Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στὴν πόλη Βασίλιεφ τῆς περιοχῆς τοῦ Κιέβου, τὸ 1092 μ.Χ., ἀπὸ εὔπορους γονεῖς. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του, ὁ ἱερέας ποὺ τὸν βάπτιζε, εἶδε ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ θὰ ἀφιέρωνε ἀργότερα τὴν ζωή του στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ γονεῖς του ἀναγκάσθηκαν, μὲ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνα, νὰ μετοικήσουν μακριὰ σὲ ἄλλη πόλη, στὸ Κούρκ, στὴν ὁποία γεννήθηκε ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νά λάμψει ἐκεῖ ὁ μικρὸς Θεοδόσιος μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή του. Σὲ αὐτὴ τὴν πόλη μεγάλωνε σωματικὰ ἀλλὰ αὐξανόταν καὶ πνευματικὰ στὴ σοφία καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μελετοῦσε μὲ ἐπιμέλεια τὸν Θεῖο Λόγο καὶ πολὺ γρήγορα ἔγινε κάτοχος ὅλης τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ σοφία του, τὴν ἀντίληψη καὶ τὴν ταχύτητα ἐκμαθήσεως. Καθημερινὰ ἐπισκεπτόταν τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ παρακολουθοῦσε μὲ ὅλη του τὴν προσοχὴ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ θάνατος τοῦ στέρησε τὸν πατέρα. Ἀπὸ τότε ὁ μακάριος Θεοδόσιος ἔγινε περισσότερο ἀσκητικός. Πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ στὰ χωράφια καὶ ἔκανε τὸ καθετὶ μὲ βαθιὰ ταπείνωση. Στὴν καρδιά του ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ αἴσθηση τῆς πτώχιας καὶ τῆς ταπεινώσεως. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπεκδύεται τὰ ἀρχοντικά του ροῦχα, ἐνδύεται μὲ τὰ ἐνδύματα τῶν χωρικῶν, τοὺς ὁποίους βοηθᾶ σὲ κάθε εἴδους ἐργασίας. Ἡ συμπεριφορά του ἐξοργίζει τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν ἐπιπλήττει καὶ τὸν κτυπᾶ.
Κάποτε ὁ Θεοδόσιος πῆγε σὲ ἕνα σιδερὰ καὶ παρήγγειλε μία σιδερένια ζώνη. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε, τὴν πῆρε καὶ τὴν φόρεσε κατάσαρκα, χωρὶς νὰ τὴν βγάζει καθόλου ἀπὸ ἐπάνω του. Ἦταν στενή, ἕσφιγγε πολὺ τὸ σῶμα του καὶ προξενοῦσε πόνους, ποὺ τοὺς ὑπέμενε ὅμως καρτερικὰ σὰν νὰ μὴν συνέβαινε τίποτε.
Σὲ ἕνα ἑορταστικὸ γεῦμα, ποὺ θὰ δινόταν στὸ μέγαρο τοῦ ἄρχοντα καὶ θὰ παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ προύχοντες τῆς πόλεως, ἔπρεπε νὰ πάει καὶ ὁ Θεοδόσιος, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴ μητέρα του νὰ ἐνδυθεῖ τὴν καλή του στολή. Καθὼς τὴν φοροῦσε, δὲν μπόρεσε νὰ προφυλαχθεῖ καὶ τὸ διακριτικὸ μάτι τῆς μητέρας πρόσεξε πάνω στὴ φανέλα στίγματα ἀπὸ αἷμα. Πλησίασε νὰ ἐξετάσει καὶ μόλις διαπίστωσε πὼς ὀφειλόταν στὸ σφίξιμο τῆς σιδερένιας ζώνης, ἄναψε ἀπὸ τὸ κακό της. Ὃρμησε πάνω του μὲ μανία, ἄρχισε νὰ τὸν κτυπάει, τοῦ ξέσκισε τὴν φανέλα καὶ τοῦ ἀφαίρεσε τὴ ζώνη ὀργισμένη. Ἀλλὰ ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος νέος, σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε, ἐνδύθηκε τὰ ροῦχα του καὶ ξεκίνησε εἰρηνικά, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὸ γεῦμα.
Μία ἡμέρα ἄκουσε στὸ Εὐαγγέλιο τὸν Κύριο νὰ λέγει: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος…». «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοι εἰσιν, οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Ἐπίσης ἄκουσε κι ἄλλα: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πυρπολήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ φωτισμένου ἀπὸ τὸν Κύριο Θεοδοσίου. Καὶ φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, συλλογιζόταν καθημερινὰ πῶς θὰ μποροῦσε, κρυφὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του, νὰ ἐνδυθεῖ τὸ ἅγιο μοναχικὸ σχῆμα.
Ἔτσι, ὁ Ὅσιος φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ ἔλθει νὰ ἀσκητέψει στὸ Κίεβο. Λόγω τοῦ νεαροῦ τῆς ἡλικίας του δὲν τὸν δέχεται κανένας. Βρίσκει ὅμως πνευματικὸ καταφύγιο κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἀντώνιο. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος παραδόθηκε τώρα ὁλόψυχα στὸν Θεὸ καὶ στὸν θεοφόρο Γέροντά του Ἀντώνιο. Ἐπιδόθηκε σὲ μεγάλες ἀσκήσεις καὶ βάσταζε μὲ χαρὰ τὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τὶς νύχτες τὶς ἀφιέρωνε στὴ δοξολογία τοῦ Κυρίου, ἀρνούμενος τὴν ξεκούραση τοῦ ὕπνου. Τὶς ἡμέρες, σκληραγωγοῦσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴ νηστεία καὶ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Πάντοτε θυμόταν τὸ ψαλμικό: «Ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου».
Μάταια ἡ μητέρα του τὸν ἀναζητοῦσε. Ὅταν ἐπιτέλους τὸν βρῆκε μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, τὸν παρακάλεσε νὰ ἐπιστρέψει σπίτι καὶ νὰ μείνει ἐκεῖ μέχρι τὸ θάνατό της. Ὁ Ὅσιος τὴν παρακάλεσε νὰ γίνει μοναχὴ καὶ νὰ μείνει κάπου ἐκεῖ κοντά. Ἡ μητέρα του τελικὰ πείσθηκε καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ μετάνοια τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου μέσα στὸ σπήλαιο, πολὺ γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν τροπαιοφόρο νικητὴ κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὅταν μάλιστα ἡ μητέρα του ξεπέρασε τὸν πόνο της καὶ ἔγινε μοναχή, τότε ἐπιδόθηκε σὲ μεγαλύτερες ἀσκήσεις, φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Μέσα στὸ σπήλαιο μποροῦσε τότε νὰ δεῖ κανεὶς τρεῖς λαμπάδες ἀναμμένες, ποὺ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία διέλυαν τὸ σκότος τῶν δαιμόνων: τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο, τὸν μακάριο Θεοδόσιο καὶ τὸν μεγάλο Νίκωνα.
Ὅταν ἀργότερα, τὸ 1062, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε κατὰ τῶν σπηλαιωτῶν μοναχῶν, ἐπειδὴ εἶχαν δεχθεῖ στὴ μονή, τὸν βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο Ἐφραίμ, ὁ μακάριος Νίκων ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει μὲ μερικοὺς ἀδελφούς. Πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν, στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς Ἀζοφικῆς θάλασσας, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι καὶ ἔμεινε μέχρι τὸ 1068. Τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, μὲ θέλημα Θεοῦ καὶ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ὡς ἱερέας τελοῦσε καθημερινὰ τὴ Θεία Λειτουργία μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης. Ξεχώριζες ἐπάνω του τὴ φυσικὴ πραότητα, τὴν ἀταραξία τῶν λογισμῶν καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς καρδίας. Ἦταν γεμάτος πνευματικὴ σοφία καὶ ἔτρεφε ἀγάπη πρὸς ὅλους ἀδιάκριτα τοὺς ἀδελφούς, ποὺ μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἀνέθεσε τὴν ἡγουμενία στὸν μακάριο Βαρλαὰμ καὶ ἀναχώρησε σὲ ἕνα ἥσυχο λόφο. Ἐκεῖ ἄνοιξε ἕνα ἄλλο σπήλαιο καὶ συνέχισε τὴν ἀσκητική του ζωή.
Ὁ ἡγούμενος Βαρλαὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί, ἀφοῦ πῆραν τὴν εὐχὴ καὶ εὐλογία τοῦ Ὁσίου, συνέχισαν νὰ ζοῦν ὁσιακὰ καὶ ἐνάρετα στὸ πρῶτο σπήλαιο. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀδελφότητα σιγά-σιγὰ αὐξήθηκε καὶ ὁ χῶρος τοῦ σπηλαίου δὲν ἐπαρκοῦσε γιὰ τὶς λατρευτικὲς συνάξεις της, ὁ εὐλαβέστατος Θεοδόσιος καὶ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, ἔκτισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο ἕνα εὐρύχωρο ξύλινο ἐκκλησάκι, ἀφιερωμένο στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ συναθροίζονται σὲ αὐτὸ οἱ ἀδελφοὶ καὶ νὰ κάνουν τὶς Ἀκολουθίες.
Ἡ στενότητα τοῦ χώρου μέσα στὸ σπήλαιο καὶ οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως προξενοῦσαν στοὺς πατέρες μεγάλες θλίψεις καὶ ταλαιπωρίες, ποὺ μόνο ὁ Θεὸς τὶς γνωρίζει καὶ ποὺ γλῶσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἐκφράσει. Συντηροῦσαν τὸν ἑαυτό τους μὲ νερὸ καὶ λίγο ψωμὶ ἀπὸ σίκαλη. Φαγητὸ μαγειρεμένο ἔτρωγαν μόνο τὸ Σαββατοκύριακο καὶ ὄχι πάντα, γιατί ὁρισμένες φορὲς δὲν ὑπῆρχε, ὁπότε κατέφευγαν στὰ βρασμένα χόρτα. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἐργασίες, ἔπλεκαν καθημερινὰ καλάθια, τὰ πουλοῦσαν καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ ἔπαιρναν, ἀγόραζαν σιτάρι. Τὴ νύχτα ἄλεθε ὁ καθένας τὸ μερίδιό του καὶ ἔπειτα συγκέντρωναν τὸ ἀλεύρι, γιὰ νά φτιάξουν ψωμί. Πρὶν ξημερώσει, συναθροίζονταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν Ὄρθρο. Κατόπιν πήγαιναν στὰ ἐργόχειρά τους, ποὺ προορίζονταν γιὰ πούλημα. Ἂν εἶχαν περιθώριο χρόνου, δούλευαν καὶ στὸν κῆπο. Ἔπειτα τελοῦσαν στὸ ναὸ τὶς Ὧρες καὶ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὴ συνέχεια, παίρνοντας λίγο ψωμί, συνέχιζαν τὶς ἐργασίες τους, ποὺ διαρκοῦσαν ὡς τὴν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ἀποδείπνου. Ἔτσι μοχθοῦσαν κάθε ἡμέρα, ἀφοσιωμένοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ ἦταν τώρα καὶ ἱερέας, κατέπλησσε ὅλους τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς μὲ τὴ νηστεία, τὴν ἀνδρεία, τὴν ἐργατικότητα, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοή του. Ἦταν πρόθυμος νὰ τοὺς ἐξυπηρετεῖ ὅλους. Μετέφερε νερὸ ἢ ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος. Ὁρισμένες φορές, ἐνῷ οἱ ἀδελφοὶ ἀναπαύονταν, μάζευε τὸ σιτάρι ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀλέσουν ἐκεῖνοι καὶ τὸ ἄλεθε ὁ ἴδιος, ἐργαζόμενος καὶ προσευχόμενος ὅλη τὴ νύχτα.
Ἀλλὰ συνέβη κάποτε νὰ προσκληθεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ, ὁ ἡγούμενος τῆς ἀδελφότητας, ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ μακάριος Βαρλαὰμ ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, οἱ ἀδελφοὶ πῆγαν καὶ ζήτησαν ὁμόφωνα ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο νὰ τοποθετήσει ἡγούμενο τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος συμφώνησε. Μὲ τὴν εὐλογία του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος τῶν εἴκοσι ἀδελφῶν. Ὁ ἀξιοθαύμαστος Θεοδόσιος, ἂν καὶ ἔγινε ἡγούμενος, δὲν ἀπέβαλε τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ἀλλὰ θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος». Ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του καὶ γινόταν ἔσχατος καὶ ὑπηρέτης ὅλων. Στὸ καθετὶ παρεῖχε τὸν ἑαυτό του, τύπο καλῶν ἔργων. Στὴν ἐργασία καὶ στὸ ναὸ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πήγαινε καὶ τελευταῖος ποὺ ἔφευγε. Οἱ δεήσεις τοῦ δικαίου Θεοδοσίου ἔφεραν πολλὲς εὐλογίες καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀδελφότητας ἄνθιζε καὶ προόδευε. Σὰν τὸ σπόρο ποὺ ἔπεσε σὲ εὔφορη γῆ καὶ ἔφερε καρπὸ ἑκατονταπλάσιο, ἔτσι μεγάλωσε σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἡ ἀδελφότητα καὶ ἔφθασε τοὺς ἑκατὸ ἀδελφούς. Καὶ ὅλοι προόδευαν μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή τους καὶ τὴν προσευχή.
Πιστὸς ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος στὶς παραδόσεις τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ζεῖ μία σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ συνεχὴ μετάνοια, προσευχὴ ἀλλὰ καὶ χαρά. Ἡ ὄψη του ἦταν πάντοτε φωτισμένη, ἱλαρὴ καὶ ἀντανακλοῦσε τὴν χαρὰ τοῦ Πάσχα. Ἀπὸ τὶς ἀρετές του ξεχώριζαν δύο: ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Ὁσίου στρεφόταν ὄχι μόνο πρὸς τοὺς πάσχοντες ἀδελφούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀδικοῦσαν ἢ ἔβλαπταν τὸ μοναστήρι. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς θαυματουργίας.
Ὁ εὐσεβὴς Στουδίτης μοναχὸς Μιχαήλ, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, βρισκόταν τότε κοντὰ στὴν ἀδελφότητα. Εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, συνοδεύοντας τὸν νεοχειροτόνητο Μητροπολίτη Κιέβου Γεώργιο (1062). Πληροφόρησε, λοιπόν, τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο γιὰ τὴ θεάρεστη ζωὴ τῶν Στουδιτῶν μοναχῶν, ζωὴ ποὺ ἀξιώθηκε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ζήσει. Οἱ πληροφορίες αὐτὲς ἄρεσαν πολὺ στὸν Ὅσιο. Χωρὶς καθυστέρηση, ἀποστέλλει κάποιον ἀδελφὸ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ βρεῖ τὸν μοναχὸ Ἐφραίμ, τὸν εὐνοῦχο, ποὺ τότε ἐπέστρεφε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο: νὰ ἐπισκεφθεῖ δηλαδὴ τὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, νὰ γνωρίσει ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἀκριβέστερο τρόπο τὴν τάξη καὶ τὸ Τυπικό της καὶ νὰ καταγράψει ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια.
Πράγματι, ὁ μακάριος Ἐφραίμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, παρακολούθησε τὴν τάξη τῆς μονῆς, κατέγραψε μὲ ἀκρίβεια τὸ Τυπικὸ καὶ ἐπέστρεψε. Μόλις πῆρε στὰ χέρια του ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τὸ κείμενο, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀπὸ τότε ἡ Πετσέρσκαγια Λαύρα ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει τὸ Στουδίτικο Τυπικό. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ παρέλαβαν καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐφάρμοσε ὁ Ὅσιος. Ἔτσι, ὅλες οἱ Ρωσικὲς μονές, ποὺ προηγουμένως δὲν γνώριζαν τὸ καθαυτὸ μοναστηριακὸ τυπικό, τώρα ἔστρεφαν τὰ βλέμματα στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου καὶ τὴ θεωροῦσαν γιὰ τὸ καθετὶ ὡς πρότυπό τους.
