Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Ἁγία Καλλιόπη ἡ Μάρτυς (8 Ιουνίου)
Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου († 8 Φεβρουαρίου) μετετέθη, στὶς 8 Ἰουνίου, ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Ποντικῆς, στὸ προγονικὸ κτῆμα τοῦ Ἁγίου, στὰ Εὐχάιτα, κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου τὴν ὁποία ἐξέφρασε πρὸ τῆς ἐκτομῆς αὐτοῦ στὸ γραμματέα του Οὔαρο. Ἐκ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ τὴ σιαγόνα ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ὁ Μονομάχος (1042 – 1055) ἐδώρισε διὰ χρυσοβούλλου στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν θεοσδότων ὄλβον ἀκένωτον, τὴν τῶν σεπτῶν σου λειψάνων θήκην πλουτοῦντες σοφέ, τὴν μετάθεσιν αὐτῶν πανηγυρίζομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, πορισόμενοι πιστῶς, Θεόδωρε Στρατηλάτα· διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ καὶ νεκρὸς ἐν τῇ θήκῃ κατάκεισαι, ἀλλὰ ζωὴν ἐκτρυγᾷς τὴν αἰώνιον, καὶ βλυστάνεις διαπαντός, πηγὴν δωρεῶν, τοῖς προσψαύουσι πόθῳ τῶν θείων λειψάνων σου, καὶ τὴν σὴν ἐξαιτοῦσι ταχεῖαν ἀντίληψιν, ὁ Στρατηλάτης τοῦ Λόγου Θεόδωρος.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ἡ Ἁγία Μάρτυς Καλλιόπη, ἡ ὁποία ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Διακρινόταν τόσο γιὰ τὸ σωματικὸ καὶ ψυχικὸ κάλλος, ὅσο καὶ γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ βαθιὰ εὐσέβεια. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, συνελήφθηκε καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου γιὰ ἀνάκριση. Αὐτός, εὐθὺς ὡς ἀντίκρισε τὸ κάλλος τῆς Καλλιόπης, καταλήφθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πόθους καὶ προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει αὐτήν, ὥστε νὰ ὑποκύψει στοὺς ἔνοχους πόθους του. Ἀλλ’ ἡ Καλλιόπη παρέμεινε ἀδιάφορη στὶς κολακεῖες καὶ ἀκλόνητη στὴν πίστη της. Τοῦτο ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἀντιληφθεὶς ὅτι διαψεύδονταν οἱ ἐλπίδες του, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμαστιγώθηκε ἀνηλεῶς, τῆς ἀπέκοψαν τοὺς μαστούς, τὴν κατέκαψαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ περιέχυσαν τὶς πληγές της μὲ ξύδι καὶ ἁλάτι. Στὸ τέλος τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία Καλλιόπη ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Νυμφίου της Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Σωτῆρος τὸ κάλλος ἐκ ψυχῆς ἀγαπήσασα, καλλιπάρθενε κόρη, Καλλιόπη πανεύφημε, ἠγώνισαι στερρῶς ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ δόξης ἠξιώθης θεϊκῆς· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τιμῶμεν ἐκβοῶντές σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Παρθενικῇ διαλάμπουσα χάριτι, μαρτυρικῶς τῷ Χριστῷ προσενήνεξαι· οὗ νῦν τῆς χαρᾶς ἀπολαύουσα, τῆς ὑπὲρ νοῦν Καλλιόπη πανεύφημε, δυσώπει ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Κάλλει διαλάμπουσα ψυχικῷ, καλὴ καὶ ὡραία, δι’ ἀγώνων μαρτυρικῶν, ὤφθης τῷ Σωτῆρι, θεόφρον Καλλιόπη, ᾧ πρέσβευε σωθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας.