Ἦταν μία ἀπὸ τὶς 4 κόρες τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ προφητικὸ χάρισμα (Πραξ. κα’ 8) καὶ ἀφοσιώθηκε στὸ ἀποστολικὸ ἔργο.
Ὅταν πῆγε μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή της Εὐτυχίδα στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, βρῆκε ἀντὶ αὐτοῦ, ποὺ εἶχε ἀποβιώσει, τὸν μαθητὴ του Πετρώνιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διδάχτηκε καὶ στηρίχτηκε περισσότερο στὸ εὐαγγελικὸ ἔργο.
Λέγεται μάλιστα, ὅτι κάποτε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο πέρασε ὁ Τραϊανὸς γιὰ νὰ πάει νὰ πολεμήσει τοὺς Πέρσες, καὶ ἄκουσε πολλὰ γιὰ τὸ προφητικὸ χάρισμα τῆς Ἑρμιόνης. Τὴν κάλεσε λοιπὸν γιὰ νὰ προφητεύσει γι’ αὐτόν. Ἡ Ἑρμιόνη τοῦ εἶπε ὅτι θὰ νικήσει τοὺς Πέρσες, ἀλλὰ τὴν βασιλεία τῶν Ρωμαίων θὰ καταλάβει ὁ γαμπρὸς τοῦ Ἀδριανός, ποὺ πράγματι ἔγινε. Ἐπειδὴ ἡ προφητεία ἐπαληθεύτηκε, ὁ Τραϊανὸς διέταξε καὶ βασάνισαν σκληρὰ τὴν Ἑρμιόνη. Κατόπιν τὴν παρέδωσε στοὺς δήμιους γιὰ νὰ τὴ θανατώσουν, ἀλλὰ αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἄφησαν ἐλεύθερη.
Ἔτσι ἡ Ἑρμιόνη πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὴν Ἔφεσο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχς δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος ἀκήρατος, διατελοῦσα σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, τῷ ἐκ Παρθένου Ἀγνῆς, σαρκὶ ὁμιλήσαντι· ὅθεν τὴν σοὶ δοθεῖσαν, θεοπάροχον χάριν, ἄθλοις τῆς εὐσεβείας, τοῖς ἐν πλάνῃ ἐκφαίνεις· διό σε Ἑρμιόνη, ὁ Χριστὸς ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Βλαστὸς καρποτελής, καὶ ἀμάραντον ἄνθος, Φιλίππου τοῦ κλεινοῦ, ἐν σεπτοῖς Διακόνοις, ἐδείχθης θείᾳ χάριτι, Ἑρμιόνη πανθαύμαστε· καὶ ἀθλήσασα, παρθενικῶς προσηνέχθης, τῷ δοξάσαντι, τοὺς εὐαγεῖς σου ἀγῶνας, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Κλάδος ἀνεδείχθης ἀειθαλής, Φιλίππου τοῦ θείου, Ἑρμιόνη πανευκλεής· ἔνθεν διατρέφεις, καρποῖς τῶν σῶν ἀγώνων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.