα οικογενειακά τους ,τα προβλήματά τους , μπας καί ανακουφισθούν,λιγάκι ,από τα βάσανα της ζωής .Όλοι έπιναν τον καφέ τους ,έτρωγαν τα κουλουράκια τους καί τα κόκκινα αυγά τους .Το ίδιο καί εμείς τα παιδιά χανόμαστε γύρω -γύρω καί ερχόμαστε βουτάγαμε κανένα κουλούρι με ζάχαρι καί κανένα αυγό στο χέρι καί δρόμο ,πάλι ,πάνω στην πλαγιά .
Η ώρα περνούσε ευχάριστα καί ωραία .Ερχόταν καί η ώρα του φαγητού. Οι γυναίκες , μόλις έβλεπαν ότι η ώρα πήγε 1μ.μ. , ετοίμαζαν τα τραπέζια ,τα ένωναν μεταξύ τους καί γινόταν ένα καί έβαζαν επάνω ότι είχε φέρει ο καθένας, γιά το κοινό τραπέζι – γιά το κοινό πασχαλινό τραπέζι ,( θα έλεγε κανείς τώρα ,πώς , το τραπέζι αυτό , θύμιζε τίς Αγάπες των πρώτων Χριστιανών ).
Η κ. Νικολέτα φώναζε όλα τα παιδιά καί μαζευόμαστε όλοι ,
μικροί – μεγάλοι , άνδρες καί γυναίκες, γύρω από το τραπέζι .
Φωνές ,τραγούδια, μιά ωραία, ζεστή , χαρούμενη ατμόσφαιρα, πού όλους ενθουσίαζε καί ευχαριστούσε.
Τελειώναμε το φαγητό μας ,οι γυναίκες μάζευαν τα τραπέζια καί τα πράγματα. Οι άνδρες έπιναν τον απογευματινό καφέ τους
καί τα παιδιά , δώστου παιχνίδι καί φωνές .
Η ώρα της επιστροφής ,πλέον , έφθανε .6μ.μ. Ο κ. Μιχάλης με το φορτηγό του , ήταν έξω από την πόρτα του Αγίου Ανδριανού καί μας περίμενε . Τότε όλοι μαζί , πάλι, ο ένας με τη βοήθεια τού άλλου , αλλά καί μιάς καρέκλας ,πού εκτελούσε χρέη σκάλας ανεβαίναμε στο φορτηγό.
Στο εξωκλήσι αυτό ,πού κάποτε ,πριν το 1833 , ήταν ένα από τα πολλά μοναστηράκια ,πού έκλεισαν οι Βαυαροί με διάταγμά τους καί πού βρίσκεται λίγο ψηλότερα καί έξω από το χωριό, μέσα στα δένδρα καί στα πολλά αγριολούλουδα .
Στα μάτια μας, φάνταζε σαν ένας μικρός, επίγειος, παράδεισος.
Θα ξεφεύγαμε λίγο απ' τα διαβάσματά μας καί από το καθημερινό μας περιβάλλον.
Η κ. Νικολέτα είχε το γενικό πρόσταγμα , μαζί με τον
άνδρα της, τον κ. Αντώνη καί ποιό παλιά η μητέρα της ,
η κ. Βαρβάρα .
Το Σάββατο ,πριν των Μυροφόρων, το βράδυ , η κ. Αγγελική,
η μάννα μας , ετοίμαζε όλα τα εδέσματα καί τα καλούδια , πού θα παίρναμε μαζί μας , γιά να περάσουμε τη μέρα μας , μία Πασχαλινή Κυριακή στην εξοχή.
Το ίδιο βέβαια , έκαναν καί οι άλλοι άνθρωποι ,πού θα είμαστε μαζί.
Επίσης ,γινόταν καί η κατάλληλη προετοιμασία , γιά την Θεία Κοινωνία,πού σχεδόν όλοι , αν όχι όλοι, οι περισσότεροι ,θα
συμμετείχαν στο Ποτήριον της Ζωής.
