“Διάβαση από το σκοταδι στο Φως”. Κυριακή του Τυφλού
Σωτηρία δεν είναι η εκπλήρωση του νόμου. Αλλά ούτε ακόμη και τα θαύματα δεν αποτελούν εγγύηση πως θα δούμε «την Ημέρα του Κυρίου». Τα θαύματα από μόνα τους δεν μας σώζουν. Εκείνο που μας σώζει είναι η προσωπική μας σχέση με τον Χριστό. Τα πλήθη συνέθλιβον τον Χριστό και όλοι ζητούσαν να Τον αγγίξουν, «ότι δύναμις παρ’ αυτού εξήρχετο και ιάτο πάντας» (Λκ. 6,19).
Ωστόσο, μόνο μερικοί θεραπεύονταν και ακόμη λιγότεροι άκουγαν τον Κύριο να τους λέει, «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εν ειρήνη» (Λκ. 18,42). Η σωτηρία για την οποία μιλά εδώ δεν είναι μόνο η σωματική θεραπεία. Η σωτηρία είναι αυτή η πίστη που μας φέρνει σε μία ζωντανή κοινωνία με Εκείνον στον Οποίο πιστεύουμε. Στην Αγία μας Εκκλησία μας δίνονται πολλοί τρόποι να αγγίξουμε τον Κύριο, αλλά πρέπει να ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ να Τον αγγίξουμε, όπως βλέπουμε στο Ευαγγέλιο τα πλήθη να επιδιώκουν να Τον αγγίξουν. Μακάρι να φυλάξει ο Θεός, ώστε να μη φύγουμε από τη ζωή αυτή χωρίς να βρούμε τη ζωοποιό επαφή με τον Κύριο, γιατί είναι τραγικό όταν «υποστείληται» η δύναμη της σχέσεώς μας με τον Θεό είτε από αμέλεια, είτε από την αλαζονεία του νου μας, ή από τα πολλά σφάλματά μας,.Ο πρώτος απαραίτητος παράγοντας που καθιστά εφικτή την επαφή με τον Κύριο είναι το έλεος του Θεού. Όπως διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο, αν ο Χριστός δεν είχε κατέβει από το βουνό, τα πλήθη δεν θα μπορούσαν ούτε να Τον πλησιάσουν, ούτε να Τον αγγίξουν (Bλ. Λουκ. 6, 17). Η κάθοδος αυτή ήταν ένας τύπος της μεγαλύτερης κατάβασής Του από τον κόλπο του Πατρός στον κόσμο αυτό.
Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επαφή μας με τον Θεό είναι ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζουμε τον Κύριο και αυτός ο τρόπος μας υποδεικνύεται στο Ευαγγέλιο από τον ευγνώμονα λεπρό, τον τυφλό, τη Χαναναία γυναίκα, που πλησίασαν τον Κύριο με ταπεινή πίστη, «παρ ἐλπίδα επ’ ελπίδι». Εξαίρετο παράδειγμα βρίσκουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα που άγγιξε μόνο το κράσπεδο του ιματίου του Κυρίου, αλλά με τόσο ταπεινό πνεύμα, ώστε να βρει επαφή με τη θεϊκή Του δύναμη και να θεραπευθεί.
Η σωτηρία είναι η ζώσα κοινωνία με τον Χριστό, και η κοινωνία αυτή έρχεται ως φως, που μας αποκαλύπτει δύο αλήθειες. Πρώτα, αποκαλύπτει την αγάπη Του, την απόλυτη, άπειρη και άμωμη. Από την άλλη πλευρά, μας αποκαλύπτει την παραμορφωμένη εικόνα που έχουμε ενδυθεί μετά την πτώση μας. Χρειαζόμαστε και τις δύο αυτές αλήθειες για να βρούμε επαφή με τον Κύριο. Χρειαζόμαστε και ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ (για τον νόμο της αμαρτίας μέσα μας) που πάντοτε συνοδεύεται από φλογερό ΠΟΘΟ (για τον νόμο της χάριτος του Κυρίου). Αν έχουμε μόνο απελπισία, αποκόβουμε τον εαυτό μας από τον Θεό και χανόμαστε. Χρειαζόμαστε εκείνο που ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης ονομάζει «χαρισματική απόγνωση» που γεννά προσευχή στην καρδιά μας «μετά κραυγής ισχυράς και δακρύων».
