Γεννήθηκε στὴν Ὕδρα καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μιχαήλ, ἡ δὲ μητέρα τοῦ Μαρίνα. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ πῆγε στὴ Ρόδο, κοντὰ στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Χασᾶν Καπετάν. Ἐκεῖ ὁ Κωνσταντῖνος παρασύρθηκε καὶ ἐξισλαμίστηκε, μὲ τὸ ὄνομα Χασᾶν. Καὶ γιὰ τρία χρόνια ἀπολάμβανε μεγάλες τιμές.
Ἀργότερα ὅμως, συναισθάνθηκε τὸ ὀλίσθημά του καὶ ἄρχισε νὰ μετανοεῖ. Ἔκανε ἐλεημοσύνες καὶ ἔκλαψε πικρά. Τελικά, γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει. Βρῆκε λοιπὸν κάποιο πνευματικό, ἐξομολογήθηκε καὶ ζήτησε τὴν εὐχή του νὰ μαρτυρήσει. Ὁ πνευματικός του ὅμως τὸν ἀπέτρεψε, διότι φοβήθηκε τὸ νεαρό της ἡλικίας του. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔκανε ὑπακοή, ἐγκατέλειψε τὴν Ρόδο καὶ πῆγε στὴν πόλη Κρίμι, κατόπιν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὴν
Μονὴ Ἰβήρων, προετοιμάστηκε γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν
πατέρων ἦλθε στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ, παρουσιάστηκε στὸν ἡγεμόνα καὶ μὲ θάρρος
ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν φρικτά.
Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 14 Νοεμβρίου 1800.
Σήμερα, στὴ γενέτειρά του τὴν Ὕδρα, ὑπάρχει λαμπρότατος Ναὸς στὸ ὄνομά του, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ ἱερό του λείψανο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν
λαμπρὸν γόνον Ὕδρας καὶ τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Νεομαρτύρων τὸ κλέος
Κωνσταντῖνον τιμήσωμεν, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν μνήμην
ἐκτελοῦντες τὴν αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν πλουσίαν τὴν ἀμοιβήν, παρὰ Θεοῦ
κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἐνισχύσαντι, δόξα
τῷ ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, σὲ στεφανώσαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὁμολογήσας τὸν Χριστὸν εὐτόλμῳ στόματι
Τῶν ἐκ τῆς Ἄγαρ τὴ ἀπάτην ἐθριάμβευσας
Νεομάρτυς Κωνσταντῖνε στερρῶς ἀθλήσας.
Ἀλλ’ ὡς μέτοχος ἐπάθλων ὑπὲρ ἔννοιαν
Πάσης βλάβης ἀπολύτρωσαι καὶ θλίψεως
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
τῶν Μαρτύρων ὁ μιμητής, Μάρτυς Κωνσταντῖνε, καὶ ἰσότιμος ἀληθῶς· σὺ γὰρ
ἐν ὑστέροις, καιροῖς ἀνδραγαθήσας, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, ἀπείροις
χάρισι.