Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος ἐγεννήθηκε στὸ χωριὸ Ψιλομέτωπο τῆς Λέσβου ἀπὸ πατέρα Μωαμεθανὸ καὶ μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ ἐγαλούχησε αὐτὸν μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἐγκατέλειψε τὴν πατρίδα του καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐβαπτίσθηκε καὶ ἔλαβε τὸ Χριστιανικὸ ὄνομα Κωνσταντίνος. Ἐπισκεφθεὶς κάποτε τὴ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Προδρόμου καὶ ἀσπασθεὶς τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Νεομαρτύρων, ποὺ ἐφυλάσσονταν ἐκεῖ, τόσο ἐπηρεάσθηκε, ὥστε ἀμέσως τοῦ ἐγεννήθηκε ὁ πόθος νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο του στὸν πνευματικό του, ὁ ὁποῖος, εὐχαρίστως, ἀφοῦ ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Κωνσταντίνου, ὑπέβαλε ἀμέσως αὐτὸν στὴν κατάλληλη προετοιμασία. Ὅταν αὐτὴ συντελέσθηκε, ὁ Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος ὑπὸ τῶν εὐχῶν τοῦ πνευματικοῦ του καὶ τῶν συνασκητῶν του, ἀπῆλθε στὴν Ἀνατολή, πρὸς ἐκπλήρωση τοῦ διακαοῦς πόθου του. Ἀποβιβάσθηκε στὶς Κυδωνίες, ὅπου, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀναμονῆς πλοίου γιὰ τὴ Σμύρνη, ἐθεώρησε καλὸ νὰ ἐργασθεῖ σὲ κατάστημα τροφίμων. Ἐκεῖ ὅμως ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο συμπολίτη του καὶ καταγγέλθηκε στὸν ἀγᾶ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ συνέλαβε αὐτόν, τὸν ἐρωτοῦσε περὶ τῆς ἀλήθειας ἢ μὴ τῶν καταγγελθέντων. Ὁ Κωνσταντίνος μὲ θάρρος ὁμολόγησε ὅτι ναὶ μὲν προηγουμένως ἦταν Μωαμεθανός, ἀλλά, ἐπειδὴ ἐφωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἔγινε Χριστιανός, διότι ἐπείσθηκε ὅτι ἡ πίστη αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ ἄμωμη. Ἐξοργισθεὶς ὁ ἀγᾶς, ἀφοῦ ὑπέβαλε τὸν Κωνσταντίνο σὲ παντοειδὴ βασανιστήρια, τὸν ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ληφθεῖ ἐκεῖ ἡ ὁριστικὴ ἀπόφαση περὶ αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὁ Κωνσταντίνος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ Χριστιανικὴ ὁμολογία του καὶ ἀπέρριψε ὅλες τὶς γενόμενες σὲ αὐτὸν δελεαστικὲς προτάσεις. Κατόπιν τούτου, τὸ 1819, διατάχθηκε ἡ δι’ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του. Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρος, γιὰ νὰ μὴν παραληφθεῖ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε κρυφὰ στὸ Τουρκικὸ νεκροταφεῖο, μεταξὺ τῶν ἐκεῖ ἐνταφιασμένων Μωαμεθανῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν ηὔφρανας,
πιστῶν χορείαν, καί κατήσχυνας,
τούς Ἄγαρ γόνους, ἀνακηρύξας
λαμπρῶς τήν εὐσέβειαν,
καί ὑπομείνας ἀνύποιστα
βάσανα, ὦ Κωνσταντῖνε
Μαρτύρων ἀγλάισμα. Ὡς οὖν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε,
μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων
Σε.
Έτερον
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Φωσφόρος ἀνέτειλε,
τῆ Ἐκκλησία
Χριστοῦ, ἡ μνήμη τῶν ἄθλων σου,
φωτός πληροῦσα αὐτήν,
Μαρτύρων ἐκσφράγισμα, ἔνδοξε
Κωνσταντῖνε, λύουσα τήν ἀπάτην,
γόνων τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ,
λάμπουσα δέ πλουσίως, τάς ψυχάς.