Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

Η Βασίλισσα στον Θρόνο Της

.

.
Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Μέσα απ΄αυτές τις σελίδες που ακoλουθούν θέλω να μάθει όλος ο κόσμος για Τους Αγίους, τις Εκκλησιές και τα Μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Μπορείτε να μου στείλετε την Ιστορία του Ναού σας ή του Μοναστηρίου σας όπως και κάποιου τοπικού Αγίου/ας της περιοχής σας nikolaos921@yahoo.gr

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Θεσσαλονίκης
κάνετε κλικ στην φωτογραφία

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

Η Επιστροφή της Δόξας.

 

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ



Κατακόρυφος πάπυρος: Χριστουγεννιάτικες Ἱστορίες, ἀρ. 12
 

 


π. Δημητρίου Μπόκου

 Ἡ ἄ­γρια βο­ὴ τῆς μά­χης δὲν ἔ­φτα­νε στὰ αὐ­τιὰ τῆς γυ­ναί­κας. Με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση, μιᾶς μέ­ρας δρό­μος χώ­ρι­ζε τὶς δύ­ο πό­λεις, τὴ Ση­λὼ ἀ­π’ τὴν Ἀ­φέκ. Μὰ αὐ­τὸ δὲν ἐμ­πό­δι­ζε τὴν καρ­διά της νὰ φτε­ρου­γί­ζει τρελ­ά.

Ὁ μι­κρός της Ἀ­χι­τὼβ στρι­φο­γύ­ρι­ζε ὁ­λη­με­ρὶς μὲ τὰ συ­νο­μή­λι­κά του. Σέρ­νον­τας μὲ δυ­σκο­λί­α τὰ πό­δια της ποὺ ὅ­λο καὶ βά­ραι­ναν ἀ­π’ τὴν ἑ­πτά­μη­νη ἐγ­κυ­μο­σύ­νη της, πά­σχι­ζε ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴ λά­τρα της. Μὰ ὅ­λα μά­ται­α. Τὸ μυα­λό της σή­με­ρα πε­τοῦ­σε μα­κριά.

Ὁ λα­ός της, ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ, δο­κι­μα­ζό­ταν σκλη­ρά. Ἀ­πὸ ἀλ­λό­φυ­λους ποὺ συ­να­θροί­στη­καν γιὰ τὸν ἀ­φα­νι­σμό του. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη τους κι­ό­λας σύγ­κρου­ση τὰ πράγ­μα­τα πῆ­γαν στρα­βά. Τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες νε­κροὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες της σκέ­πα­σαν τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Για­τί ὁ Θε­ὸς τοὺς πα­ρέ­δω­σε στὰ χέ­ρια τῶν ἐ­χθρῶν τους; Πῶς ἄ­φη­σε νὰ γί­νει τέ­τοι­α συμ­φο­ρά;

- Νὰ στεί­λου­με ἀν­θρώ­πους στὴ Ση­λώ, ἀ­πο­φά­σι­σαν σὲ πο­λε­μι­κὸ συμ­βού­λιο οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῶν δώ­δε­κα φυ­λῶν. Νὰ φέ­ρουν ἐ­δῶ τὴν Κι­βω­τὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ποι­ὸς θὰ μπο­ρέ­σει τό­τε νὰ μᾶς ἀν­τι­στα­θεῖ;

Σὰν ἔ­φτα­σαν στὴ Ση­λὼ τὰ μαν­τά­τα, ἡ γυ­ναί­κα τα­ρά­χτη­κε κι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πό­λη μα­ζί της. Δι­α­κό­σια χρό­νια σχε­δὸν ἡ Κι­βω­τὸς δὲν εἶ­χε με­τα­κι­νη­θεῖ ἀ­π’ τὸ ἱ­ε­ρό τους κέν­τρο στὴ Ση­λώ, ὅ­που τὴν ἐγ­κα­τέ­στη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ναυ­ῆ. Ὁ ἄ­ξιος δι­ά­δο­χος τοῦ Μω­υ­σῆ ποὺ τοὺς ἔ­φε­ρε στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας.

