Ὁ Ἅγιος Βικέντιος γεννήθηκε στὴν Οὐέσκα τῆς Ἱσπανίας καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀφιερώθηκε στὰ γράμματα. Ψυχὴ φλεγόμενη ἀπὸ τὴ θεία φλόγα προσεκολλήθει, ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια, στὸν ἐπίσκοπο τῆς Σαραγόσης, Οὐαλέριο. Ὁ Οὐαλέριος ἐκτιμώντας τὴν ἁγνότητα, τὴ σύνεση καὶ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο τοῦ Βικέντιου τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἴδιος, ἂν καὶ μορφωμένος πολύ, δὲν εἶχε τὴν εὐκολία τοῦ λόγου συχνὰ χρησιμοποιοῦσε τὸν Βικέντιο ὡς δάσκαλο τοῦ Θείου Λόγου. Γι’ αὐτό, συχνά, ὁ Οὐαλέριος, χαριτολογώντας ἔλεγε ὅτι ὁ Ἅγιος Βικέντιος εἶναι ἡ φωνή μου στὴν Ἐκκλησία.
Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ὁ Βικέντιος αὔξανε τὴν ἱκανότητα τοῦ λέγειν του, τὴν θερμότητα τοῦ ζήλου του καὶ τὴν ἀκούραστη προσπάθειά του νὰ προσελκύσει στοὺς κόλπους τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὰ περισσότερα βράδια τοῦ τὰ διέθετε γιὰ τὴν κατήχηση καὶ τὸν διαφωτισμὸ τῶν συνανθρώπων του.
Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε αὐτὸ ὁ Δακιανός, ποὺ διετέλεσε διοικητὴς ἐπὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, διέταξε καὶ ἔφεραν τὸν Βικέντιο δεμένο, στὴν Σαραγόση τῆς Βαλέντιας. Παρόλο τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μπροστὰ στὸν ἔπαρχο.
Γι’
αὐτὸ τὸ λόγο διατάχθηκε νὰ τὸν μαστιγώσουν μέχρι νὰ ματώσουν οἱ σάρκες
του. Κατόπιν τὸν ἔδεσαν σὲ σιδερένια κλίνη, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν
ἀναμμένη φωτιά.
Μὲ αὐτὸν τὸν μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσε ὁ Ἅγιος Βικέντιος τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρισάριθμον
σύνταγμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς καθαιρέτας
ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδιμον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον, καὶ Βικέντιον ἅμα,
τούτοις συνευφημοῦντες, Στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν Χριστῷ ἱκεσίαις,
πάντας ἐλέησον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς
εὐσεβείας Μάρτυρας, καὶ Ἀθλητὰς θεόφρονας, ἡ Ἐκκλησία γεραίρει
δοξάζουσα, μαρτυρικοῖς ἐν ᾄσμασι, Μηνᾶν τε Βίκτωρα καὶ Βικέντιον
χαίρουσα, καὶ Στεφανίδα τὴν γενναιόφρονα, καὶ Χριστὸν μεγαλύνει, τὸν
τούτους δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.
Ὕμνοις
φιλομάρτυρες ἱεροῖς, Μηνᾶν τὸν γενναῖον, καὶ τὸν Βίκτωρα τὸν στερρόν,
σὺν τῷ Βικεντίῳ, καὶ Στεφανίδι ἅμα, τοὺς ἀριστεῖς τοῦ Λόγου,
ἐγκωμιάσωμεν.