Η ζώσα σχέση μας με τον Χριστό είναι σχέση αγάπης και η αγάπη δεν βρίσκει ποτέ ανάπαυση στον κόσμο αυτό. Όσο περισσότερο πλησίαζαν οι άγιοι τον Θεό, τόσο πιο πολύ μέμφονταν τον εαυτό τους. Αυτό είναι ένα ιδίωμα της θείας αγάπης: ο κάτοχός της ποθεί να πάσχει για τον Ηγαπημένο. Ένα άλλο λεπτό στοιχείο είναι ότι δεν πρέπει να ζητούμε επαφή με τον Χριστό επιζητώντας τις δωρεές και τα χαρίσματά Του. Πρέπει να αναζητούμε Εκείνον, ως Πρόσωπο. Φυσικά, κατά την επαφή αυτή ο Κύριος συχνά χορηγεί θεραπεία και άλλα χαρίσματα στον άνθρωπο, αλλά δεν ζητούμε τη δωρεά, ποθούμε τον Δωρεοδότη. Ο Κύριος λέει, «Εργάζεσθε μη τη βρώσιν την απολλυμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» που είναι «να πιστεύετε εις ον απέστειλεν εκείνος» (Ιω. 6,27-29). Αυτό είναι το έργο του Θεού το οποίο θα ευλογήσει όλα τα άλλα έργα μας.
Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο με τη θεραπεία του τυφλού της Ιεριχού ότι ο Χριστός φέρεται στον άνθρωπο με μεγάλη τιμή: όχι μόνο του χαρίζει θεραπεία, αλλά τον ανεβάζει στο επίπεδο του θείου θελήματός Του και τον καθιστά συνεργό Του στον αμπελώνα Του. Μέσα από τα θαύματα ο Χριστός εργάζεται ταυτόχρονα και στις καρδιές των μαθητών Του. Ο τυφλός γίνεται και αυτός συνεργός του Χριστού στο έργο που Αυτός είχε έρθει να επιτελέσει στον κόσμο. Όταν ρώτησε τα πλήθη ποιός περνάει, «απήγγειλαν αυτώ ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται», και αντί να κράξει «Ιησού Ναζωραίε», έκραξε: «Ιησού υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με» (Λκ. 18,37-38): ομολόγησε την πίστη του ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας, ο κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. Η θεραπεία του τυφλού είναι το τελευταίο θαύμα που επιτελεί ο Κύριος πριν εισέλθει στην Ιερουσαλήμ και ο τυφλός καθίσταται συνεργός του Χριστού στην ενίσχυση της πίστεως των μαθητών πριν το Πάθος Του, όταν όλοι θα κλονίζονταν.
Ο τυφλός ήταν ένας πτωχός «καθήμενος παρά την οδό», ο τέλειος εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας: πτωχός και άρρωστος και «εν σκότει», εξόριστος του κόσμου αυτού. Γι’ αυτό και μπόρεσε να βρει επαφή με τον Χριστό που έγινε ο Ίδιος εξόριστος για να μας σώσει. Ο τυφλός στράφηκε προς τον Χριστό με μία φράση, με μια μονολόγιστη προσευχή: «Ιησού, Υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Συγκέντρωσε στα λόγια αυτά όλο του τον πόνο, όλη την απόρριψη από τους συμπατριώτες του Ιουδαίους, αλλά και όλη του την ελπίδα. Ωστόσο, παρόλο που εβόησε με τον τρόπο αυτόν, ο Θεός παραχώρησε οι άλλοι να τον επιτιμήσουν και να προσπαθήσουν να τον κάνουν να σιωπήσει, αλλά «αυτός πολλώ μάλλον έκραζεν» (Λκ. 18,39). Αυτό μας μαθαίνει να μην λιποψυχούμε στην προσπάθειά μας να στραφούμε προς τον Θεό, αλλά να επιμείνουμε ταπεινά στην προσευχή, όπως στην παραβολή του άδικου κριτή και της χήρας.