Μὰ ὁ Φι­νε­ὲς ὁ ἄν­τρας της καὶ ὁ Ὀφ­νί, οἱ γιοὶ τοῦ Ἠ­λί, τοῦ γη­ραι­οῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ κρι­τῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἐν­θου­σι­ά­στη­καν μὲ τὴν ἰ­δέ­α. Τὰ φί­δια ἔ­ζω­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴ γυ­ναί­κα. Ὁ ἄν­τρας της κι ὁ ἀ­δελ­φός του ἦ­ταν πε­ρι­βό­η­τοι γιὰ τὴν ἀ­σέ­βειά τους. Ὁ Ἠ­λὶ δὲν εἶ­χε πιὰ καμ­μιὰ ἐ­πιρ­ρο­ὴ ἐ­πά­νω τους. Καὶ μιὰ πρό­σφα­τη προ­φη­τεί­α μι­λοῦ­σε γιὰ ἐπικείμενο χα­μὸ καὶ τῶν δυό τους σὲ μιὰ καὶ μό­νη ἡ­μέ­ρα.

Ἡ πό­λη συ­νά­χτη­κε μπρο­στὰ στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Στά­θη­καν ὅ­λοι εὐ­λα­βι­κὰ σὲ κά­ποι­α ἀ­πό­στα­ση. Μό­νο ἡ φυ­λὴ τοῦ Λευ­ΐ, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, μπο­ροῦ­σαν νὰ μποῦν. Ὁ ἄν­τρας της μὲ τὸν Ὀφ­νὶ καὶ ἄλ­λους ἱ­ε­ρεῖς ἔ­πλυ­ναν χέ­ρια καὶ πό­δια στὸν χάλ­κι­νο λου­τή­ρα καὶ πρό­σφε­ραν θυ­σί­α. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸ σφαγ­μέ­νο ζῶ­ο στὴ φω­τιὰ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου τῶν ὁ­λο­καυ­τω­μά­των στὴ μέ­ση τῆς πε­ρι­φραγ­μέ­νης αὐ­λῆς. Μπῆ­καν στὰ Ἅ­για, ὅ­που ἔ­και­γε ἡ ἑ­πτά­φω­τη χρυ­σὴ λυ­χνί­α. Ἔ­κα­ψαν θυ­μί­α­μα στὸ χρυ­σὸ θυ­σι­α­στή­ριο τοῦ θυ­μι­ά­μα­τος καί, προ­σπερ­νών­τας τὴν τρά­πε­ζα μὲ τοὺς ἄρ­τους τῆς Πρό­θε­σης, σή­κω­σαν τὸ βα­ρύ­τι­μο πα­ρα­πέ­τα­σμα ποὺ χώ­ρι­ζε στὰ δύ­ο τὴ Σκη­νή.

Ὅ­λων τὰ βλέμ­μα­τα χα­μή­λω­σαν μὲ δέ­ος, κα­θὼς ἀν­τί­κρυ­ζαν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων μὲ τὴν Κι­βω­τὸ τῆς Δι­α­θή­κης. Τὴ σκέ­πα­ζε τὸ ἱ­λα­στή­ριο, χρυ­σὸ σκέ­πα­σμα μὲ δύ­ο χρυ­σὰ Χε­ρου­βὶμ ποὺ ἁ­πλῶ­ναν τὰ φτε­ρά τους ἐ­πά­νω του. Τὰ ἱ­ε­ρά τους «μαρ­τύ­ρια», ση­μά­δια τῆς θε­ϊ­κῆς πα­ρου­σί­ας, φυ­λά­γον­ταν ἐ­δῶ: Οἱ πλά­κες τῆς Δι­α­θή­κης, ἡ στά­μνα τοῦ μάν­να, ἡ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρὼν ἡ βλα­στή­σα­σα. «Ἅ­παξ τοῦ ἐ­νια­υτοῦ μό­νος ὁ ἀρ­χι­ε­ρεὺς» ἔμ­παι­νε ἐ­δῶ γιὰ τὴ θυ­σί­α τοῦ ἐ­ξι­λα­σμοῦ. Ἤ­ξε­ραν ὅ­λοι πὼς ὄ­χι μό­νο τὸ ἄγ­γιγ­μα τῆς Κι­βω­τοῦ, μὰ καὶ τὸ κοί­ταγ­μά της ἀ­πρό­σε­κτα, χω­ρὶς εὐ­λά­βεια, μπο­ροῦ­σε νὰ ὁ­δη­γή­σει αὐ­το­στιγ­μεὶ στὸν θά­να­το.

Σκη­νὴ καὶ Κι­βω­τὸς ἦ­ταν χῶ­ροι ἱ­ε­ρώ­τα­τοι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν μὲ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Θε­οῦ. Τὰ σχέ­δια, οἱ δι­α­στά­σεις, τὰ ὑ­λι­κά. Ἀ­κό­μα κι ὁ ἀρ­χι­τε­χνί­της, ὁ πε­ρί­φη­μος Βε­σε­λε­ήλ, ὑποδείχτη­κε ἀ­πὸ Αὐ­τόν. Καὶ φτι­ά­χτη­καν ὅ­λα ἀ­πὸ ἄ­ση­πτο ξύ­λο ἀ­κα­κί­ας, ντυ­μέ­νο ἀ­πὸ παν­τοῦ μὲ χρυ­σά­φι κα­θα­ρό. Ἀ­πὸ λε­πτὸ πο­λύ­τι­μο λι­νὸ σὲ τρί­α χρώ­μα­τα, βα­θὺ γα­λά­ζιο, πορ­φυ­ρὸ καὶ κόκ­κι­νο ἀ­νοι­χτό, ἔ­γι­νε καὶ τὸ κά­λυμ­μα τῆς Σκη­νῆς. Καὶ τρί­α ἀ­κό­μα κα­λύμ­μα­τα δερ­μά­τι­να καὶ τρί­χι­να σκέ­πα­ζαν ἀ­πὸ πά­νω τὸ λι­νὸ γιὰ προ­στα­σί­α.

Ἀ­νά­με­σα στὰ δυὸ χρυ­σὰ Χε­ρου­βὶμ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὁ Θε­ός. Ἐ­κεῖ ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σε ἡ δό­ξα του. Αὐ­τὰ ἦ­ταν ὁ θρό­νος του. Ἐ­δῶ ἔμ­παι­νε μό­νο ὁ Μω­υ­σῆς καὶ τοῦ μι­λοῦ­σε «ἐ­νώ­πιος ἐ­νω­πί­ῳ». Κι ἔ­παιρ­νε τό­ση λάμ­ψη καὶ τὸ δι­κό του πρό­σω­πο, ποὺ τὸ σκέ­πα­ζε με­τὰ μὲ κά­λυμ­μα γιὰ νὰ μι­λή­σει στὸν λα­ό. Σὰν νε­φέ­λη φω­τει­νὴ κα­τέ­βαι­νε ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καὶ σκί­α­ζε τὴ Σκη­νή. Καὶ μό­νο ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν ἡ νε­φέ­λη, ξε­κι­νοῦ­σε τὴν πο­ρεί­α του ὁ λα­ός. Ὅ­ταν κα­θό­ταν πά­λι ἡ νε­φέ­λη στὴ Σκη­νή, στρα­το­πέ­δευ­ε καὶ ὁ λα­ός.

Πα­ρὰ τὴν τό­ση ὅ­μως δό­ξα, ὅ­λα αὐ­τὰ ἦ­ταν μό­νο σκιὰ καὶ προ­τύ­πω­ση γιὰ μελ­λον­τι­κά, ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρα, πράγ­μα­τα.

Οἱ ἱ­ε­ρεῖς ἔπια­σαν τὶς δύ­ο δο­κούς, στε­ρε­ω­μέ­νες μό­νι­μα μὲ χρυ­σοὺς κρί­κους στὶς τέσ­σε­ρις γω­νι­ὲς τῆς Κι­βω­τοῦ καὶ ξε­κί­νη­σαν. Ἔ­σκυ­ψαν ὅ­λοι καὶ προ­σκύ­νη­σαν. Κα­θὼς ἡ Κι­βω­τός, ἡ δό­ξα καὶ τὸ καύ­χη­μα τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἔ­φευ­γε ἀ­πὸ τὴ Ση­λώ, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Φι­νε­ὲς ἔ­νι­ω­σε τὴν καρ­διά της νὰ ἀ­δειά­ζει. Ἤ­ξε­ρε πὼς καμ­μιὰ «κι­βω­τὸς» δὲν θὰ τοὺς ἔ­σω­ζε μα­γι­κά, μιὰ καὶ ὁ λα­ὸς εἶ­χε μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Δὲν ἴ­σχυ­ε πιὰ ἡ ὑ­πό­σχε­σή του πὼς Αὐ­τὸς θὰ πο­λε­μοῦ­σε γι’ αὐ­τούς, καὶ πὼς ἀ­πὸ ἑ­φτὰ δρό­μους θά ’­φευ­γαν κυ­νη­γη­μέ­νοι καὶ νι­κη­μέ­νοι οἱ ἐ­χθροί τους.

