Ἀλλὰ μετὰ μερικὲς μέρες, τοὺς ἔφερε καὶ πάλι στὸ κριτήριο. Ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸ χριστιανικό τους φρόνημα, ἀποκεφάλισε πρῶτο τὸν Ἀφθόνιο. Ἔπειτα, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἐλπιδοφόρο, τοῦ εἶπε νὰ φανεῖ λογικός, σὰν ἐγγράμματος ποὺ ἦταν καὶ μποροῦσε νὰ διακρίνει τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Ἐλπιδοφόρος του ἀποκρίθηκε ὅτι γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πιστεύει στὸν Χριστό, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Δηλαδὴ ὁ σωστὸς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ στὴν πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή, ποὺ ἀξίζει κανεὶς νὰ πεθάνει γι’ αὐτή.
Ἡ
ἀπάντηση τοῦ Ἐλπιδοφόρου ἐξαγρίωσε τὸν Σαπὼρ καὶ ἀμέσως τὸν
ἀποκεφάλισε. Οἱ θυσίες αὐτὲς ἐνθάρρυναν ἀκόμα περισσότερο τοὺς
ὑπολοίπους, καὶ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τότε ὁ Σαπὼρ διέταξε
νὰ τοὺς ρίξουν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα, παρέδωσαν ὅλοι τὴν μακαρία ψυχή τους στὸ ζωοδότη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκίνδυνον
μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν,
Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος, πηγάζουσι
τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς
ἄστρα ἀπλανῆ, τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης, ἀνέλαμψαν ἐν γῇ, οἱ Χριστοῦ
στρατιῶται, τὸν ζόφον διώκοντες, τῶν παθῶν καὶ πηγάζοντες, χάριν
ἄφθονον, ἀνεμποδίστως τοῖς πᾶσι, καὶ ἀκίνδυνον, τὴν σωτηρίαν δοροῦνται,
ἐλπίδι τῆς πίστεως.
Μεγαλυνάριον.
Ὄμιλος
πεντάριθμος Ἀθλητῶν, διηγωνισμένων, ἐν Κυρίῳ μαρτυρικῶς, πρόκειται εἰς
αἶνον· αὐτοῖς οὖν ἐκβοῶμεν· χαίρετε Ἀθλοφόροι, Χριστοῦ πανθαύμαστοι.