Ἦταν Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ τὸ 298 στὴν Ἀντιόχεια. Αὐτὸς λοιπὸν ἐνθάρρυνε τοὺς Χριστιανούς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου νὰ ὁμολογοῦν τὸν Χριστό.
Τότε ἀμέσως συνελήφθη καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ Διοκλητιανὸς ὅμως, διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλώσσα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος, διὰ θαύματος μιλοῦσε καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς χριστιανοὺς ἀκόμα ἐντονότερα.
Μπροστὰ
σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὸν φυλάκισαν καὶ μέσα στὴ φυλακὴ τὸν ἔπνιξαν,
τυλίγοντας σφιχτὰ στὸν λαιμό του ἕνα σχοινὶ καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι
τοῦ μαρτυρίου.
(Διαπιστώνουμε
ἐδῶ, ὅτι τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συγχέεται μὲ αὐτὸ τοῦ Ἅγίου
Ῥωμανοῦ ποὺ ἑορτάζει τὴν ἴδια ἡμέρα καὶ πολὺ πιθανὸν νὰ πρόκειται γιὰ τὸ
ἴδιο πρόσωπο).