Πολύ ενωρίς το πρωϊ της Κυριακής ,όλοι συγκεντρωμένοι ,
έξω απ ΄την Αγιατριάδα μας, μπροστά στο καφενείο του Αλέκου,
άνδρες , γυναίκες καί παιδιά ,γύρω στα 40 με 50 άτομα .
Όλοι κρατούσαν από κάτι, από αυτά πού χρειάζονταν ,γιά το πασχαλινό τραπέζι , φαγητό ,τραπεζομάντηλα,πετσέτες,καρέκλες,
καρεκλάκια,τραπέζια καί περιμέναμε το φορτηγό με τον κ.Μιχάλη
(τον Μαστή) οδηγό. Όταν ερχόταν ,χαρά ,φωνές καί όλοι ανεβαίναμε στο φορτηγό , πιάναμε την θέση πού μας όριζαν οι “αρχηγοί” καί ξεκινάγαμε γιά τον παράδεισό μας .Σε καμιά ώρα ,
περίπου , είμασταν εκεί .
Το παμπάλαιο Εκκλησάκι του Αγίου Ανδριανού, μας περίμενε
γιά να το λειτουργήσουμε ,εμάς, από τ 'Ανάπλι , μιά φορά το χρόνο, Κυριακή των Μυροφόρων.
Κατεβαίναμε από το φορτηγό , εμείς τα παιδιά, με ένα πήδημα
είμαστε έξω από το φορτηγό καί οι μεγαλύτεροι ,με την βοήθεια του κ. Μιχάλη καί των υπολοίπων κατέβαιναν καί αυτοί .
Ο κ. Μιχάλης επέστρεφε στ' Ανάπλι , στίς δουλειές του, γιά να έλθει πάλι το απόγευμα ,κατά τίς 6 μ.μ, γιά να μας γυρίσει πίσω
στη Πρόνοια.
Τη ωραία μοσχοβολούσε η φύση γύρω μας ,απ' τα αγριολούλουδα καί από τα δένδρα. Το έαρ – η άνοιξη, είχε έλθει από το Πάσχα,τα πάντα μοσχοβολούσαν.
Εμείς ,τα παιδιά καί οι γυναίκες, μπαίναμε στο Ναό να προσκυνήσουμε καί να ανάψουμε τα καντήλια. Οι δε άνδρες , κάτω από το κιόσκι, τοποθετούσαν τις καρέκλες,τα τραπέζια καί καμιά χρονιά ,ετοίμαζαν καί την ψησταριά με τον οβελία πού τον έβαζαν να ψήνετε καί κατόπιν, έρχονταν καί αυτοί στον Ναό καί όλοι μαζί,περιμέναμε τον Ιερέα, γιά να αρχίσει η Θεία Λειτουργία .
Την Θεία Λειτουργία την τελούσε ,συνήθως ,ο π. Νικόλας μας
( ο Σαγκιώτης ) καί μερικές φορές ,όταν δεν μπορούσε ο
π. Νικόλας ,ερχόταν ο παπα -Γιάννης του Κατσιγκριού .
Η Θεία Λειτουργία άρχιζε ,μερικούς από τούς ύμνους έψαλλαν καί οι γυναίκες .Η ατμόσφαιρα ήταν λίαν κατανυκτική
καί μοναστηριακή , διότι δεν υπήρχε ρεύμα στο Ναό ,παρά μόνον,
τα καντηλάκια καί τα κεριά των ανθρώπων . Κάποια στιγμή ερχόταν το αποκορύφωμα της Θείας Λειτουργίας . Η ώρα της Θείας Μεταλήψεως, του Σώματος καί Αίματος του Σωτήρος μας Χριστού. Όλοι με κατάνυξη ,προσοχή,προσευχή καί τάξη προσερχόμαστε στο Ποτήριον της Ζωής.
Γινόταν η Απόλυση, “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ...” όλοι μαζί, παίρναμε καί το αντίδωρο καί βγαίναμε έξω από το εκκλησάκι, γιά να πάρουμε το πρωϊνό , στο κιόσκι . Εμείς τα παιδιά ,τι πρωϊνό
θα παίρναμε ...,τρέχαμε γύρω – γύρω από τον κόσμο ,από το μοναστήρι , παιχνίδι- φωνές – κακό ( τι ωραία ζωή ,ανέμελη, χωρίς έγνοιες ...).
Ο π. Νικόλας ή ο π. Γιάννης ,έπιναν τον καφέ τους ,το κουλουράκι τους καί τ' αυγουλάκι τους , έλεγαν τις ευχές τους καί έφευγαν γιά τη βάση τους.
Κατόπιν άρχιζαν οι μεγάλες συζητήσεις. Οι άνδρες σε μιά παρέα έλεγαν τα δικά τους ,ποδοσφαιρικά ,εργατικά ,πολιτικά , έκαναν καί κανένα τσιγαράκι, γιά το καλό .
Οι γυναίκες , σε άλλη παρέα , έλεγαν τα δικά τους , τα οικογενειακά τους ,τα προβλήματά τους , μπας καί ανακουφισθούν,λιγάκι ,από τα βάσανα της ζωής .Όλοι έπιναν τον καφέ τους ,έτρωγαν τα κουλουράκια τους καί τα κόκκινα αυγά τους .Το ίδιο καί εμείς τα παιδιά χανόμαστε γύρω -γύρω καί ερχόμαστε βουτάγαμε κανένα κουλούρι με ζάχαρι καί κανένα αυγό στο χέρι καί δρόμο ,πάλι ,πάνω στην πλαγιά .
Η ώρα περνούσε ευχάριστα καί ωραία .Ερχόταν καί η ώρα του φαγητού. Οι γυναίκες , μόλις έβλεπαν ότι η ώρα πήγε 1μ.μ. , ετοίμαζαν τα τραπέζια ,τα ένωναν μεταξύ τους καί γινόταν ένα καί έβαζαν επάνω ότι είχε φέρει ο καθένας, γιά το κοινό τραπέζι – γιά το κοινό πασχαλινό τραπέζι ,( θα έλεγε κανείς τώρα ,πώς , το τραπέζι αυτό , θύμιζε τίς Αγάπες των πρώτων Χριστιανών ).
Η κ. Νικολέτα φώναζε όλα τα παιδιά καί μαζευόμαστε όλοι ,
μικροί – μεγάλοι , άνδρες καί γυναίκες, γύρω από το τραπέζι .
Φωνές ,τραγούδια, μιά ωραία, ζεστή , χαρούμενη ατμόσφαιρα, πού όλους ενθουσίαζε καί ευχαριστούσε.
Τελειώναμε το φαγητό μας ,οι γυναίκες μάζευαν τα τραπέζια καί τα πράγματα. Οι άνδρες έπιναν τον απογευματινό καφέ τους
καί τα παιδιά , δώστου παιχνίδι καί φωνές .
Η ώρα της επιστροφής ,πλέον , έφθανε .6μ.μ. Ο κ. Μιχάλης με το φορτηγό του , ήταν έξω από την πόρτα του Αγίου Ανδριανού καί μας περίμενε . Τότε όλοι μαζί , πάλι, ο ένας με τη βοήθεια τού άλλου , αλλά καί μιάς καρέκλας ,πού εκτελούσε χρέη σκάλας ανεβαίναμε στο φορτηγό.
Όλοι
είχαν πάρει την θέση τους στο φορτηγό καί ξεκινούσε η κατάβαση από τον
Άγιο Ανδριανό – το Κατσίγκρι – τ' Ανάπλι – την Πρόνοια -την Αγιατριάδα
μας.
Όλοι κατεβαίναν από το φορτηγό λέγοντας μιά ευχή :
“ Βοήθειά μας καί του χρόνου να ξαναβρεθούμε στόν Άγιο Ανδριανό “ . ( στο Κατσίγκρι ) . Είθε ...
Όλοι κατεβαίναν από το φορτηγό λέγοντας μιά ευχή :
“ Βοήθειά μας καί του χρόνου να ξαναβρεθούμε στόν Άγιο Ανδριανό “ . ( στο Κατσίγκρι ) . Είθε ...