Ὁ Ὅσιος νουθέτησε πάντοτε τοὺς μοναχοὺς λέγοντας: «Σᾶς ἱκετεύω, ἀδελφοί. Ἂς προοδεύσουμε στὴ νηστεία καὶ στὴν προσευχή, ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, ἂς ἐπιστρέψουμε ἀπὸ τὶς κακίες μας καὶ τοὺς δρόμους τοῦ πονηροῦ. Ἂς πλησιάζουμε τὸν Θεὸ μὲ στεναγμούς, μὲ δάκρυα, μὲ τὴ μετάνοια, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε νὰ ἀποσπάσουμε τὸ ἔλεός Του. Καὶ ἂς μισήσουμε τὸν παρόντα κόσμο, ἔχοντας πάντοτε στὴ σκέψη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ποὺ ἀπαρνηθήκαμε τὸν κόσμο, ἂς ἀπαρνηθοῦμε καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου. Ἂς μισήσουμε τὸ ψέμα, ποὺ μᾶς ἑλκύει σὲ πράγματα ἐλεεινά, καὶ ἂς μὴν στραφοῦμε στὶς πρῶτες ἁμαρτίες μας. Πῶς θὰ ἀποφύγουμε τὴν αἰώνια κόλαση, ἂν τελειώσουμε τὴν ζωή μας μὲ ὀκνηρία καὶ χωρὶς μετάνοια; Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ χωρὶς αὐτὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κερδίσει. Εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια πατρίδα. Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ ἂς στερεώσουμε ἐπάνω του γερὰ τὰ βήματά μας. Στὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας δὲν πλησιάζει ὁ πονηρός, καὶ παρόλο ποὺ τώρα εἶναι τεθλιμμένη, ἀργότερα θὰ μᾶς γεμίσει χαρά. Προτοῦ πλησιάσουν οἱ ἔσχατες ἡμέρες, ἂς πάρουμε τὸ δρόμο αὐτό, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὰ μέλλοντα ἀγαθά».
Ὁ
Ὅσιος, σὲ ἡλικία μόλις σαράντα πέντε ἐτῶν, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του.
Κάλεσε τοὺς συνασκητές του καὶ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες του πατρικὲς
συμβουλὲς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Τοὺς ὑπέδειξε νὰ ἐκτελοῦν
μὲ προσοχὴ τὰ διακονήματά τους, νὰ ἐπιμελοῦνται ἰδιαίτερα τὸ ναὸ καὶ νὰ
εἰσέρχονται σὲ αὐτὸν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, νὰ ἔχουν ἀγάπη
μεταξύ τους καὶ ὑπακοὴ στοὺς μεγαλύτερους, νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἄσκηση
καὶ τὴ νηστεία.
Ὁ
Ὅσιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1074 μ.Χ. Πολλοὶ Χριστιανοί,
χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, σὰν νὰ τοὺς ἔσπρωχνε κάποια θεία
δύναμη, μαζεύτηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς καὶ περίμεναν κλαίγοντας
τὴν ὥρα τῆς ἐκφορᾶς. Οἱ ἀδελφοί, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ὁσίου,
εἶχαν ἀσφαλισμένη τὴν πόρτα. Ὅσο ὑπῆρχε ὁ κόσμος αὐτός, οἱ ἀδελφοὶ δὲν
μποροῦσαν νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὸν ἐνταφιασμό. Εὐτυχῶς ὅμως, κατὰ θεία
βούληση, ὁ οὐρανὸς σκεπάσθηκε ξαφνικὰ μὲ σύννεφα καὶ μία δυνατὴ βροχὴ
σκόρπισε τὰ πλήθη ποὺ περίμεναν. Ἔτσι οἱ ἀδελφοὶ μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴν
ἐκφορά. Ἔφεραν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου στὸ σπήλαιο ποὺ
ἀσκήτευε καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἐκεῖ μὲ τιμές.