Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ ἄγρια βοὴ τῆς μάχης δὲν ἔφτανε στὰ αὐτιὰ τῆς γυναίκας. Μεγάλη ἀπόσταση, μιᾶς μέρας δρόμος χώριζε τὶς δύο πόλεις, τὴ Σηλὼ ἀπ’ τὴν Ἀφέκ. Μὰ αὐτὸ δὲν ἐμπόδιζε τὴν καρδιά της νὰ φτερουγίζει τρελά.
Ὁ μικρός της Ἀχιτὼβ στριφογύριζε ὁλημερὶς μὲ τὰ συνομήλικά του. Σέρνοντας μὲ δυσκολία τὰ πόδια της ποὺ ὅλο καὶ βάραιναν ἀπ’ τὴν ἑπτάμηνη ἐγκυμοσύνη της, πάσχιζε ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ λάτρα της. Μὰ ὅλα μάταια. Τὸ μυαλό της σήμερα πετοῦσε μακριά.
Ὁ λαός της, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δοκιμαζόταν σκληρά. Ἀπὸ ἀλλόφυλους ποὺ συναθροίστηκαν γιὰ τὸν ἀφανισμό του. Ἀπὸ τὴν πρώτη τους κιόλας σύγκρουση τὰ πράγματα πῆγαν στραβά. Τέσσερις χιλιάδες νεκροὶ συμπατριῶτες της σκέπασαν τὸ πεδίο τῆς μάχης. Γιατί ὁ Θεὸς τοὺς παρέδωσε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν τους; Πῶς ἄφησε νὰ γίνει τέτοια συμφορά;
- Νὰ στείλουμε ἀνθρώπους στὴ Σηλώ, ἀποφάσισαν σὲ πολεμικὸ συμβούλιο οἱ ἀρχηγοὶ τῶν δώδεκα φυλῶν. Νὰ φέρουν ἐδῶ τὴν Κιβωτὸ τοῦ Κυρίου. Ποιὸς θὰ μπορέσει τότε νὰ μᾶς ἀντισταθεῖ;
Σὰν ἔφτασαν στὴ Σηλὼ τὰ μαντάτα, ἡ γυναίκα ταράχτηκε κι ὁλόκληρη ἡ πόλη μαζί της. Διακόσια χρόνια σχεδὸν ἡ Κιβωτὸς δὲν εἶχε μετακινηθεῖ ἀπ’ τὸ ἱερό τους κέντρο στὴ Σηλώ, ὅπου τὴν ἐγκατέστησε ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ. Ὁ ἄξιος διάδοχος τοῦ Μωυσῆ ποὺ τοὺς ἔφερε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.
Μὰ ὁ Φινεὲς ὁ ἄντρας της καὶ ὁ Ὀφνί, οἱ γιοὶ τοῦ Ἠλί, τοῦ γηραιοῦ ἀρχιερέα καὶ κριτῆ τοῦ Ἰσραήλ, ἐνθουσιάστηκαν μὲ τὴν ἰδέα. Τὰ φίδια ἔζωσαν περισσότερο τὴ γυναίκα. Ὁ ἄντρας της κι ὁ ἀδελφός του ἦταν περιβόητοι γιὰ τὴν ἀσέβειά τους. Ὁ Ἠλὶ δὲν εἶχε πιὰ καμμιὰ ἐπιρροὴ ἐπάνω τους. Καὶ μιὰ πρόσφατη προφητεία μιλοῦσε γιὰ ἐπικείμενο χαμὸ καὶ τῶν δυό τους σὲ μιὰ καὶ μόνη ἡμέρα.
Ἡ πόλη συνάχτηκε μπροστὰ στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Στάθηκαν ὅλοι εὐλαβικὰ σὲ κάποια ἀπόσταση. Μόνο ἡ φυλὴ τοῦ Λευΐ, οἱ ἱερεῖς, μποροῦσαν νὰ μποῦν. Ὁ ἄντρας της μὲ τὸν Ὀφνὶ καὶ ἄλλους ἱερεῖς ἔπλυναν χέρια καὶ πόδια στὸν χάλκινο λουτήρα καὶ πρόσφεραν θυσία. Ἀνέβασαν τὸ σφαγμένο ζῶο στὴ φωτιὰ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων στὴ μέση τῆς περιφραγμένης αὐλῆς. Μπῆκαν στὰ Ἅγια, ὅπου ἔκαιγε ἡ ἑπτάφωτη χρυσὴ λυχνία. Ἔκαψαν θυμίαμα στὸ χρυσὸ θυσιαστήριο τοῦ θυμιάματος καί, προσπερνώντας τὴν τράπεζα μὲ τοὺς ἄρτους τῆς Πρόθεσης, σήκωσαν τὸ βαρύτιμο παραπέτασμα ποὺ χώριζε στὰ δύο τὴ Σκηνή.