Όταν ο Χριστός σταμάτησε και τον ρώτησε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;», ο τυφλός δεν έχασε χρόνο με πολυλογίες. Η πολυλογία στην προσευχή είναι σημείο ψυχικού προσώπου. Είπε μόνο, «Κύριε, ίνα αναβλέψω». Όπως έχουμε φυσική γέννηση και φυσική όραση, έτσι στον άνθρωπο υπάρχει και πνευματική γέννηση και πνευματική όραση, μέσω της οποίας φωτιζόμαστε από τον Χριστό, το Φως του κόσμου. Ο τυφλός έλαβε διπλή θεραπεία τόσο στο σώμα του και, ακόμη περισσότερο, στην ψυχή του. Το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στη δωρεά: ευθύς ακολούθησε τον Χριστό δοξάζοντας τον Θεό. Η προσευχή με την οποία ο τυφλός ικετεύει τον Κύριο εξελίχθηκε αργότερα σε αυτό που γνωρίζουμε ως την Ευχή του Ιησού, με την οποία ενεργείται ένα από τα μεγαλειωδέστερα θαύματα πάνω στην κτίση: η ένωση της καρδιάς του ανθρώπου με το Πνεύμα του Χριστού.
Ερώτηση: Σήμερα ακούσαμε τον Απόστολο να λέει ότι είναι «πρώτος των αμαρτωλών» (Α’ Τιμ. 1,15). Η ταπείνωση φέρνει πνευματική όραση ή είναι η πνευματική όραση που φέρνει ταπείνωση;
Απάντηση: Ισχύουν και τα δύο. Υπάρχει μία διαρκής εναλλαγή ταπεινώσεως και πνευματικής οράσεως. Όσο πιο ταπεινά πλησιάζουμε τον Κύριο, όπως ο τυφλός, τόσο περισσότερο φωτιζόμαστε πνευματικά. Ο Χριστός είναι το Αιώνιο Φως, που φωτίζει «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (πρβλ. Ιω. 1,9). Αν Τον πλησιάσουμε ταπεινά, το φως Του θα διεισδύσει στην καρδιά μας και μέσα σε αυτό το φως η πνευματική μας όραση θα γίνει πιο καθαρή για να ατενίσουμε την αγιότητά Του, τη δικαιοσύνη Του, την άμωμη αγάπη Του, και από την άλλη πλευρά, την αδικία και την προδοσία μας. Η διπλή αυτή θεωρία, αν τη μετατρέψουμε σε ενέργεια προσευχής, μπορεί να μας χαρίσει μεγάλο βάθος ταπεινώσεως. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διακρίνει μεταξύ ασκητικής και χαρισματικής ταπεινώσεως. Όλη η προσπάθεια που κάνουμε να μεμφόμαστε τον εαυτό μας για τα πάντα είναι ασκητική ταπείνωση, ενώ χαρισματική ταπείνωση κατέχουν όσοι ατενίζουν το Πρόσωπο του Θεού και εισέρχονται στο φως Του. Αυτή είναι η πίστη της θεωρίας: δεν πιστεύουν, αλλά γνωρίζουν πλέον Αυτόν στον Οποίον πιστεύουν, και τέτοια πίστη τους μεταδίδει την κατάσταση της χαρισματικής ταπεινώσεως, της ταπεινώσεως του Χριστού.
