Πέμπτη 14 Μαΐου 2009
Όσιος Παχώμιος ὁ Μέγας (15 Μαΐου)
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.
Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἠσυχαστοῦ Παλάμονος (τιμᾶται 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησῖδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδας, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξὺ τοὺς καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολὴ τοὺς ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτῶνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.
Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.
Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἠγιασμένος (τιμᾶται 16 Μαΐου).