Ὅλων τὰ βλέμματα χαμήλωσαν μὲ δέος, καθὼς ἀντίκρυζαν γιὰ πρώτη φορὰ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης. Τὴ σκέπαζε τὸ ἱλαστήριο, χρυσὸ σκέπασμα μὲ δύο χρυσὰ Χερουβὶμ ποὺ ἁπλῶναν τὰ φτερά τους ἐπάνω του. Τὰ ἱερά τους «μαρτύρια», σημάδια τῆς θεϊκῆς παρουσίας, φυλάγονταν ἐδῶ: Οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης, ἡ στάμνα τοῦ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα. «Ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεὺς» ἔμπαινε ἐδῶ γιὰ τὴ θυσία τοῦ ἐξιλασμοῦ. Ἤξεραν ὅλοι πὼς ὄχι μόνο τὸ ἄγγιγμα τῆς Κιβωτοῦ, μὰ καὶ τὸ κοίταγμά της ἀπρόσεκτα, χωρὶς εὐλάβεια, μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει αὐτοστιγμεὶ στὸν θάνατο.
Σκηνὴ καὶ Κιβωτὸς ἦταν χῶροι ἱερώτατοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα ἔγιναν μὲ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ. Τὰ σχέδια, οἱ διαστάσεις, τὰ ὑλικά. Ἀκόμα κι ὁ ἀρχιτεχνίτης, ὁ περίφημος Βεσελεήλ, ὑποδείχτηκε ἀπὸ Αὐτόν. Καὶ φτιάχτηκαν ὅλα ἀπὸ ἄσηπτο ξύλο ἀκακίας, ντυμένο ἀπὸ παντοῦ μὲ χρυσάφι καθαρό. Ἀπὸ λεπτὸ πολύτιμο λινὸ σὲ τρία χρώματα, βαθὺ γαλάζιο, πορφυρὸ καὶ κόκκινο ἀνοιχτό, ἔγινε καὶ τὸ κάλυμμα τῆς Σκηνῆς. Καὶ τρία ἀκόμα καλύμματα δερμάτινα καὶ τρίχινα σκέπαζαν ἀπὸ πάνω τὸ λινὸ γιὰ προστασία.
Ἀνάμεσα στὰ δυὸ χρυσὰ Χερουβὶμ ἐμφανιζόταν ὁ Θεός. Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦσε ἡ δόξα του. Αὐτὰ ἦταν ὁ θρόνος του. Ἐδῶ ἔμπαινε μόνο ὁ Μωυσῆς καὶ τοῦ μιλοῦσε «ἐνώπιος ἐνωπίῳ». Κι ἔπαιρνε τόση λάμψη καὶ τὸ δικό του πρόσωπο, ποὺ τὸ σκέπαζε μετὰ μὲ κάλυμμα γιὰ νὰ μιλήσει στὸν λαό. Σὰν νεφέλη φωτεινὴ κατέβαινε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ σκίαζε τὴ Σκηνή. Καὶ μόνο ὅταν σηκωνόταν ἡ νεφέλη, ξεκινοῦσε τὴν πορεία του ὁ λαός. Ὅταν καθόταν πάλι ἡ νεφέλη στὴ Σκηνή, στρατοπέδευε καὶ ὁ λαός.
Παρὰ τὴν τόση ὅμως δόξα, ὅλα αὐτὰ ἦταν μόνο σκιὰ καὶ προτύπωση γιὰ μελλοντικά, ἀσυγκρίτως λαμπρότερα, πράγματα.
Οἱ ἱερεῖς ἔπιασαν τὶς δύο δοκούς, στερεωμένες μόνιμα μὲ χρυσοὺς κρίκους στὶς τέσσερις γωνιὲς τῆς Κιβωτοῦ καὶ ξεκίνησαν. Ἔσκυψαν ὅλοι καὶ προσκύνησαν. Καθὼς ἡ Κιβωτός, ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημα τοῦ Ἰσραήλ, ἔφευγε ἀπὸ τὴ Σηλώ, ἡ γυναίκα τοῦ Φινεὲς ἔνιωσε τὴν καρδιά της νὰ ἀδειάζει. Ἤξερε πὼς καμμιὰ «κιβωτὸς» δὲν θὰ τοὺς ἔσωζε μαγικά, μιὰ καὶ ὁ λαὸς εἶχε μακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἴσχυε πιὰ ἡ ὑπόσχεσή του πὼς Αὐτὸς θὰ πολεμοῦσε γι’ αὐτούς, καὶ πὼς ἀπὸ ἑφτὰ δρόμους θά ’φευγαν κυνηγημένοι καὶ νικημένοι οἱ ἐχθροί τους.
Ὁ στρατὸς ὅμως ὑποδέχτηκε μὲ ἀλαλαγμὸ χαρᾶς τὴν Κιβωτό. Οἱ ἀλλόφυλοι στὴν Ἀφὲκ τά ’χασαν ἀκούγοντάς τους.
- Τί νά ’ναι αὐτό; ἀναρωτήθηκαν.
Τρόμος τοὺς κυρίευσε, σὰν ἔμαθαν τί συμβαίνει. Εἶχαν ἀκούσει πόσα θαυμαστὰ εἶχε κάμει στὸν λαὸ του ὁ Θεὸς στὴν Αἴγυπτο, στὴν ἔρημο, στὴ Χαναάν.
- Χαθήκαμε! φώναξαν. Δὲν ἔχουμε καμμιὰ ἐλπίδα. Φανεῖτε ἀνδρεῖοι λοιπόν, μὴ νικηθοῦμε καὶ γίνουμε δοῦλοι τῶν Ἑβραίων. Πολεμεῖστε γερά. Δὲν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο.
Ἡ σύγκρουση τῶν δύο στρατῶν ὑπῆρξε τρομερή. Οἱ ἀλλόφυλοι πολέμησαν πραγματικὰ ἀπελπισμένα. Στὸ πεῖσμα τους λύγισε ὁ Ἰσραήλ. Ἔστρεψε τὰ νῶτα σὲ φυγή. Ὁ ὄλεθρος τὸν ἀκολούθησε στοιβάζοντας στὸ κατόπι του τριάντα χιλιάδες νεκρούς.
Ἡ βοὴ τῆς μάχης δὲν ἔφτανε στὴ Σηλώ. Μὰ ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας διαισθανόταν τὸν ἀφανισμό. Δὲν τὴ χωροῦσε ὁ τόπος. Ἔσυρε τὰ βήματά της βαριὰ καὶ βγῆκε στὸν δρόμο. Ἀπὸ τὴν πόλη ἔφτασε μιὰ δυνατὴ ὀχλοβοή.
- Τί θόρυβος ἦταν αὐτός; ρώτησε μὲ ἀγωνία ὁ πεθερός της.
Τυφλὸς ἀπὸ τὰ γηρατειά, καθότανε κοντὰ στὴν πύλη, τρέμοντας γιὰ τὴν Κιβωτὸ καὶ περιμένοντας τὰ νέα τοῦ πολέμου. Ἔφτασε τρέχοντας μπροστά του ἕνας ὁπλίτης ἀπ’ τὴ φυλὴ Βενιαμίν. Εἶχε σκορπίσει χῶμα στὰ μαλλιά του καὶ εἶχε σχίσει τὰ ροῦχα του. Σημάδια πένθους μεγάλου.
- Ἔρχομαι ἀπὸ τὴ μάχη! φώναξε μ’ ἀγκομαχητό. Κατάφερα νὰ ξεφύγω κι ἔτρεξα ὣς ἐδῶ!
- Τί ἔγινε, παιδί μου, πές μου! ξέσπασε ἀνυπόμονα ὁ Ἠλί.
- Οἱ Ἰσραηλίτες νικήθηκαν! Τράπηκαν σὲ φυγή. Ἔγινε μεγάλη σφαγή. Τὰ δυό σου παιδιὰ σκοτώθηκαν.
- Ἡ Κιβωτός; Τί ἀπέγινε;
- Χάθηκε! Πάει! Τὴν πῆραν οἱ ἀλλόφυλοι!
Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ ἐνενηντάχρονος Ἠλὶ ἔγειρε, ἔπεσε ἀπ’ τὸ κάθισμά του πρὸς τὰ πίσω, σωριάστηκε στὸ χῶμα, ἔσπασε τὸν τράχηλό του καὶ πέθανε.
Ἀσάλευτη, στὸ δρόμο καταμεσίς, ἄκουσε τὰ νέα ἡ νύφη του. Ἡ κραυγή της ἀντήχησε ξαφνικὰ σπαραχτικὴ στὸν ἀέρα. Τὰ πόδια της λύγισαν καὶ ἡ γυναίκα γονάτισε. Τὰ σπλάχνα της ἀναταράχτηκαν βίαια ἀπὸ τὰ νέα τῆς μάχης. Ἀνελέητες ὠδίνες πρόωρου τοκετοῦ ξέσχισαν τὰ σωθικά της. Οἱ γυναῖκες ἔτρεξαν νὰ τῆς παρασταθοῦν…
- Θάρρος! τῆς φώναξαν, καθὼς τὴν ἔβλεπαν νὰ σβήνει. Γέννησες γιό! Μὴ φοβᾶσαι!
Μὰ ἐκείνη δὲν ἀπάντησε. Οὔτε ποὺ ἔδωσε σημασία. Πέθαινε. Καὶ τί παράξενο! Στὸ ψυχομαχητό της ἀπάνω χάθηκαν ἀπ’ τὸ μυαλό της οἱ ἄλλες συμφορές. Ὁ θάνατος τοῦ ἄντρα της, τοῦ πεθεροῦ της. Ἕνα μονάχα πράγμα καρφώθηκε στὴ σκέψη της ποὺ ἔσβηνε: Ἡ Κιβωτὸς ποὺ εἶχε χαθεῖ. Ὀνόμασε τὸν γιό της Βαρχαβώθ, ποὺ σήμαινε: «ἀδοξία» καὶ φώναξε πρὶν ξεψυχήσει:
- Ἡ δόξα ἔφυγε ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ! Χάθηκε ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ!
Καὶ πέθανε!…
(Διασκευὴ ἀπ’ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: Α΄ Βασιλειῶν, κεφ. 4ο).
Αἰῶνες κύλησαν. Ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε χέρια πολλὲς φορές. Τὴν τίμησαν οἱ ἔνδοξοι βασιλιάδες τοῦ Ἰσραὴλ Δαυῒδ καὶ Σολομών, μὰ καὶ πάλι χάθηκε γιὰ τὸν λαό, καθὼς ξεστράτιζε συχνὰ-πυκνὰ ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Χίλια καὶ βάλε χρόνια πέρασαν καὶ ἡ ψυχὴ τῆς γυναίκας πονοῦσε ἀκόμα γιὰ τὴ χαμένη δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λαοῦ της. Ἀνάπαυση δὲν εὕρισκε…
Ὥσπου ἔφτασε κάποτε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου.
Μιὰ νύχτα, κάτι ἁπαλὸ τὴν ἄγγιξε, τὴν ἔκαμε ν’ ἀνασκιρτήσει. Ἄγγελος φωτεινὸς σὰν ἀστραπὴ εἶχε κατέβει ἀπ’ τὰ οὐράνια στὰ ὑποχθόνια καὶ στεκόταν δίπλα της.
- Σήκω, γυναίκα! τῆς εἶπε. Ἐπειδὴ ἀγάπησες καὶ θρήνησες πολὺ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, σὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δεῖς.
Καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ χώρα τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Τὴν ἔφερε στὸ ἄνοιγμα μιᾶς σπηλιᾶς. Στὴ φάτνη τῶν ζώων βόδι καὶ ὄνος, ζῶα ποὺ ἀναγνώριζαν τὸν Κύριό τους καλύτερα ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος, παράστεκαν ἕνα νιογέννητο βρέφος, ποὺ μόλις εἶχε ἀποθέσει στὸ παχνί τους ἡ νεαρή του μητέρα.
Ἡ γυναίκα κοίταζε ἀπορημένη. Τί σήμαιναν ὅλ’ αὐτά;
- Ἄνοιξε τὰ μάτια σου! εἶπε ὁ ἄγγελος.
Καὶ τότε… ἄνοιξαν τὰ μάτια της. Εἶδε ὅσα τῆς κρύβονταν καὶ κατἀλαβε. Ὅλα τῆς φάνηκαν ἀλλιώτικα.
Ἦταν μιὰ νύχτα σκοτεινή, μὰ ξάφνου ἔλαμψε ὑπέρλαμπρο φῶς στὸν οὐρανό. Ἀκτινοβόλησε ἡ γῆ. Καὶ «πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου», ἀστραπόμορφοι ἄγγελοι πλημμύρισαν τὸν αἰθέρα, γεμίζοντάς τον μὲ τὴν ὑπερκόσμια μελωδία: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Τὸ σπήλαιο ἔγινε οὐρανός. Θρόνος χερουβικὸς ἡ ἀγκαλιὰ τῆς μητροπάρθενης κόρης. Ἠ φάτνη χῶρος ὅπου πλάγιαζε ὁ Ἀχώρητος. Ὅλα ἔλαμπαν σὰν παλάτια βασιλικά.
- Ἡ δόξα τοῦ Κυρίου γύρισε, τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Ἀνέτειλε πάνω στὴ Σιών. Ἦρθε τὸ εὐαγγέλιο τῆς μεγάλης χαρᾶς γιὰ τὸν λαό σου καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ».
Ἡ γυναίκα ἔβλεπε τώρα καθαρὰ τὸ «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον». Ὅλα ὅσα εἶχε «ἡ πρώτη Σκηνὴ» βρίσκονταν μπροστά της ξανά, ἐνσαρκωμένα μυστηριωδῶς στὸ πρόσωπο τῆς πάναγνης μητέρας τοῦ Θεοῦ: Ἡ Κιβωτός, ὁ θρόνος τῶν Χερουβίμ, τὸ θυσιαστήριο, ἡ λυχνία, ἡ στάμνα τοῦ μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, ἡ τράπεζα μὲ τοὺς ἄρτους τῆς Πρόθεσης. Ἡ σκιὰ εἶχε παρέλθει. Ἡ χάρη ἔλαμπε.
Ἡ κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἦταν τώρα πλέον ἡ νέα «ἐπουράνιος Σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐρύχωρον σκήνωμα τοῦ Λόγου, ναὸς καὶ πύλη, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως».
Ἡ ταπεινὴ Παναγία εἶχε γίνει ἡ νέα «ἔμψυχος Θεοῦ Κιβωτός, θρόνος πυρίμορφος», νέο θυσιαστήριο καὶ μυστικὴ λαβίδα πού, χωρὶς νὰ φλέγεται, βάσταζε «τὸ πῦρ τῆς θεότητος, χρυσῆ λυχνία καὶ θεία στάμνος μάννα φέρουσα». Ἦταν «ἡ ράβδος ἡ μυστική, ἄνθος τὸ ἀμάραντον ἡ ἐξανθήσασα, ἡ ἔμψυχος τράπεζα, ἄρτον ζωῆς χωρήσασα, ὁ καθαρώτατος ναός, ἡ πόλις τοῦ παμβασιλέως».
Ἦταν ἡ «πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος», ποὺ ὁδηγοῦσε «εἰς τὰ ἐν Οὐρανοῖς ἀχειροποίητα Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἡ κατὰ ἀνατολάς, ἡ κεκλεισμένη», τὴν ὁποία «ὁ Ὕψιστος μόνος διώδευσε, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ», ἀφήνοντάς την πάλι «κεκλεισμένη».
Γιὰ πρώτη φορά, ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια, ἡ γυναίκα ἔνιωσε νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ χαρά. Ἡ ψυχή της βουτήχτηκε στὸ φῶς, γλυκάθηκε. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπισκίαζε κάποτε ὡς νεφέλη τὴν πρώτη Σκηνή, μὰ τώρα κατέβηκε «ἐν νεφέλῃ κούφῃ» ὁ ἴδιος «ὁ Κύριος τῆς δόξης» στὴ Βηθλεέμ, «ἐν πόλει Δαυΐδ».
Μάγοι καὶ ποιμένες, ἄγγελοι, γῆ καὶ οὐρανοί, γονάτιζαν μπροστά του. Κι ἀνάμεσά τους ἡ γυναίκα τοῦ Φινεές, φερμένη ἀπ’ τὸ μακρινὸ παρελθόν, ἔσκυψε μαζί τους καὶ εὐλαβικὰ προσκύνησε τὴ χιλιοφώτεινη «ἐξ ὕψους» ἀνατολή, «φῶς ἐθνῶν καὶ δόξαν» τοῦ λαοῦ της Ἰσραήλ.
- Πᾶμε τώρα! τῆς εἶπε ὁ ἄγγελος. Θὰ περιμένεις ἀκόμα λίγο, ὥσπου ἡ δόξα τοῦ Κυρίου νὰ λάμψει καὶ ἐκεῖ ὅπου βρίσκεσαι, στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ Ἅδη.
- Θὰ περιμένω ὅσο κι ἂν χρειαστεῖ μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση! εἶπε ὁλόχαρη ἡ γυναίκα. Νιώθω κοντὰ πλέον τὴ στιγμή, ποὺ τὰ πάντα θὰ πλημμυρίσουν ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Θεοῦ. «Οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια».
Ἡ δόξα γύρισε στὸν λαό μου!
Χριστούγεννα 2012
Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails