Δύο έντονα συναισθήματα κυριάρχησαν, όταν βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτο, όταν είδα «αγνάντια» την Αγια-Σοφιά, «το Μέγα Μοναστήρι» και μάλιστα όταν βρέθηκα μέσα στον Ιερό βεβηλωμένο Ναό, κάτω από τον τεράστιο θόλο, διαμέτρου 32,5 μέτρων. Μου φαινόταν ότι ζούσα μια έντονη ψευδαίσθηση, ένα όνειρο, σαν αυτά που παρακαλεί κανείς να μη ξυπνήσει ποτέ.
Δεύτερο, όταν βρέθηκα μέσα σε μια αίθουσα της Μεγάλης του Γένους Σχολής και είδα, σε μεγάλους εντοιχισμένους πίνακες ονόματα «Δωρητών, Ευεργετών και Μεγάλων Ευεργετών», να πρυτανεύει σε μεγάλο – όντως – ποσοστό, το επώνυμο Ζαρίφη.
(Ζαρίφης Ιωάννης, Ζαρίφης Γεώργιος, Ζαρίφης Δημήτριος, Ζαρίφη Ελένη και πολλά άλλα), που συμπίπτουν όλα με ονόματα του γένους Ζαρίφη της Παλαιοπαναγιάς.
Από την πρώτη αφορμή εμπνεύσθηκα και χάραξα το παρά κάτω ποιηματάκι.
Και από την δεύτερη σκέφθηκα να απευθύνω πρόταση – έκκληση προς όλους τους προερχομένους από το γένος Ζαρίφη, με οποιαδήποτε σχέση, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου, να πραγματοποιήσουμε μια εβδομαδιαία εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη κατά το θέρος – το αργότερο – του τρέχοντος έτους. Δε θα το μετανιώσουμε. Θα έχουμε πραγματοποιήσει όνειρο ζωής. Θα έχουμε αποζημιωθεί για όλη μας τη ζωή.
Παπα-Θανάσης Αθανασίου
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ – ΣΟΦΙΑ
Μπήκαμε στην Αγια – Σοφιά,
το Μέγα Μοναστήρι.
Μπήκαμε, προσκυνήσαμε,
ανάψαμε καντήλι.
Όχι το λαδοκάντηλο
μα της καρδιάς φυτίλι.
Φυτίλι εκείνο, που μικρών
τραγούδησαν τα χείλη.
Επόθησ’ η καρδούλα μας
σαν όνειρο, αδελφοί μου,
που άνεμος, βρόντοι και σεισμοί
δεν γκρέμισαν στη δίνη
όλων των περιστάσεων
και στη θανή εκείνη,
που ορφάνεψαν μωρά παιδιά˙
εχήρεψαν μαννάδες˙
γιαγιές μαννάδες έγιναν
παππούδες πατεράδες ……
Η Αγιά Σοφιά θεμέλια
στέρεα στην καρδιά μας
πάθος που δεν ξερίζωσαν
πείνες, στερήσεις, πάγοι,
που δεν τους έλιωσε ποτέ
καυτό κανένα δάκρυ.
Σ’ εκείνη που εβλέπαμε
«αγνάντια τα ευζωνάκια»
αυτή που τραγουδούσαμε
από μωρά παιδάκια
αυτή που τραγουδούσαμε
στα αναμμένα τζάκια
με επωδό τους στεναγμούς
γιαγιάς και του παππού μας.
Μέσα εκεί βρεθήκαμε
με την καρδιά σφιγμένη.
Η φλόγα της Αγια-Σοφιάς
ποτέ – ποτέ σβησμένη.
Ανθέμιος και Ισίδωρος
υπόκωφα βογκούσαν,
που Επίσκοποι και Ιερείς
πλέον δεν λειτουργούσαν.
Τη μαύρη νύχτα τότενες,
είκοσι εννιά Μαΐου,
εκείνη όλοι έφερναν
στον ταραγμένο νου τους
και σαν βεργούλες λύγιζαν
όλων τα γόνατά τους.
Εκείνη, που ετρέχανε
«αλόμενα» τα άτια
αυτό το βράδυ το φρικτό
με τον Παλαιολόγο ……
Θεέ μου ! πώς εγύρισε
του κάθε ενός ο νους του,
ως η «ημέρα η εχθές» (Ψαλμ.)
πεντέμισι αιώνες ;
και έβλεπε τον Κωσταντή
καβάλα στ’ άλογο του ;
κι’ ακούει ο προσκυνητής
τη βροντερή φωνή του :
«Πού είναι ένας Χριστιανός
να πάρει το κεφάλι
και με το αίμα μου ευθύς
συμβόλαιο να γράψει :
“Πάλι με χρόνια με καιρούς”
παπάς σταυρό να κάνει
και κείνο το Χερουβικό
πάλι να συνεχίσει ; ……..
Θεέ μου ! Εδώ που εγώ πατώ
«εβγαίνανε τα Άγια»
και την ημέρα των Βαγιών
εσκόρπιζαν τα βάγια ! ;
Θεέ μου, σε παρακαλώ,
όταν ξαναγυρίσω
κάτω από τούτον τον κουμπέ
κι’ εγώ να λειτουργήσω
κι’ ευθύς Πανάγιε, Σοφέ,
Αρχιερεύ Μεγάλε,
πάρε κι’ εμέ απέναντι
στο Θυσιαστήριό Σου,
αυτό το Επουράνιο,
Νοερό Θυσιαστήρι
στα χωματένια χέρια μου
κρατώντας θυμιατήρι.
Παπα – Θανάσης Αθανασίου
Νοέμβριος 2010
από: http://orchomenos-press.blogspot.com/2011/05/blog-post_653.html