Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοδράτος καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθη μὲ πολλοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς στὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα τότε διωγμό, παραδόθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς Ἀληθινός. Κατόπιν τούτου τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν σκληρά, τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή.
Ἀπὸ τὴ Νικομήδεια, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἀνθύπατου μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου δι’ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τελειώθηκαν ἄλλοι διὰ πυρὸς καὶ ἄλλοι διὰ μαχαίρας. Τοῦτο ἐξαγρίωσε τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὶς σάρκες.
Στὴν
συνέχεια ἀπεστάλη στὴν Ἀπάμεια, ὅπου ὑπέστη ποικίλα μαρτύρια καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ὁδηγήθηκε δέσμιος στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου πολλοὶ ἀπὸ
τοὺς κατοίκους, θαυμάζοντας τὴν ὑπομονὴ καὶ προσκαρτερία τοῦ Μάρτυρος
στὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἀπὸ αὐτοὺς δὲ ὁ Ρουφίνος καὶ ὁ
Σατορνίνος, ἀφοῦ κρεμάσθηκαν καὶ καταξεσκίσθηκαν οἱ σάρκες τους,
ἀποκεφαλίσθηκαν στὴν Ἀπολλωνιάδα.
Ὁ
Ἅγιος Κοδράτος ὁδηγήθηκε, τέλος, στὴν Ἑρμούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ξαπλώθηκε
ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, λαμβάνοντας
ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.