Ἡ Ἁγία Κικιλία ἔζησε τὸν 3ο μ.Χ. αἰ. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ μάλιστα εὐγενεῖς. Ἡ Κικιλία ἄκουσε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ ζήτησε νὰ βαπτιστεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν εὐγενὴ νέο τὸν Βαλεριανό, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Κικιλίας ἀσπάστηκε καὶ αὐτὸς τὴν Χριστιανικὴ Πίστη.
Μαζὶ
μὲ τὸν Βαλεριανὸ προσῆλθε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἀδελφός
του, ὁ Τιβούρτιος. Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διωγμοῦ ἡ Κικιλία, ὁ
Βαλέριος καὶ ὁ Τιβούρτιος συνέχιζαν νὰ δηλώνουν τὴν πίστη τους στὸν
Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ φιλανθρωπικό τους ἔργο.
Γι’ αὐτὸ τοὺς συνέλαβαν καὶ ὑπέστησαν τὴν ὕστατη τιμωρία, τὸν θάνατο μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείων
τρόπων σου, τῇ ἐπιλάμψει, πρὸς ἀείζωον, εἴλκυσας φέγγος, τὴν αὐτάδελφον
δυάδα καὶ σύναυλον· καὶ σὺν αὐτοῖς Κικιλία ἀθλήσασα, τῆς θείας δόξης
ὁμοῦ ἠξιώθητε. Μεθ’ ὧν πρέσβευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, πταισμάτων
ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῆς
εὐσεβείας τῇ θείᾳ μεθόδῳ σου, ἀθλητικῶς τῷ Χριστῷ προσηνέχθησαν,
Βαλλεριανὸς καὶ Τιβούρτιος, ὦ Κικιλία μεθ’ ὧν ἀνεκραύγαζες· Σὺ Σῶτερ
Μαρτύρων τὸ στήριγμα.
Μεγαλυνάριον.
Ρόδον
ὡς ἀμάραντον καὶ τερπνόν, ὀσμὴν ζωηφόρον, ἐπαφῆκας παρθενικῶς, ἣν
εἰσδεξαμένη, ἡ ξυνωρὶς ἡ σύμφρων, σὺν σοὶ ὦ Κικιλία, λαμπρῶς ἠγώνισται.