Ερώτηση: Είπατε ότι πρέπει να συγκεντρώσουμε όλη μας την ενέργεια σε μία μονολόγιστη προσευχή. Απλώς αναρωτιέμαι, γιατί τότε έχουμε μακρές ακολουθίες, όπως τον Όρθρο, τον Εσπερινό, τη Λειτουργία;
Απάντηση: Πρέπει να προσευχόμαστε με τις προσευχές της Εκκλησίας επί μακρόν, διότι χρειαζόμαστε να μάθουμε τη γλώσσα του Θεού. Στο σχολείο, δεν ξεκινάμε τα μαθηματικά μελετώντας ολοκληρώματα, αλλά αρχίζουμε με τα απλά μαθηματικά για πολλά χρόνια, με εξισώσεις και έπειτα με παραγώγους και ανώτερα μαθηματικά. Ομοίως πρέπει να αφιερώνουμε χρόνο σε όλες τις προσευχές της Εκκλησίας για να αφομοιώσουμε τη γλώσσα με την οποία οι Πατέρες μιλούν στον Θεό. Οι προσευχές της Εκκλησίας είναι σαν πυρακτωμένα κάρβουνα. Όταν λέμε αυτές τις προσευχές είναι σαν να τρίβουμε ένα κομμάτι ξύλο, που είναι ο νους και η καρδιά μας, μέσα στα αναμμένα κάρβουνα: αργά ή γρήγορα θα αναφλεχθεί και ο νους και η καρδιά μας από το πυρ του θείου λόγου. Και στην «ευχή του Ιησού» χρειάζεται να αφιερώσουμε χρόνο. Η ποσότητα φέρνει ποιότητα, λένε οι Πατέρες. Πρέπει να λέμε την Ευχή πολλές φορές και για πολύ καιρό, όχι μόνο μία ή δύο μέρες. Ο Θεός είναι που δίνει προσευχή στον προσευχόμενο. Τότε, ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην κατάσταση να χτυπά την πόρτα του ελέους του Θεού με ένα λόγο που θα είναι σαν μία ισχυρή κραυγή. Το σημερινό Ευαγγέλιο περιγράφει ένα γεγονός που έλαβε χώρα στην Ιεριχώ, όπου παλιά ο Ιησούς του Ναυή σάλπισε τις σάλπιγγες και έπεσαν τα τείχη της πόλεως (βλ. Ιησ. 6,3-20). Το ίδιο συμβαίνει και με την καρδιά του ανθρώπου. Το Όνομα του Χριστού είναι ισχυρότερο από τις σάλπιγγες της Παλαιάς Διαθήκης και γκρεμίζει τα τείχη γύρω από την καρδιά.
Ερώτηση: Πως να φθάσουμε στην ταπείνωση και να πιστέψουμε ότι όλοι είναι καλύτεροι από εμάς, όταν με τα ανθρώπινα μάτια μας βλέπουμε το αντίθετο;
Απάντηση: Πρέπει να γίνουμε τυφλοί. Κάποτε ρώτησαν τον Γέροντα Χαράλαμπο από τη Μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος: «Πως να αποκτήσουμε τυφλή υπακοή;» Και αυτός ο άγιος Γέροντας είπε με απλότητα: «Για να κάνεις τυφλή υπακοή πρέπει να γίνεις τυφλός»! Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να βάζουμε την πεποίθησή μας σε αυτά που βλέπουμε. Η Γραφή λέει ότι « Κύριος σοφοί τυφλούς» (Ψαλμ. 145, 8). Αν συνεχώς κοιτάζουμε τους άλλους γύρω μας, είναι σαν να βάζουμε μπροστά μας ένα τείχος που συνεχώς θα φράζει την πνευματική μας πορεία , διότι θα συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους και είτε θα υπερηφανευθούμε πιστεύοντας ότι είμαστε καλύτεροι, η, αν οι άλλοι είναι καλύτεροι, μπορεί να ζηλέψουμε ή να απελπισθούμε.
Τι άλλο θα μπορούσαμε να ποθήσουμε ποτέ περισσότερο από το να προσκολληθούμεστόν Κύριο, εφόσον Αυτός μας λέει, όπως είπε στον Πέτρο: «Συ ακολούθει μοι» (Ιω. 21,22), ή όπως είπε στον πρεσβύτερο υιό, στην παραβολή του ασώτου υιού, «πάντα τα εμά σα εστιν» (Λκ.15,31);
Ερώτηση: Αν η σωτηρία είναι μία διαδικασία, γιατί μερικοί άγιοι λένε ότι η σωτηρία είναι μία πράξη για την οποία πληροφορείται η ψυχή όταν συμβαίνει;
Απάντηση: Η σωτηρία δεν είναι κάτι αόριστο, είναι κοινωνία με τον Θεό, την οποία μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει ακόμη και στο σώμα του. Δεν έρχεται χωρίς μαρτυρία για την παρουσία της. Δεν είναι μία αφηρημένη θεωρία, ή μία τυφλή, ψυχρή πίστη. Είναι κάτι που ενεργείται μέσα στην καρδιά μας, στο ίδιο το σώμα του σώματός μας, διότι είναι ζωντανή σχέση με τον ζώντα Χριστό.
Ερώτηση: Εμείς οι Ορθόδοξοι κατηγορούμαστε μερικές φορές ότι πιστεύουμε σε μαγικές δυνάμεις όταν ασπαζόμαστε τις εικόνες και τα ιερά λείψανα. Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της θεραπείας της αιμορροούσης γυναικός και των δυνάμεων στις οποίες πιστεύουμε όταν προσκυνούμε τις εικόνες;
Απάντηση: Δεν ασπαζόμαστε ένα ξύλο ειδωλολατρικά: η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο που η εικόνα απεικονίζει. Με την κατάβαση και την ανάβασή Του, ο Χριστός γέμισε τα πάντα με τη θεϊκή Του ενέργεια, και αγίασε όλη τη δημιουργία. Τα άγια λείψανα ανήκουν σε εκείνους που ήταν δοχεία του Αγίου Πνεύματος, και είναι Αυτό το Πνεύμα που αγίασε ακόμη και τα οστά τους. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν λατρεύουμε τον Θεό διαλογιζόμενοι, αλλά τον λατρεύουμε με όλες μας τις αισθήσεις, με τα μάτια μας, με το στόμα μας, με τον νου, με την καρδιά και με το σώμα μας.
Ερώτηση: Είπατε ότι χρειαζόμαστε και απόγνωση και πόθο. Πως μπορούμε να βρούμε πόθο για προσευχή;
Απάντηση: Ο πόθος για προσευχή ανάβει στον άνθρωπο όταν ταπεινώνει το πνεύμα του ενώπιον του Κυρίου και όταν ακόμη και όταν αισθάνεται απερριμένος, δεν λιποψυχεί, αλλά πολλώ μάλλον κράζει σαν τον τυφλό, «Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Μπορεί να χτυπάμε την πόρτα του ελέους του Θεού με κάποια κρυφή υπερηφάνεια μέσα μας και ο Θεός, για να μας καθαρίσει, συχνά μας δοκιμάζει με το να μην ανταποκρίνεται. Ο Αββάς Παΐσιος ο Μέγας προσευχήθηκε με πολλά δάκρυα για ένα μοναχό του, που είχε εγκαταλείψει τον μοναχισμό. Ο Θεός τον δοκίμασε λέγοντάς του: «Παΐσιε, γιατί προσεύχεσαι για αυτόν τον μοναχό; Δεν ξέρεις ότι με πρόσβαλε φεύγοντας στον κόσμο για να παντρευθεί;» Ο όσιος Παΐσιος είπε, «Κύριε, ξέρω ότι είσαι ελεήμων και αγαπάς το πλάσμα Σου» και στη συνέχεια ο Θεός απάντησε: « Ω, Παΐσιε, έγινες όμοιός Μου στην αγάπη σου». Από το παραπάνω βλέπουμε πως ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να εκπλήσσει ακόμη και τον δημιουργό του, στην προσευχητική κραυγή του προς τον Θεό. Όταν ο Θεός σιωπά, μπορεί να μας έρθει ο λογισμός ότι μάταια προσευχόμαστε, αλλά αν εκείνη τη στιγμή στραφούμε προς Αυτόν με μία ισχυρότερη κραυγή, βιώνουμε το άλμα της πίστεως. Γι’ αυτό ο άγιος Σιλουανός έψαλλε ωδήν επινίκιον όταν έλαβε τον λόγο «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». Είχε βρει το κλειδί για να αποκαθιστά την επαφή του με τον Χριστό σε οποιοδήποτε πειρασμό ή κατάσταση πνευματική και αν βρισκόταν. Ο πόθος για προσευχή αναζωπυρώνεται μέσα μας, όταν, μολονότι δεν έχουμε προσευχή, στρεφόμαστε προς τον Θεό και παρουσιάζουμε την κατάστασή μας σε Αυτόν, λέγοντας: «Κύριε, Συ βλέπεις, η ψυχή μου ως γη άνυδρος Σοι, παραλυμένη από την αμαρτία. Χάρισέ μου το ζωοποιόν Σου άγγιγμα, ώστε να φλέγεται και πάλι η καρδιά μου με την αγάπη Σου, ‘εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχή μου του εξομολογήσασθαι τω Ονόματί Σου’ (Ψαλμ. 141,8)».
