Οἱ Ἅγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη καὶ Ἀντώνιος ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Ὁ Ἀντώνιος ἦταν γιὸς τοῦ Μελασίππου καὶ τῆς Κασσίνης. Ὄντως σωστοὶ χριστιανοί, ἀνάθρεψαν τὸν γιό τους μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ τὸν ἀνέδειξαν σὲ ἄξιο μέλος τῆς κοινωνίας καὶ δόκιμο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ὁ δούκας Ἀγριππῖνος πληροφορήθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη τους, πρόσταξε τὴν σύλληψή τους. Τοὺς μὲν γονεῖς προσπάθησε νὰ τοὺς νικήσει λέγοντάς τους ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ τους καὶ ὅτι ἂν ἀπαρνιόντουσαν τὸν Κύριο θὰ χάριζε τὴν ζωὴ στὸν γιό τους. Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν πίεζε ψυχολογικά, λέγοντάς του ὅτι μπορεῖ νὰ σώσει τοὺς γονεῖς του. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν φοβήθηκαν τὸν μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἡ καρδιά τους ἦταν ἕτοιμη νὰ πάει στὸν Κύριο.
Ὁ δούκας Ἀγριππῖνος θύμωσε ἀκούγοντάς τους νὰ ἐξυμνοῦν τὸν Ἰησοῦ, παρόλο τὶς ἀπειλές του καὶ διέταξε τὸν βασανισμό τους. Τὸν Μελάσσιπο καὶ τὴν Κασσίνη τοὺς θανάτωσε κρεμασμένους πάνω σὲ ξύλο. Τὸν δὲ Ἀντώνιο τὸν βασάνισαν φρικτὰ καὶ μετὰ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ ἀναμμένο κλίβανο.
Ὅμως
μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος, ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀβλαβής. Βλέποντας τὸ
θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ ἦλθαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἔριξαν τὸν Ἅγιο
σὲ πυρακτωμένη κάμινο, πάλι ὅμως χάρη στὴ Θεία ἐπέμβαση ἔμεινε ἄφλεκτος.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ πολλοὶ προσχώρησαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τελικὰ
οἱ δήμιοι τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐτελειώθη καὶ
κοσμήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅπως οἱ γονεῖς του, τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ
μαρτυρίου.