Μιχάλης Μιχαλακόπουλος
΄Ηταν μια χειμωνιάτικη Κυριακή του 1959. Ήμουνα 14 χρονών. Μαθητής γυμνασίου. Έκανε τσουχτερό κρύο. Άργησα λίγο να πάω στην εκκλησία. Χώθηκα γρήγορα-γρήγορα στο ιερό για να αναλάβω τα καθήκοντά μου. Φοβόμουνα μήπως με μαλλώσει ο παππούλης, που άργησα.

Δεν είχε ακόμα φέξει και τα καντήλια και τα λιγοστά κεριά φώτιζαν αχνά τα ιλαρά πρόσωπα του παππούλη, του ψάλτη και των εικόνων του τέμπλου. Λίγα κάρβουνα, που έφερνε από το σπίτι ο παππούλης, για να φτιάνουμε το «ζέο» και να ζεσταίνουμε τα χέρια μας, ψευτολαμπύριζαν και αυτά, ενισχύοντας λίγο το φως των καντηλιών και των ελάχιστων κεριών.  Ο παππούλης έκανε την προσκομιδή.
Ο Μπαρμπαγγελής διάβαζε  στο ψαλτήρι σιγανά και μονότονα τον εξάψαλμο και ήταν το διάβασμα εκείνο σα γλυκό νανούρισμα,  που μούφερνε  υπνηλία και έκλειναν άθελα τα βλέφαρά μου.. Κάποια στιγμή έκανα «βουτιά» και παραλίγο να πέσω με τα μούτρα στη φωτιά. Ταράχτηκα και τινάχτηκα όρθιος για να ξαγρυπνήσω.. Δεν με κατάλαβε ούτε ο παππούλης, που σκυμμένος δίπλα στην προσκομιδή μουρμούριζε ατέλειωτες ευχές…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