Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του – χήρα τότε 20 ἐτῶν – τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο.
Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια – κοντὰ στὸν τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνια – ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο του φίλο Μ. Βασίλειο. Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του, ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετώντας τὶς Ἅγιες Γραφές.
Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος – τὸ 381, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν – ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανό, πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.
Κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιόχειας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴν βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397, μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ.
Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του (διασώθηκαν 804 περίπου, ὁμιλίες του).
Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του, ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἴτια νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξαδρείας Θεόφιλο (ἑνὸς μοχθηροῦ καὶ ἄσεβους ἀνθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) ἀπὸ 36 ἐπισκόπους (ὅλοι τους πνευματικὰ ὕποπτοι καὶ δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν Ἅγιο) στὸ χωριὸ Δρῦς τῆς Χαλκηδόνας καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο ἐξερέθισε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸ θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402).
Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ἡ ἀσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα, κατάφερε καὶ πάλι νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο (20 Ἰουνίου 404) στὴν Κουκουςὸ τῆς Ἀρμενίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Κόμανα, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες πέθανε τὸ 407 μ.Χ.
Ὁ Μ. Ι. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ φλόγα καὶ τὴν δύναμη τῆς ρητορείας. Ὑπῆρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ καθολικὴ ἀδελφότητα.
Ἀνήκει σ’ αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ». Δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθανε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ λόγω ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του τὴν 13η Νοεμβρίου.
Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴν χειροτονία του σὲ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν Ἄγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.
Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ πρεσβύτερο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρςὸς, ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν· ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ, θησαυροὺς ἐναπέθετο· τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχς γ’. Θείας πίστεως.
Στόμα
πάγχρυσον, τῆς Ἐκκλησίας, ῥήτωρ ἔνθεος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης
Ἰωάννη Χρυσόστομε· καταυγασθεὶς γὰρ τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, λόγους ζωῆς
ἀναβλύζεις τοῖς πέρασι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι
ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐκ τῶν οὐρανῶν, ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν, χειλέων πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι, τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν ποταμὸν τῆς Ἐκκλησίας τὸν χρυσόρρειθρον
Καὶ εὐσεβείας τὴν κιθάραν τὴν χρυσόφθογγον
Τὸν Χρυσόστομον αἰνέσωμεν Ἰωάννην·
Χρυσουργίᾳ γὰρ τοῦ λόγου κατεχρύσωσε
Τὰς καρδίας τῶν πιστῶν καὶ τὰ νοήματα·
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
ὁ χρυσόρρειθρος ποταμός, ὁ τὴν οἰκουμένην, καταρδεύων νᾶμα χρυσοῦν·
χαίροις ὁ τὴν γλῶτταν, χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν, Χρυσόστομε τρισμάκαρ,
Πατριαρχῶν ἡ κρηπίς.