Ὁ στρα­τὸς ὅ­μως ὑ­πο­δέ­χτη­κε μὲ ἀ­λα­λαγ­μὸ χα­ρᾶς τὴν Κι­βω­τό. Οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι στὴν Ἀ­φὲκ τά ’­χα­σαν ἀ­κού­γον­τάς τους.

- Τί νά ’­ναι αὐ­τό; ἀ­να­ρω­τή­θη­καν.

Τρό­μος τοὺς κυ­ρί­ευ­σε, σὰν ἔ­μα­θαν τί συμ­βαί­νει. Εἶ­χαν ἀ­κού­σει πό­σα θαυ­μα­στὰ εἶ­χε κά­μει στὸν λα­ὸ του ὁ Θε­ὸς στὴν Αἴ­γυ­πτο, στὴν ἔ­ρη­μο, στὴ Χα­να­άν.

- Χα­θή­κα­με! φώ­να­ξαν. Δὲν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐλ­πί­δα. Φα­νεῖ­τε ἀν­δρεῖ­οι λοι­πόν, μὴ νι­κη­θοῦ­με καὶ γί­νου­με δοῦ­λοι τῶν Ἑ­βραί­ων. Πο­λε­μεῖ­στε γε­ρά. Δὲν μᾶς μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο.

Ἡ σύγ­κρου­ση τῶν δύ­ο στρα­τῶν ὑ­πῆρ­ξε τρο­με­ρή. Οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι πο­λέ­μη­σαν πραγμα­τι­κὰ ἀ­πελ­πι­σμέ­να. Στὸ πεῖ­σμα τους λύ­γι­σε ὁ Ἰσ­ρα­ήλ. Ἔ­στρε­ψε τὰ νῶ­τα σὲ φυ­γή. Ὁ ὄ­λε­θρος τὸν ἀ­κο­λού­θη­σε στοι­βά­ζον­τας στὸ κα­τό­πι του τριά­ντα χι­λιά­δες νε­κρούς.

Ἡ βο­ὴ τῆς μά­χης δὲν ἔ­φτα­νε στὴ Ση­λώ. Μὰ ἡ καρ­διὰ τῆς γυ­ναί­κας δι­αι­σθα­νό­ταν τὸν ἀ­φα­νι­σμό. Δὲν τὴ χω­ροῦ­σε ὁ τό­πος. Ἔ­συ­ρε τὰ βή­μα­τά της βα­ριὰ καὶ βγῆ­κε στὸν δρό­μο. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἔ­φτα­σε μιὰ δυ­να­τὴ ὀ­χλο­βο­ή.

- Τί θό­ρυ­βος ἦ­ταν αὐ­τός; ρώ­τη­σε μὲ ἀ­γω­νί­α ὁ πε­θε­ρός της.

Τυ­φλὸς ἀ­πὸ τὰ γη­ρα­τειά, κα­θό­τα­νε κον­τὰ στὴν πύ­λη, τρέ­μον­τας γιὰ τὴν Κι­βω­τὸ καὶ πε­ρι­μέ­νον­τας τὰ νέ­α τοῦ πο­λέ­μου. Ἔ­φτα­σε τρέ­χον­τας μπρο­στά του ἕ­νας ὁ­πλί­της ἀ­π’ τὴ φυ­λὴ Βε­νια­μίν. Εἶ­χε σκορ­πί­σει χῶ­μα στὰ μαλ­λιά του καὶ εἶ­χε σχί­σει τὰ ροῦ­χα του. Ση­μά­δια πέν­θους με­γά­λου.

- Ἔρ­χο­μαι ἀ­πὸ τὴ μά­χη! φώ­να­ξε μ’ ἀγ­κο­μα­χη­τό. Κα­τά­φε­ρα νὰ ξε­φύ­γω κι ἔ­τρε­ξα ὣς ἐ­δῶ!

- Τί ἔ­γι­νε, παι­δί μου, πές μου! ξέ­σπα­σε ἀ­νυ­πό­μο­να ὁ Ἠ­λί.

- Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες νι­κή­θη­καν! Τρά­πη­καν σὲ φυ­γή. Ἔ­γι­νε με­γά­λη σφα­γή. Τὰ δυό σου παι­διὰ σκο­τώ­θη­καν.

- Ἡ Κι­βω­τός; Τί ἀ­πέ­γι­νε;

- Χά­θη­κε! Πά­ει! Τὴν πῆ­ραν οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι!

Στὸ ἄ­κου­σμα αὐ­τὸ ὁ ἐ­νε­νην­τά­χρο­νος Ἠ­λὶ ἔ­γει­ρε, ἔ­πε­σε ἀ­π’ τὸ κά­θι­σμά του πρὸς τὰ πί­σω, σω­ρι­ά­στη­κε στὸ χῶ­μα, ἔ­σπα­σε τὸν τρά­χη­λό του καὶ πέ­θα­νε.

Ἀ­σά­λευ­τη, στὸ δρό­μο κα­τα­με­σίς, ἄ­κου­σε τὰ νέ­α ἡ νύ­φη του. Ἡ κραυ­γή της ἀν­τή­χη­σε ξαφ­νι­κὰ σπα­ρα­χτι­κὴ στὸν ἀ­έ­ρα. Τὰ πό­δια της λύ­γι­σαν καὶ ἡ γυ­ναί­κα γο­νά­τι­σε. Τὰ σπλά­χνα της ἀ­να­τα­ρά­χτη­καν βί­αι­α ἀ­πὸ τὰ νέ­α τῆς μά­χης. Ἀ­νε­λέ­η­τες ὠ­δί­νες πρό­ω­ρου το­κε­τοῦ ξέ­σχι­σαν τὰ σω­θι­κά της. Οἱ γυ­ναῖ­κες ἔ­τρε­ξαν νὰ τῆς πα­ρα­στα­θοῦν…

- Θάρ­ρος! τῆς φώ­να­ξαν, καθὼς τὴν ἔβλεπαν νὰ σβήνει. Γέν­νη­σες γιό! Μὴ φο­βᾶ­σαι!

Μὰ ἐ­κεί­νη δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Οὔ­τε ποὺ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Πέ­θαι­νε. Καὶ τί πα­ρά­ξε­νο! Στὸ ψυ­χο­μα­χη­τό της ἀ­πά­νω χά­θη­καν ἀ­π’ τὸ μυα­λό της οἱ ἄλ­λες συμ­φο­ρές. Ὁ θά­να­τος τοῦ ἄν­τρα της, τοῦ πε­θε­ροῦ της. Ἕ­να μο­νά­χα πράγ­μα καρ­φώ­θη­κε στὴ σκέ­ψη της ποὺ ἔ­σβη­νε: Ἡ Κι­βω­τὸς ποὺ εἶ­χε χα­θεῖ. Ὀ­νό­μα­σε τὸν γιό της Βαρ­χα­βώθ, ποὺ σή­μαι­νε: «ἀ­δο­ξί­α» καὶ φώ­να­ξε πρὶν ξε­ψυ­χή­σει:

- Ἡ δό­ξα ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ! Χά­θη­κε ἡ Κι­βω­τὸς τοῦ Θε­οῦ!

Καὶ πέ­θα­νε!…

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­π’ τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη: Α΄ Βα­σι­λει­ῶν, κεφ. 4ο).

Αἰ­ῶ­νες κύ­λη­σαν. Ἡ Κι­βω­τὸς τοῦ Θε­οῦ ἄλ­λα­ξε χέ­ρια πολ­λὲς φο­ρές. Τὴν τί­μη­σαν οἱ ἔν­δο­ξοι βα­σι­λιά­δες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ Δαυῒδ καὶ Σο­λο­μών, μὰ καὶ πά­λι χά­θη­κε γιὰ τὸν λα­ό, κα­θὼς ξε­στρά­τι­ζε συ­χνὰ-πυ­κνὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ. Χί­λια καὶ βά­λε χρό­νια πέ­ρα­σαν καὶ ἡ ψυ­χὴ τῆς γυ­ναί­κας πο­νοῦ­σε ἀ­κό­μα γιὰ τὴ χα­μέ­νη δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ λα­οῦ της. Ἀ­νά­παυ­ση δὲν εὕ­ρι­σκε…

Ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου.

Μιὰ νύχτα, κά­τι ἁ­πα­λὸ τὴν ἄγ­γι­ξε, τὴν ἔ­κα­με ν’ ἀ­να­σκιρ­τή­σει. Ἄγ­γε­λος φω­τει­νὸς σὰν ἀ­στρα­πὴ εἶχε κα­τέ­βει ἀ­π’ τὰ οὐ­ρά­νια στὰ ὑ­πο­χθό­νια καὶ στεκόταν δί­πλα της.

- Σή­κω, γυ­ναί­κα! τῆς εἶ­πε. Ἐ­πει­δὴ ἀ­γά­πη­σες καὶ θρή­νη­σες πο­λὺ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, σὲ ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ὸς νὰ δεῖς.

Καὶ τὴν ἀ­νέ­βα­σε ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ θα­νά­του. Τὴν ἔ­φε­ρε στὸ ἄ­νοιγ­μα μιᾶς σπη­λιᾶς. Στὴ φάτ­νη τῶν ζώ­ων βό­δι καὶ ὄ­νος, ζῶ­α ποὺ ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τὸν Κύ­ριό τους κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος, πα­ρά­στε­καν ἕ­να νι­ο­γέν­νη­το βρέ­φος, ποὺ μό­λις εἶχε ἀ­πο­θέ­σει στὸ πα­χνί τους ἡ νε­α­ρή του μη­τέ­ρα.

Ἡ γυ­ναί­κα κοί­τα­ζε ἀ­πο­ρη­μέ­νη. Τί σή­μαι­ναν ὅ­λ’ αὐ­τά;

- Ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια σου! εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος.

Καὶ τό­τε… ἄνοιξαν τὰ μάτια της. Εἶδε ὅσα τῆς κρύβονταν καὶ κατἀλαβε. Ὅ­λα τῆς φά­νη­καν ἀλ­λι­ώ­τι­κα.

Ἦ­ταν μιὰ νύ­χτα σκο­τει­νή, μὰ ξάφ­νου ἔ­λαμ­ψε ὑ­πέρ­λαμ­προ φῶς στὸν οὐ­ρα­νό. Ἀ­κτι­νο­βό­λη­σε ἡ γῆ. Καὶ «πλῆ­θος στρα­τιᾶς οὐ­ρα­νί­ου», ἀ­στρα­πό­μορ­φοι ἄγ­γε­λοι πλημ­μύ­ρι­σαν τὸν αἰ­θέ­ρα, γε­μί­ζον­τάς τον μὲ τὴν ὑ­περ­κό­σμια με­λω­δί­α: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α».

Τὸ σπή­λαι­ο ἔ­γι­νε οὐ­ρα­νός. Θρό­νος χε­ρου­βι­κὸς ἡ ἀγ­κα­λιὰ τῆς μη­τρο­πάρ­θε­νης κό­ρης. Ἠ φάτ­νη χῶ­ρος ὅ­που πλά­γι­α­ζε ὁ Ἀ­χώ­ρη­τος. Ὅ­λα ἔ­λαμ­παν σὰν πα­λά­τια βα­σι­λι­κά.

- Ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου γύ­ρι­σε, τῆς εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος. Ἀ­νέ­τει­λε πά­νω στὴ Σιών. Ἦρ­θε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς με­γά­λης χα­ρᾶς γιὰ τὸν λα­ό σου καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. «Ἐ­τέ­χθη ὑμῖν σή­με­ρον Σω­τήρ, Χρι­στὸς Κύ­ριος, ἐν πό­λει Δαυ­ΐδ».

Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε τώ­ρα κα­θα­ρὰ τὸ «ξέ­νον καὶ πα­ρά­δο­ξον μυ­στή­ριον». Ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε «ἡ πρώ­τη Σκη­νὴ» βρί­σκον­ταν μπρο­στά της ξα­νά, ἐν­σαρ­κω­μέ­να μυστηριωδῶς στὸ πρό­σω­πο τῆς πά­να­γνης μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ: Ἡ Κι­βω­τός, ὁ θρό­νος τῶν Χε­ρου­βίμ, τὸ θυ­σι­α­στή­ριο, ἡ λυ­χνί­α, ἡ στά­μνα τοῦ μάν­να, ἡ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρών, ἡ τρά­πε­ζα μὲ τοὺς ἄρ­τους τῆς Πρό­θε­σης. Ἡ σκιὰ εἶ­χε πα­ρέλ­θει. Ἡ χάρη ἔλαμπε.

Ἡ κό­ρη τῆς Να­ζα­ρὲτ ἦ­ταν τώρα πλέον ἡ νέ­α «ἐ­που­ρά­νιος Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ, τὸ εὐ­ρύ­χω­ρον σκή­νω­μα τοῦ Λό­γου, ναὸς καὶ πύλη, πα­λά­τιον καὶ θρόνος τοῦ Βα­σι­λέ­ως».

Ἡ τα­πει­νὴ Πα­να­γί­α εἶ­χε γί­νει ἡ νέ­α «ἔμ­ψυ­χος Θε­οῦ Κι­βω­τός, θρό­νος πυ­ρί­μορ­φος», νέ­ο θυ­σι­α­στή­ριο καὶ μυστικὴ λαβίδα πού, χω­ρὶς νὰ φλέ­γε­ται, βά­στα­ζε «τὸ πῦρ τῆς θε­ό­τη­τος, χρυ­σῆ λυ­χνί­α καὶ θεί­α στά­μνος μάν­να φέ­ρου­σα». Ἦταν «ἡ ρά­βδος ἡ μυ­στι­κή, ἄν­θος τὸ ἀ­μά­ραν­τον ἡ ἐ­ξαν­θή­σα­σα, ἡ ἔμ­ψυ­χος τρά­πε­ζα, ἄρ­τον ζω­ῆς χω­ρή­σα­σα, ὁ κα­θα­ρώ­τα­τος να­ός, ἡ πό­λις τοῦ παμ­βα­σι­λέ­ως».

Ἦ­ταν ἡ «πύ­λη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος», ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε «εἰς τὰ ἐν Οὐρανοῖς ἀχειροποίητα Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, ἡ κα­τὰ ἀ­να­το­λάς, ἡ κε­κλει­σμέ­νη», τὴν ὁ­ποί­α «ὁ Ὕψιστος μόνος δι­ώ­δευ­σε, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ», ἀ­φή­νον­τάς την πά­λι «κε­κλει­σμέ­νη».

Γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­δῶ καὶ χί­λια χρό­νια, ἡ γυ­ναί­κα ἔ­νι­ω­σε νὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ χα­ρά. Ἡ ψυ­χή της βου­τή­χτη­κε στὸ φῶς, γλυ­κά­θη­κε. Ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­σκί­α­ζε κά­πο­τε ὡς νε­φέ­λη τὴν πρώ­τη Σκη­νή, μὰ τώ­ρα κα­τέ­βη­κε «ἐν νε­φέ­λῃ κού­φῃ» ὁ ἴ­διος «ὁ Κύ­ριος τῆς δό­ξης» στὴ Βη­θλε­έμ, «ἐν πόλει Δαυ­ΐδ».

Μά­γοι καὶ ποι­μέ­νες, ἄγ­γε­λοι, γῆ καὶ οὐ­ρα­νοί, γο­νά­τι­ζαν μπρο­στά του. Κι ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Φι­νε­ές, φερ­μέ­νη ἀ­π’ τὸ μα­κρι­νὸ πα­ρελ­θόν, ἔ­σκυ­ψε μαζί τους καὶ εὐ­λα­βι­κὰ προ­σκύ­νη­σε  τὴ χι­λι­ο­φώ­τει­νη «ἐξ ὕ­ψους» ἀ­να­το­λή, «φῶς ἐ­θνῶν καὶ δό­ξαν» τοῦ λα­οῦ της Ἰσ­ρα­ήλ.

Διάγραμμα ροής: Παραπομπή: Ἀντιύλη 
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα 
Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504  
e-mail: antiyli.gr@gmail.com 
- Πᾶ­με τώ­ρα! τῆς εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος. Θὰ πε­ρι­μέ­νεις ἀ­κό­μα λί­γο, ὥ­σπου ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ λάμ­ψει καὶ ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκε­σαι, στὸ σκο­τει­νὸ βα­σί­λει­ο τοῦ Ἅδη.

- Θὰ πε­ρι­μέ­νω ὅ­σο κι ἂν χρεια­στεῖ μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση! εἶ­πε ὁ­λό­χα­ρη ἡ γυ­ναί­κα. Νι­ώ­θω κον­τὰ πλέον τὴ στιγ­μή, ποὺ τὰ πάν­τα θὰ πλημ­μυ­ρί­σουν ἀπὸ τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Θε­οῦ. «Οὐ­ρα­νός τε καὶ γῆ καὶ τὰ κα­τα­χθό­νια».

Ἡ δό­ξα γύ­ρι­σε στὸν λαό μου!

Χριστούγεννα 2012

Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη»

Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails