Ἔζησε τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Εἰρηνόπολη τῆς Δεκαπόλεως. Τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή του ὄφειλε πρῶτα στὴν μητέρα του Μαρία, ἡ ὁποία μὲ τὴ ζωντανή της πίστη στὸ Χριστό, ἀνέθρεψε τὸ γιό της σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Γρηγόριος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀγωνιζόταν ἔντονα γιὰ ἠθικὴ τελειοποίηση. Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν διέκρινε, ἦταν ἡ καλλιέργεια τῆς ἐγκράτειας στὸν ἑαυτό του.
Τὴν θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἠθικὴ κυριαρχία στὴ σάρκα. Καὶ σὲ ὅσους τὸν ρωτοῦσαν γιατί δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα σ’ αὐτὴν τὴν ἀρετή, ἀπαντοῦσε μὲ τὸν αἰώνιο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Πᾶς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὒν ἴνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό. Καὶ ἐκεῖνοι μέν, οἱ ἀθλητὲς τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται καὶ ἐγκρατεύονται γιὰ νὰ πάρουν στεφάνι ποὺ φθείρεται. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἄφθαρτο στεφάνι.Ὁ
Γρηγόριος ὅμως δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετεῖχε ἀπὸ κοντὰ
στοὺς σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων βασιλέων. Ἔκανε πολλὰ ταξίδια
καὶ τελικὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἐπιδόθηκε σὲ συγγραφὲς καὶ πέθανε ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 816 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λυχνία
ὡς δίπυρσος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος, φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς,
Πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφὸς Ποιμενάρχης, Γρηγόριος
ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διὸ μετὰ προθυμίας, τούτοις προσέλθωμεν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ
δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν θεοφόρων Πατέρων, βιοτῆς ὀρθότητι, καὶ τῶν δογμάτων
τῇ αἴγλῃ, φάναντες, δικαιοσύνης ἐν τῷ στεφάνῳ, ὤφθησαν, τῆς Ἐκκλησίας
νυμφαγωγία, ὁ Γρηγόριος καὶ Πρόκλος, οὓς εὐφημοῦντες Χριστὸν δοξάσωμεν.
Μεγαλυνάριον.
Ρήτωρ
Ἐκκλησίας θεοειδής, Πρόκλε ἀνεδείχθης, Ἱεράρχης ὡς εὐκλεής, σκεῦος
ἀρετῶν δέ, Γρηγόριε ὡράθης· διὸ τὴν πολιτείαν ὑμῶν γεραίρομεν.