Ερώτηση: Είναι το «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι» μόνο για γίγαντες, όπως ο άγιος Σιλουανός, ή υπάρχει κάτι και για μας που μπορούμε να χρησιμοποιούμε;
Απάντηση: Το κριτήριο είναι η ελευθερία της καρδιάς μας. Πρέπει κάθε φορά να παραδιδόμαστε σε εκείνη την προσευχή που ελευθερώνει την καρδιά μας. Μερικές φορές το να καταδικάζουμε τον εαυτό μας στον άδη είναι το μόνο που μπορεί να ελευθερώσει την καρδιά μας, ενώ άλλες φορές δεν μπορούμε να αντέξουμε το καμίνι του λόγου αυτού, και τότε ξεκινάμε από το δεύτερο μέρος: όχι με απελπισία, αλλά ευχαριστώντας τον Θεό, προσθέτοντας πάντα «αν και είμαι εντελώς ανάξιος».
Ερώτηση: Υπάρχουν μέθοδοι ώστε να μην αποθαρρυνθούμε;
Απάντηση: Πρέπει να στρεφόμαστε προς τον Θεό με προσευχή και να Του ζητούμε να κτίσει «τα τείχη Ιερουσαλήμ», που είναι η καρδιά μας (Ψαλμ. 50,20). Αυτό μας δίνει τη δύναμη να μην λιγοψυχήσουμε, ακόμα κι αν σεισθούν τα βουνά και πέσουν στη θάλασσα, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες. Όταν ο άνθρωπος βιώνει την επαφή με τον ζώντα Θεό και το Πνεύμα κτίζει τα τείχη της καρδιάς, τότε λαμβάνει τη μαρτυρία του Πνεύματος που κράζει μέσα του, «Αββά, ο Πατήρ». Τότε γνωρίζει ότι δεν είναι ορφανός, αλλά ανήκει πλέον στον ουράνιο Πατέρα και τέτοια γνώση «έξω βάλλει» κάθε φόβο. Χρειαζόμαστε όλοι να ξέρουμε ότι δεν πρέπει να αναζητούμε ανθρώπινο στήριγμα, αφού ούτε άνθρωπος, ούτε άγγελος μας έσωσε, αλλά ο Ίδιος ο Θεός.
Ερώτηση: Πως μπορούμε να πλανηθούμε, αφού επικαλούμαστε μόνο το Όνομα του Κυρίου στη νοερά προσευχή; Γιατί χρειαζόμαστε οδηγό;
Απάντηση: Δεν μας πλανά το Όνομα του Κυρίου και η προσευχή, μας πλανά η υπερηφάνεια που υπάρχει μέσα μας. Χρειαζόμαστε απαραιτήτως πνευματικό οδηγό, πρώτον, διότι αυτό είναι πιο ταπεινό. Η αναζήτηση επιβεβαιώσεως από έναν οδηγό έχει ταπείνωση και προσελκύει αμέσως την προστασία του Θεού. Ενώ, όπως λέει ο άγιος Σιλουανός, όταν ο άνθρωπος πιστεύει ότι μπορεί να μάθει να προσεύχεται διαβάζοντας τη Φιλοκαλία και δεν ζητά καθοδήγηση, τότε ο άνθρωπος ήδη βρίσκεται στην αρχή της πλάνης. Είναι επίσης ασφαλέστερο να ζητούμε καθοδήγηση από κάποιον που έχει βαδίσει την οδό αυτή και είναι ικανός να δώσει τη σωστή απάντηση σε κάθε μας ερώτηση. Η Ευχή του Ιησού φέρνει πολλούς πνευματικούς καρπούς. Στην αρχή ανοίγει τα μάτια της καρδιάς μας και τότε αρχίζουμε να παλεύουμε με τους λογισμούς. Αυτή η πάλη εναντίον των λογισμών είναι πολύπλοκη και λεπτή, και είναι αδύνατο να την διανύσουμε με ασφάλεια χωρίς οδηγό. Αργότερα, η Ευχή του Ιησού φέρνει ακόμη μεγαλύτερους καρπούς. Ωστόσο, η αναζήτηση για επιβεβαίωση και καθοδήγηση είναι σημάδι πνευματικής υγείας.
Ερώτηση: Μπορούμε να περιμένουμε συγχώρεση μετά από μία ζωή στην οποία έχουμε διαπράξει κατ’ επανάληψη την ίδια αμαρτία, μολονότι την εξομολογούμαστε κάθε φορά; Πως συμφιλιώνεται η αδυναμία μας με τον Θεό;
Απάντηση: Η μεγάλη μας αδυναμία συμφιλιώνεται από τον Ίδιο τον Θεό, γιατί ο Θεός μας είναι «μακρόθυμος» και «φιλάνθρωπος», λέξεις οι οποίες δεν είναι απλώς συμβολικές. Τέτοια είναι η φύση Του. Στο Γεροντικό διαβάζουμε την ιστορία ενός μοναχού που αμάρτανε κάθε μέρα και κάθε μέρα επέστρεφε στην εκκλησία, έπεφτε μπροστά στην εικόνα του Χριστού και ζητούσε συγχώρεση με πικρή μετάνοια, και το εννοούσε! Μια μέρα ο εχθρός φώναξε στον Κύριο: «Πόσο καιρό θα αντέχεις να σε εμπαίζει αυτός ο ψεύτης, έρχεται εδώ και ψευτομετανοεί, και μετά βγαίνει έξω και πάλι αμαρτάνει». Ο Χριστός απάντησε: «Κάθε μέρα, όταν βγαίνει από την Εκκλησία, εσύ τον περιμένεις για να τον σπρώξεις ξανά στην αμαρτία. Εγώ, που έχυσα το Αίμα Μου γι’ αυτόν, να μην περιμένω την επιστροφή του; Και για να σου αποδείξω το έλεος Μου, θα πάρω την ψυχή του τώρα, που μετανοεί». Και πήρε την ψυχή του μοναχού τη στιγμή της μετάνοιας και σώθηκε.
Αν και διαπράττουμε επανειλημμένα την ίδια αμαρτία, πρέπει πάντα να επιστρέφουμε και να εξομολογούμαστε με πίστη. Πρέπει να κοιτάξουμε στην καρδιά μας για να δούμε ποιά είναι η ρίζα του προβλήματος. Είμαι βέβαιος ότι αν ζητήσουμε από τον Θεό να μας δείξει, θα έρθει η μέρα που θα φέρει μπροστά στα μάτια μας τον λόγο για τον οποίο το θέλημά μας αποδυναμώνεται. Σε κάθε περίπτωση, αν χωρίζουμε τον εαυτό μας από την κοινωνία της χάριτος, που είναι η Εκκλησία, σίγουρα θα χαθούμε.
Ερώτηση: Μπορεί ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας αμαρτωλός να δει το Φως του Θεού;
Απάντηση: Υπάρχουν πολλοί τρόποι και βαθμοί με τους οποίους το Φως Του μπορεί να προσεγγίσει τον άνθρωπο. Οι μεγάλοι Πατέρες είδαν το Φως άφθονα και μπήκαν στη Βασιλεία του Θεού ήδη από αυτή τη ζωή, αλλά αυτό προϋποθέτει απόλυτη σταύρωση, την οποία δεν μπορούν να αντέξουν πολλοί και έτσι ελάχιστοι σε κάθε γενεά λαμβάνουν το χάρισμα αυτό. Ωστόσο, ο Γέροντας Σωφρόνιος έλεγε ότι ακόμη και η θέρμη που αισθάνεται κανείς στην καρδιά κατά την προσευχή ενεργείται από το Φως του Θεού. Δεν βλέπεις το Φως, αλλά αισθάνεσαι τη ζέση του Φωτός του Θεού. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν πρέπει να αναζητούμε τέτοια χαρίσματα. Η μαρτυρία των Αγίων Πατέρων είναι ότι ο Θεός είναι Φως και γνωρίζεται στο Φως Του, αλλά πως, πότε και πόσο το Φως αυτό θα αγγίξει την καρδιά μας αφορά τον Δωρεοδότη, όχι εμάς. Εμείς επιδιώκουμε μόνο την κοινωνία με το Πρόσωπο του Χριστού.
από: Εδώ