Στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ κάθε ἡλικία ἔχει νὰ ἐπιδείξει τοὺς ἀντιπροσώπους της.
Γιατί κάθε ἡλικία ἔχει προσφέρει σ’ Αὐτὸν ὅτι διαλεχτὸ καὶ ὑπέροχο ἔχει νὰ παρουσιάσει. Κι ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει νὰ προβάλει τοὺς δικούς της.
Ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Διαλεχτὸς στοὺς διαλεχτοὺς καὶ ὡραῖος στοὺς ὡραίους ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀγαπητὲς καὶ ἡρωικὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων.
Οἱ γονεῖς του Θεόδοτος καὶ Ρουφίνα ζοῦσαν στὴ Γάγγρα τῆς Παφλαγονίας καὶ ἦσαν χριστιανοὶ μὲ μεγάλη κοινωνικὴ θέση.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς κίνησε σκληρὸ διωγμὸ ἐνάντια στοὺς χριστιανοὺς (270 – 275 μ.Χ.).
Μεταξὺ τῶν πρώτων συνελήφθη ὁ Θεόδοτος καὶ ἀφοῦ ἀνακρίθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, ρίχτηκε στὶς φυλακὲς τῆς Καισαρείας.
Ἡ σύζυγός του, ἡ ἐνάρετη Ρουφίνα, σὰν ἔμαθε τὴν φυλάκιση τοῦ συντρόφου της, ἂν καὶ ἦταν ἑτοιμόγεννη, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσει. Ἐκεῖ μὲ παρρησία ὁμολόγησε καὶ αὐτὴ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φλόγιζε τὴν καρδιά της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κλεισθεῖ στὴ φυλακή.
Δυὸ ἀδελφὲς ψυχές, εὐγενικὲς καὶ ἀγαπημένες, ἑνωμένες στὴν χαρὰ καὶ στὸν πόνο. Μιὰ νύχτα ἡ Ρουφίνα ἐκεῖ στὴ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακή, ἔφερε στὸν κόσμο τὸ παιδάκι της. Ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἀλλὰ μόνο γιὰ μία στιγμή. Ὅταν πῆρε τὸ παιδάκι της νὰ τὸ δείξει στὸν σύζυγό της, τὸν καλὸ Θεόδοτο, τὸν βρῆκε νεκρό. Τὰ μαρτύρια τὰ πολλὰ ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁδήγησαν πρόωρα στὸν θάνατο. Ἡ πονεμένη μάνα μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἔβαλε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά του, γονάτισε δίπλα του καὶ ἔκαμε μὲ δάκρυα τὴν προσευχή της. Ὕστερα ἔγειρε δίπλα του γιὰ νὰ μὴ σηκωθεῖ ποτές. Τὴν ἴδια νύχτα παρέδωσε καὶ αὐτὴ τὸ πνεῦμα. Ἡ ψυχὴ της πέταξε κοντὰ στὸν Χριστό, ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν καρδιά της. Τὰ βάσανα καὶ οἱ ταλαιπωρίες τῆς φυλακῆς τὴν ὁδήγησαν τόσο γρήγορα στὸν οὐρανό, κοντὰ στὸν μάρτυρα σύζυγό της.
Καὶ τὸ παιδί της; Ὀρφανό, πεντάρφανο μένει τώρα! Τί ἄραγε θὰ γίνει; Τὴν ἀπάντηση δίνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ! «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται». Τὸ ὀρφανὸ καὶ τὴν χήρα τὰ παίρνει ὑπὸ τὴν προστασία του ὁ Θεός. Καὶ νά!
Μιὰ εὐσεβὴς γυναῖκα, ἡ Ἀμμία Ματρώνα ὁδηγημένη ἀπὸ ἕναν Ἄγγελο πηγαίνει στὴν φυλακή. Παίρνει τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων γονιῶν καὶ τὰ ἐνταφιάζει μὲ σεβασμό. Ὕστερα παίρνει στὸ σπίτι καὶ τὸ παιδὶ καὶ ἀναλαμβάνει μὲ προθυμία καὶ στοργὴ τὴν ἀνατροφή του. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ψελλίσματά του «μαμὰ – μαμὰ» τοῦ ἔδωκε τὸ ὄνομα Μάμας. Κοντὰ στὴν καινούργια μανούλα του τὸ παιδὶ μεγάλωσε μὲ τῆς πίστης τὸ ἅγιο «καὶ ἄφθαρτο μάννα». Καὶ τὸ τίμησε. Ὄχι μόνο ὁ ἴδιος ἀπὸ παιδὶ ἀγωνιζόταν νὰ ζεῖ τὴ χριστιανικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ φρόντιζε τὰ ὅσα μάνθανε, νὰ τὰ διδάσκει καὶ στὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Ὑπεράξιο παιδὶ ἀξίων γονιῶν, μὰ καὶ ὑπέροχης θετῆς μητέρας του.
Ἡ διαγωγὴ αὐτὴ καὶ ὁ ζῆλος τοῦ μικροῦ ἱεραποστόλου δὲν ἄργησαν νὰ γίνουν γνωστά. Κάποια μέρα μερικοὶ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸν σκληρὸ ἡγεμόνα Δημόκριτο. Ἐκεῖνος, σὰν εἶδε τὸ παιδί, προσπάθησε μὲ κολακεῖες στὴν ἀρχὴ καὶ ἀπειλὲς ἀργότερα νὰ τὸν μεταπείσει ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὴν πίστη του. Μὰ δὲν μπόρεσε. Ὅλες του οἱ προσπάθειες πῆγαν χαμένες. Τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸ ξύλο, τὸ πλήγωμα τοῦ κορμιοῦ μὲ σιδερένια νύχια, τὸ κάψιμο τῶν πληγῶν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τέλος τὸ ρίξιμο στὴ θάλασσα μὲ μία σιδερένια σφαῖρα δεμένη στὸν λαιμό.
Τὸ ἀποτέλεσμα;
Μηδέν!
Οἱ βάρβαρες πράξεις τοῦ χριστομάχου πῆγαν ἄδικα. Ἡ σφαῖρα κόπηκε καὶ τὸ παιδὶ μὲ τὴν βοήθεια ἐνὸς Ἀγγέλου βγῆκε στὴ στεριὰ καὶ ἀνέβηκε σὲ ἕνα βουνὸ τῆς Καισαρείας. «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει». Στὸ μέρος αὐτὸ ὁ πιστὸς καὶ ἡρωικὸς Μάμας ἔζησε μέχρι τὰ δεκαπέντε του χρόνια μὲ συντροφιὰ τὰ λιοντάρια καὶ τὰ ἄλλα ἄγρια ζῷα. Τὰ ἐξημέρωσε καὶ τὰ ἐβοσκοῦσε καὶ τὰ ἄρμεγε γιὰ νὰ τρέφεται, μὰ καὶ νὰ φιλοξενεῖ καὶ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ νὰ διδαχθοῦν.
Δὲν πέρασε ὅμως πολὺς καιρὸς καὶ ἡ παρουσία τοῦ φλογεροῦ καὶ ἀληθινὰ πιστοῦ ἐφήβου ἔγινε καὶ πάλι γνωστή. Γιὰ δεύτερη φορὰ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ πῆγαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ μαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν σκληρότερα κι ἀγριότερα. Μὰ καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τίποτα δὲν ἔκαμαν. Ὁ μάρτυρας ἔμεινε καὶ τώρα ἄκαμπτος. Καμιὰ δύναμη δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὸν λυγίσει καὶ νὰ τὸν ἀλλάξει. Οὔτε οἱ δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, οὔτε καὶ οἱ ἀπειλές, μὰ οὔτε καὶ τὸ ξέσχισμα τοῦ κορμιοῦ, οὔτε καὶ τὸ ἀναμμένο καμίνι. Ὁ νεαρὸς μάρτυρας μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη τὰ ἀντιμετώπισε ὅλα ψάλλοντας μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὰ λόγια τῆς παρρησίας καὶ τῆς βαθιᾶς πίστεως: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;». Καὶ τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδινε πάλιν ὁ ἴδιος ἐπαναλαμβάνοντας μὲ ἀπόλυτη πεποίθηση τοῦ Ἀποστόλου τὰ λόγια: «Πέπεισμαι ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν" (Ρωμ. η’ 35 – 39). Καμιὰ δύναμη οὔτε καὶ ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ ἀποσπάσει ἀπὸ σένα, Χριστέ μου. Ναί! Οὔτε καὶ ὁ θάνατος. Καὶ τὸ ἀπέδειξε.
Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν. Μὰ ὁ δεκαπεντάχρονος ἔφηβος ἔμεινε ἀλύγιστος. Ταπεινωμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ ἀσεβὴς ἡγεμόνας ἀπὸ τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀντοχή του, ἔδωσε διαταγὴ νά τὸν θανατώσουν. Καὶ ὁ δήμιος μὲ μία σιδερένια τρίαινα (τρικάνι) τὸν κτύπησε στὴν κοιλιά. Ὁ γενναῖος ἀθλητὴς ἔπεσε κάτω κι ἄφηκε τὴν ἁγνὴ ψυχή του νὰ πετάξει κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀγάπησε καὶ πόθησε καὶ λάτρεψε, μὰ καὶ κοντὰ στοὺς μάρτυρες γονεῖς. Σύντομη ὑπῆρξε ἡ ζωή του. Σύντομη ἀλλὰ μεγαλειώδης καὶ παραδειγματική. Νέος ἦταν καὶ αὐτός. Ναί! Νέος, στὴν ἄνοιξη τῆς ζωῆς, μὲ δυσκολίες καὶ προβλήματα καὶ πειρασμούς. Ὅμως δὲν παρασύρθηκε. Δὲν πλανήθηκε. Δὲν λύγισε. Ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος στὶς ἀρχές του, μέχρι θανάτου. Γιὰ νὰ διδάσκει. Καὶ νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ ὅσους νοσταλγοῦν καὶ ποθοῦν καὶ θέλουν νὰ ζήσουν μία ζωὴ ἀνώτερη. Μιὰ ἀληθινὴ ζωή.
Στὴν Κύπρο ὁ Ἅγιος Μάμας εἶναι ἕνας πολὺ σεβαστὸς καὶ δημοφιλὴς ἅγιος. Πολλοὶ ναοὶ καὶ παρεκκλήσια, μὰ καὶ χωριὰ φέρουν τὸ ὄνομά του (σ’ ὅλη τὴν Κύπρο 66 ναοὶ περίπου εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν Ἅγιο Μάμα). Ἀλλὰ καὶ πολλὲς κυπριακὲς παραδόσεις κυκλοφοροῦν μεταξὺ τοῦ λαοῦ γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία μορφή του. Μιὰ τέτοια παράδοση ποὺ δημιουργήθηκε, ὅπως φαίνεται, κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δίνει μία πολὺ ὄμορφη ἑρμηνεία τῆς εἰκονογράφησης τοῦ ἁγίου, καβάλα σὲ ἕνα λιοντάρι καὶ μὲ ἕνα ἀρνὶ στὰ χέρια. Σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ παράδοση ὁ Ἅγιος Μάμας ἦταν ἕνας φτωχὸς ἐρημίτης, ποὺ ζοῦσε σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὴν κωμόπολη Μόρφου. Μιὰ χρονιὰ οἱ φοροθέτες τὸν ἔβαλαν νὰ πληρώσει βαρὺ κεφαλικὸ φόρο. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἀρνιόταν, κλήθηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ σὲ ἀπολογία. Στὸν δρόμο ποὺ ἐρχόταν μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἕνα λιοντάρι πετάχτηκε μπροστὰ τους καὶ ἅρπαξε ἕνα ἀρνί, ποὺ κυνηγοῦσε. Ὁ Ἅγιος ἔκαμε νόημα στὸ θηρίο νὰ σταματήσει, καὶ νὰ ἀφήσει τὸ θῦμά του. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. Σταμάτησε μὲ μιᾶς, καὶ ἄρχισε νὰ κουνάει τὴν οὐρά του, γιὰ νὰ δείξει τὴν ὑποταγή του. Ὁ ἀθλητής, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πῆρε τὸ ἀρνὶ στὰ χέρια καὶ ἀφοῦ καβαλίκεψε τὸ θηρίο συνέχισε τὸν δρόμο του πρὸς τὸ Διοικητήριο. Ὅταν ὁ Διοικητὴς ἀντίκρυσε τὸ ἀπίθανο αὐτὸ θέαμα, ἔδωκε διαταγὴ νὰ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸν ἀθλητὴ καὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴ φορολογία γιὰ ὅλη του τὴν ζωή. Ὁ Ἅγιος ἄφηκε τὸ ἀρνὶ σὰν δῶρο στὸν Διοικητὴ κι ἔφυγε.
Μιὰ ἄλλη παράδοση ἀναφέρει, πὼς τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία καὶ τάφηκε στὴ Μόρφου. Ἕνας μεγαλοπρεπὴς ναὸς κτίστηκε δίπλα στὴ λάρνακα ποὺ φιλοξένησε τὸ ἅγιο λείψανό του καὶ πολλὰ θαύματα γίνονται κάθε φορὰ σὲ ὅσους μὲ πίστη καταφεύγουν στὴν χάρη του.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ὡς θαυματουργοῦ εἶναι πολὺ πλατιὰ διαδεδομένη στὸ νησί μας. Ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς (Κύπριος χρονογράφος τοῦ ΙΕ’ αἰῶνος). στὸ χρονικό του λέει γι’ αὐτὸν χαρακτηριστικά: «Ἂν ἤτουν νὰ γράψω ταὶς γιάσεις του ὡς τοῦ νάζουν δὲν ἔφταναν». Κάθε χρόνο στὶς 2 τοῦ Σεπτέμβρη πλήθη χριστιανῶν τρέχουν νὰ τιμήσουν τὸν μάρτυρα μὲ πανηγυρικὲς λειτουργίες κι ἀγρυπνίες. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως τιμή, ποὺ μποροῦμε ὅλοι νὰ τοῦ προσφέρουμε εἶναι νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του. Μᾶς φαίνεται δύσκολο; Ναί! Μπορεῖ νὰ εἶναι. Ἐδῶ ὅμως βρίσκεται τὸ ἀληθινὸ μεγαλεῖο.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Μαρτύρων πέλων, ἠκολούθησας, ἀσχέτῳ πόθῳ, τοῖς ἐνθέοις ἀληθῶς τούτων ἴχνεσι· καὶ τοῦ Σωτῆρος κηρύξας τὸ ὄνομα, ἐθαυμαστώθης σοφὲ δι’ ἀθλήσεως. Μάμα ἔνδοξε, Χριστὸς τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τῇ ῥάβδῳ Ἅγιε, τῇ ἐκ Θεοῦ σοι δοθείσῃ, τὸν λαόν σου ποίμανον, ἐπὶ νομὰς ζωηφόρους, θῆρας δέ, τοὺς ἀοράτους καὶ ἀνημέρους, σύντριψον, ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν σὲ ὑμνούντων· ὅτι πάντες οἱ ἐν κινδύνοις, προστάτην Μάμα, θερμόν σε κέκτηνται.
Μεγαλυνάριον.
Τέθηλας ἐκ ῥίζης θεοφιλοῦς, καὶ τῆς ἀληθείας, ἐγεώργησας τοὺς καρπούς· σὺ διὰ πυρὸς γάρ, καὶ ὕδατος διῆλθες, ἐκλάμπων ἐν τοῖς ἄθλοις, Μάμα τοῖς θαύμασι.